Ξεκίνησε με μια βαλίτσα στο χέρι από την Πολωνία, όπου είχε φτάσει λίγο καιρό πριν από το χωριό του στη Χίο, με προορισμό το …άγνωστο, την ώρα που το φάντασμα του πολέμου πλανιόταν απειλητικά πάνω από την Ευρώπη. Έφτασε στην Αργεντινή και με μια συνταγή χαλβά στις αποσκευές του προσπάθησε να σταθεί στα πόδια του και να επιβιώσει σ’ έναν τελείως νέο γι’ αυτόν κόσμο.
Κι όχι μόνο τα κατάφερε αλλά έγραψε και τη δική του (επιχειρηματική) ιστορία φτιάχνοντας ένα γλύκισμα που λάτρεψαν όσο λίγα οι Αργεντινοί, το φημισμένο mantecol (μαντεκόλ), ενώ το επώνυμό του έγινε συνώνυμο του γλυκού κόσμου της σοκολάτας, με τη φήμη του να περνά τα σύνορα της χώρας.
Γεννημένος στα Νένητα της Χίου το 1915, ο Μιχάλης Γεώργαλος ήταν 20-22 χρονών όταν πήγε στην Πολωνία για να μάθει την τέχνη της ζαχαροπλαστικής από τους θείους του. Τα τύμπανα του πολέμου, ωστόσο, πολύ γρήγορα άρχισαν να ηχούν στην Ευρώπη και ο νεαρός Μιχάλης βρέθηκε αντιμέτωπος με το δίλημμα είτε να γυρίσει στην Ελλάδα και να βρεθεί στο μέτωπο, είτε να σαλπάρει στο …άγνωστο.
«Ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος μεταξύ πέντε αδελφών. Όταν πήγε στην Πολωνία, άρχισε ο πόλεμος. Τότε ο θείος μου τού είπε: πάμε στο λιμάνι, θ’ ανέβεις σ’ ένα πλοίο και όπου σε πάει… Έτσι κι έγινε και ο πατέρας μου βρέθηκε στην Αργεντινή το 1939, μόνο με μια βαλιτσούλα στο χέρι, που τού την πήραν μόλις έφτασε στο λιμάνι του Μπουένος Άιρες», αφηγείται στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων από τη μακρινή Κόρδοβα, η κόρη του, Κλεοπάτρα Γεωργάλου.
Η τύχη τού χαμογέλασε και στο λιμάνι γνώρισε τον Μιχάλη Ορφανό, τον άνθρωπο που ως το τέλος της ζωής του είχε ως δεύτερο πατέρα. «Στο λιμάνι τότε πήγαιναν οι Έλληνες που είχαν ήδη φτάσει εκεί νωρίτερα για να δουν αν κάποιος χρειαζόταν βοήθεια. Εκεί γνώρισε και ο πατέρας μου τον Μιχάλη Ορφανό, τον άνθρωπο που έβλεπε σαν πατέρα αφού τού έδωσε ένα μέρος για να κοιμηθεί καθώς δεν είχε πού να πάει, ούτε είχε καν διαβατήριο», εξηγεί η κ. Γεωργάλου.
Η Ευρώπη ήταν σε πόλεμο και ο νεαρός Μιχάλης ήξερε πως το δρομολόγιο που είχε ακολουθήσει ήταν δίχως επιστροφή. Χωρίς δεύτερη σκέψη και με πολλή δύναμη ψυχής ανασκουμπώθηκε και αποφάσισε ν’ αρχίσει να φτιάχνει στη μικρή του κάμαρα, μέσα σ’ ένα κατσαρολάκι, χαλβά, τα «μυστικά» του οποίου είχε μάθει από τους θείους του στην Πολωνία, και να τον πουλάει στους δρόμους του Μπουένος Άιρες. Λίγο έλειψε, ωστόσο, τα σχέδια του να μείνουν στο χαρτί αφού σουσάμι δεν υπήρχε στον νέο τόπο που η μοίρα επέλεξε για πατρίδα του.
