Η Σιλβί, πρόσφυγας από το Καμερούν, ήρθε στην Ελλάδα για να ξεφύγει από την έμφυλη βία που βίωσε στην πατρίδα της και κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της.
Είχε στις «αποσκευές» της πολλές δεξιότητες: σπουδές στη Νοσηλευτική και την Ιατρική και άριστη γνώση αγγλικών και γαλλικών. Ο αγώνας της για να ενταχθεί στην ελληνική κοινωνία είναι μεγάλος και ένα πρόγραμμα οδικής ασφάλειας τη βοηθάει στην προσπάθεια αυτή.
Η 30χρονη Σιλβί σπούδασε Ιατρική «γιατί ήθελα να σώζω ζωές ανθρώπων», όπως περιγράφει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. Πηγή έμπνευσής της ήταν ο νοσηλευτής παππούς της, ο μόνος από την οικογένειά της που δούλευε στον ιατρικό κλάδο. «Το πάθος μου ήταν να τον βλέπω να βοηθάει ανθρώπους», θυμάται η Σιλβί και προσθέτει ότι επιπλέον κίνητρό της αποτέλεσε το άσθμα της «καθώς ήθελα να μάθω περισσότερα για την ασθένειά μου και πώς μπορώ να τη γιατρέψω».
Είχαν προηγηθεί οι σπουδές της στη Νοσηλευτική και δύο χρόνια εργασίας στον συγκεκριμένο κλάδο, όμως αφότου έλαβε το πτυχίο του γενικού γιατρού δεν είχε την ευκαιρία να εξασκήσει το επάγγελμα. Ήταν η εποχή που αποφάσισε να φύγει από τη χώρα για να γλυτώσει από την κακοποίηση που βίωνε και αναγκάστηκε να αφήσει πίσω τη 17χρονη σήμερα κόρη της.
Όταν πήγε στην Τουρκία για να ζήσει, έπεσε στα χέρια σωματεμπόρων, που την ανάγκασαν να εκδίδεται σε νυχτερινό κέντρο. Έπειτα από φωτιά στο νυχτερινό κέντρο και τη νοσηλεία της Σιλβί σε νοσοκομείο με αναπνευστικά προβλήματα, η νεαρή γυναίκα κατάφερε να αποδράσει με τη βοήθεια μιας ασθενούς που νοσηλευόταν στον ίδιο θάλαμο και του ταξιτζή γιου της. Η Σιλβί έπρεπε όμως να φύγει από τη χώρα, γιατί οι διακινητές την αναζητούσαν και αποφάσισε να έρθει στην Ελλάδα. Πέντε φορές φυλακίστηκε στην Τουρκία στην προσπάθειά της να μπει σε βάρκα και στην έκτη προσπάθειά της έφτασε στη Χίο.
Η ίδια περιγράφει το ταξίδι αυτό ως «τραυματικό». «Έπρεπε να διασχίσουμε πολλούς θάμνους για να φτάσουμε στα παράλια της Τουρκίας. Είδα πολλούς ανθρώπους να πεθαίνουν στη διαδρομή, τους οποίους έπρεπε να αφήσουμε εκεί για να συνεχίσουμε», περιγράφει. Οι ιατρικές γνώσεις της τη βοήθησαν να δώσει τις πρώτες βοήθειες, όπου χρειαζόταν, μεταξύ άλλων σε τέσσερις εγκύους, τις οποίες ξεγέννησε.
Ένα χρόνο μετά την παραμονή της στη Χίο, η Σιλβί ήρθε στην Αθήνα, όπου ζει πλέον τα τελευταία τρία χρόνια. Η ένταξή της στην Αθήνα δεν είναι εύκολη, όπως λέει, γιατί βιώνει συχνά ρατσισμό εξαιτίας του χρώματος του δέρματός της. «Δεν είναι εύκολο να ενσωματωθείς, αλλά το προσπαθώ», εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
Στην Αθήνα η Σιλβί εργάστηκε ως μεταφράστρια σε μη κυβερνητικές οργανώσεις και ο τομέας αυτός αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για εκείνη, για να αγωνιστεί για τα δικαιώματα των προσφύγων. «Αφήνουμε τις πατρίδες μας για μια καλύτερη ζωή και ασφάλεια. Δυστυχώς η παρενόχληση κυρίως στους μαύρους πρόσφυγες είναι μεγάλη, όμως δεν πρέπει το χρώμα μας να στιγματίζεται. Θα έπρεπε να μας αντιμετωπίζουν όπως κάθε ανθρώπινο ον», επισημαίνει.