Ήταν τότε που η ανάγκη για επιβίωση τον έκανε να πειραματιστεί με το φιστίκι που σε αφθονία υπήρχε εκεί και να φτιάξει ένα γλυκό που έμελλε ν’ αγαπήσουν όσα λίγα οι Αργεντίνοι. Με μια συνταγή- παραλλαγή του χαλβά, ο Μιχάλης Γεώργαλος έφτιαξε μια μαλακή νουγκατίνα με βάση το φιστικοβούτυρο που βάφτισε mantecol (μαντεκόλ). «Τού είπαν ότι μοιάζει με βούτυρο. Το βούτυρο στα ισπανικά λέγεται μαντέκα γι’ αυτό και τού έδωσε το όνομα mantecol. Έφτιαξε και λουκούμια αλλά δεν είχαν πέραση εδώ», λέει η κόρη του.
Ο γάμος με την όμορφη Αργεντίνα που λάτρεψε τον ίδιο και την Ελλάδα
Μακριά από την οικογένεια του κι έχοντας φτάσει ολομόναχος στο Μπουένος Άιρες, ο Μιχάλης Γεώργαλος γνώρισε τη σύζυγό του Marcela τρία χρόνια αργότερα. Παντρεύτηκαν και άρχισαν βήμα βήμα, με υπομονή κι επιμονή, να χτίζουν ένα στέρεο οικογενειακό και επιχειρηματικό οικοδόμημα.
«Οι γονείς μου παντρεύτηκαν και τότε ο πατέρας μου είχε την ευκαιρία να δουλέψει με τα χαρτιά της μαμάς μου γιατί ο ίδιος δεν είχε. Χρειαζόταν υλικά για να τυλίξει τον χαλβά και άλλα προϊόντα και δεν μπορούσε αλλιώς να τα προμηθευτεί. Δούλεψαν πολύ οι δυο τους ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος», εξιστορεί, με έκδηλη συγκίνηση στη φωνή, η κ. Γεωργάλου.
Εξηγεί πως η μητέρα της λάτρεψε τον πατέρα της, έμαθε ελληνικά και οι μυρωδιές που «ξεπηδούσαν» καθημερινά από τις κατσαρόλες στην κουζίνα του σπιτιού τους θύμιζαν Ελλάδα. «Η μητέρα μου είχε τέτοια αγάπη για τον πατέρα μου, που έμαθε και τα ελληνικά και τα φαγητά της ελληνικής κουζίνας. Όλα! Το σπίτι μας ήταν ελληνικό, ήταν κάτι που το είχαμε στο αίμα μας», λέει η κ. Γεωργάλου.
«Η μητέρα μου, Αργεντίνα, αγαπούσε τόσο τον πατέρα μου που μάθαινε ελληνικά για να επικοινωνεί με όλους τους συγγενείς που έρχονταν από την Ελλάδα. Μάθαινε απ’ αυτούς τα ελληνικά και με τη σειρά της τούς μάθαινε ισπανικά. Εμείς στο σπίτι μας μαθαίναμε τα ελληνικά. Εδώ, στην Κοινότητα της Κόρδοβας, είναι 70 χρόνια τώρα που δεν έρχεται κανένας από την Ελλάδα και δεν έχουμε ευκαιρία να μιλήσουμε πολύ τα ελληνικά. Εγώ παντρεύτηκα Έλληνα κι εδώ στο σπίτι μιλάγαμε ελληνικά. Αλλά οι υπόλοιποι όχι, είναι μεικτοί γάμοι», προσθέτει.
Σ’ ένα τέτοιο ζεστό οικογενειακό περιβάλλον μεγάλωσε η Κλεοπάτρα Γεωργάλου, η μεγαλύτερη αδελφή της Μαρία και ο μικρότερος αδελφός της Γιάννης, ο οποίος δεν βρίσκεται πλέον στη ζωή.
Η αγωνία για την οικογένεια στη Χίο και η επανένωση
Όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο Μιχάλης Γεώργαλος είχε μία και μοναδική αγωνία: να μάθει αν ζούσαν οι γονείς και τ’ αδέλφια του και να επανενωθεί με την οικογένειά του. Τα χαρμόσυνα νέα ότι όλοι οι συγγενείς του ήταν καλά «πλημμύρισαν» χαρά την ψυχή του και με τη στήριξη της συζύγου του αποφάσισε να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να φέρει τους γονείς, τα αδέλφια του αλλά και κάποια από τα ξαδέλφια στην Αργεντινή. «Ο πατέρας μου αγαπούσε πολύ την οικογένειά του. Δεν σκεφτόταν μόνο πώς θα προοδεύσει αυτός, αλλά πώς θα προοδεύσουν όλοι μαζί οι δικοί του. Δεν μπορούσε να κάνει κάτι χωρίς προηγουμένως να σκεφτεί τους συγγενείς», τονίζει η κόρη του.
Ένας προς ένας, χρόνο με τον χρόνο, τα αδέλφια του -Σοφοκλής, Τιμολέων, Κωνσταντίνος και Οδυσσέας, ο οποίος είναι και ο μόνος από τα αδέλφια που ζει έως σήμερα- άρχισαν να καταφτάνουν στο Μπουένος Άιρες. «Έφερε, σε διάστημα πολλών ετών, όλους τους συγγενείς. Και ξαδέλφια. Όλοι από το ίδιο χωριό. Έτσι έκαναν μια μεγάλη οικογένεια και δούλευαν όλοι στην ίδια εταιρεία. Ήταν όλοι συνέταιροι, μέτοχοι. Ο πατέρας μου δεν είχε κανέναν ως απλό υπάλληλο και όλοι μαζί έφτιαξαν σιγά σιγά αυτή τη μεγάλη εταιρεία που είναι σήμερα η “Georgalos Hermanos”», υπογραμμίζει η Κλεοπάτρα Γεωργάλου.
Στα τέλη της δεκαετίας του ‘50, ο Μιχάλης Γεώργαλος αποφάσισε να μεταφέρει την επιχειρηματική του δραστηριότητα στην Κόρδοβα καθώς, όπως εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κόρη του, στην περιοχή αυτή σπέρνεται το 98% από το φιστίκι όλης της Αργεντινής. «Σχεδόν όλο το φιστίκι είναι από την Κόρδοβα!», λέει, εξηγώντας πώς το Río Segundo έγινε το «σπίτι» της εταιρείας και ο πατέρας της κυρίαρχος παραγωγός κι ένας από τους ιδρυτές του Επιμελητηρίου Φιστικιού της Αργεντινής. Μάλιστα, ο Μιχάλης Γεώργαλος αγόρασε και το παλιό ζυθοποιείο της περιοχής προκειμένου να εγκαταστήσει τμήμα του εργοστασίου της εταιρείας με τις ξακουστές σοκολάτες και πληθώρα άλλων προϊόντων ζαχαροπλαστικής -και όχι μόνο.
Ογδόντα χρόνια «Georgalos Hermanos»
Η «Georgalos Hermanos» ακολούθησε ανοδική τροχιά και το Mantecol έγινε συνώνυμο της γλυκιάς καθημερινής απόλαυσης των Αργεντινών ώσπου το 2001 η ασταθής οικονομική κατάσταση στη χώρα και τα συσσωρευμένα προβλήματα που δημιούργησε στην εταιρεία ανάγκασαν τα στελέχη της να πάρουν μια αναγκαία αλλά επίπονη απόφαση.
Πούλησαν το αγαπημένο τους προϊόν που αντιστοιχούσε στο 35% του τζίρου της στην πολυεθνική Cadbury, σε μια συναλλαγή με έντονη συναισθηματική φόρτιση για την οικογένεια Γεωργάλου. Το κενό που άφησε πίσω της η πώληση του Mantecol ήρθε να καλύψει το 2009 μια παραλλαγή του με το όνομα Nucrem, ενώ όπως λέει η Κλεοπάτρα Γεωργάλου, η εταιρεία βρίσκεται πολύ κοντά σε συμφωνία για την ανάκτηση του τίτλου του mantecol!
«Η εταιρεία γνώρισε ανοδική πορεία. Μετά μερικά αδέλφια έκαναν άλλα εργοστάσια και έφυγαν. Αυτός που προσπάθησε πολύ να τη συντηρήσει ήταν ο μικρός μου αδελφός, ο Γιάννης, ο οποίος δυστυχώς πέθανε πριν από τέσσερα χρόνια. Αυτό το κράτος είναι πολύ δύσκολο σε ό,τι αφορά τα οικονομικά του.
Προβλήματα οικονομικά μας ανάγκασαν κάποια στιγμή να πουλήσουμε το όνομα mantecol αλλά αυτή τη στιγμή είμαστε κοντά να το ξαναγοράσουμε. Δόξα σοι ο Θεός!», διευκρινίζει η κ. Γεωργάλου, ο μικρός γιος της οποίας είναι πρόεδρος αυτή τη στιγμή της εταιρείας και, όπως λέει, είναι πολύ περήφανη για τη συνέχιση της οικογενειακής επιχειρηματικής παράδοσης.
«Είμαι πολύ περήφανη γιατί όλη η οικογένεια δουλεύει εκεί, ο καθένας σε διαφορετική θέση. Το όνομα του πατέρα μου και παππού των παιδιών μας είναι ό,τι πιο σημαντικό έχουμε. Το “Γεώργαλος” είναι συνώνυμο για τον Αργεντίνο των γλυκών, της σοκολάτας κ.ά».
Τα προϊόντα της εταιρείας «ταξιδεύουν» σε πολλές χώρες αλλά αυτό που για την Κλεοπάτρα Γεωργάλου κατέχει την πιο σημαντική θέση είναι «σαν οικογένεια να αισθανόμαστε καλά, να έχουμε καλές ρίζες, να μπορέσουμε να μεταδώσουμε στα παιδιά μας την αγάπη που πήραμε κι εμείς από τους γονείς μας και κάναμε τόσα πράγματα».
Η αγάπη για τη Χίο και η τελευταία επίσκεψη στο νησί για τον μικρότερο αδελφό
Ο Μιχάλης Γεώργαλος αγαπούσε πολύ την Ελλάδα και τον τόπο του, τη Χίο, και φρόντισε να μεταδώσει την αγάπη αυτή και στα παιδιά του, που επισκέπτονται -τουλάχιστον όσο το επέτρεπαν οι υγειονομικές συνθήκες προ κορονοϊού- συχνά το νησί τους.
«Επισκέφθηκα τη Χίο για τελευταία φορά πήγα πριν από δύο χρόνια. Στη Χίο είναι “υποχρεωτικό” να πάμε», λέει η Κλεοπάτρα Γεωργάλου και θυμάται πως ο πατέρας της μιλούσε πολύ για τον τόπο του, τα Νένητα. Μάλιστα, το 1960, όταν η ίδια ήταν 11 χρονών, ο Μιχάλης Γεώργαλος πήρε την οικογένειά του για εννιά μήνες στο νησί προκειμένου να πάνε τα παιδιά εκεί σχολείο.
Η επίσκεψη, ωστόσο, που πάντα θα μείνει βαθιά χαραγμένη στη μνήμη της ήταν αυτή με όλα της τ’ αδέλφια, τα παιδιά τους και άλλους συγγενείς, μια επιθυμία του αδελφού της Γιάννη, λίγο προτού πεθάνει… «Όταν ήταν άρρωστος ο αδελφός μου, μας ζήτησε να πάμε οι τρεις οικογένειες στο νησί μας με όλα μας τα παιδιά. Πήγαμε 33 άτομα, όλοι μαζί στη Χίο, τέσσερις μήνες προτού πεθάνει.
“Θέλω τα παιδιά μας να έχουν αυτό το μέρος ως “σφραγίδα” μέσα τους και θέλω να πάμε όλοι μαζί”, μας είπε κι εμείς σεβαστήκαμε την επιθυμία του», λέει με αγάπη και συγκίνηση η Κλεοπάτρα Γεωργάλου που μαζί με την αδελφή της, Μαρία, και τις οικογένειές τους έμειναν θεματοφύλακες του ονόματος που άφησε πίσω του ο Μιχάλης Γεώργαλος, ο Έλληνας που έφτιαξε ένα από τα πιο δημοφιλή γλυκίσματα στην Αργεντινή.
*Τις φωτογραφίες παραχώρησε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η Κλεοπάτρα Γεωργάλου
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σοφία Παπαδοπούλου