Όπως λέει, θέλει να μείνει στην Ελλάδα για να παλέψει για τα δικαιώματα των προσφύγων, και στόχος της είναι να μάθει ελληνικά για να μπορέσει να συνεχίσει τις ιατρικές σπουδές της στο πανεπιστήμιο και να εξειδικευτεί ως τραυματολόγος, προκειμένου να βοηθήσει ανθρώπους στη σωματική αποκατάστασή τους.
Στο πλαίσιο της προσπάθειάς της να ενταχθεί στην Ελλάδα η Σιλβί αποφάσισε να πάρει δίπλωμα οδήγησης. Ήξερε ήδη να οδηγεί, αλλά η απόκτηση διπλώματος οδήγησης στην Ελλάδα είναι προαπαιτούμενο, όπως διαπίστωσε, σε αρκετές αγγελίες και είναι κάτι που δεν μπορούσε οικονομικά να κάνει. Έτσι, δήλωσε συμμετοχή και επελέγη ως μία από τους 30 πρόσφυγες που παίρνουν μέρος στο πιλοτικό πρόγραμμα οδικής ασφάλειας, το οποίο διοργανώνουν η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και η μη κυβερνητική οργάνωση «Catholic Relief Services» (CRS). Το πρόγραμμα οδικής ασφάλειας υλοποιείται σε άμεσο συντονισμό με το υπουργείο Μετανάστευσης και Ασύλου, στο πλαίσιο της Εθνικής Στρατηγικής για την Ένταξη.
«Η ιδέα ξεκινάει από μια ευρύτερη προσπάθεια να συνδέσουμε τους πρόσφυγες με κάτι που αφενός τους εντάσσει στην ελληνική κοινωνία και αφετέρου είναι πρακτικό και χρήσιμο στο να βρουν δουλειά», επισημαίνει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Πέτρος Μάστακας, υπεύθυνος για θέματα Ένταξης στην Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Ο κ. Μάστακας εξηγεί ότι «η οδήγηση, όπως ο χορός και η μαγειρική είναι από αυτές τις έννοιες, που ενώ δεν είναι νομικά ή κοινωνιολογικά ορισμένες, τελικά είναι οι πιο χρήσιμες για να μπεις στη ζωή σε μια χώρα». Την ίδια ώρα, όμως, η έκδοση άδειας οδήγησης «είναι μια περίπλοκη διαδικασία για τους πολίτες τρίτων χωρών, πολύ γραφειοκρατική με πολλά χαρτιά», προσθέτει ο ίδιος.
Στην πιλοτική φάση του προγράμματος, που χρηματοδοτεί η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ, είχαν υποβάλει αίτηση συμμετοχής 400 άτομα και επελέγησαν 30 πρόσφυγες, 18 άντρες και δώδεκα γυναίκες από 13 χώρες, μεταξύ των οποίων το Αφγανιστάν, η Συρία, η Παλαιστίνη, το Καμερούν και το Ιράν. «Σημαντικό είναι ότι το 40% των προσφύγων που συμμετέχουν είναι γυναίκες, γεγονός που προσωπικά χαιρετίζω ως την επιτομή της ένταξης», είχε αναφέρει κατά την έναρξη του προγράμματος η υφυπουργός Μετανάστευσης, Σοφία Βούλτεψη.
Μετά την ολοκλήρωσή του σχεδιάζεται μια δεύτερη, πιο ευρεία σε θέσεις, φάση του προγράμματος. Στο τέλος των δύο φάσεων θα εκδοθεί εγχειρίδιο με οδηγίες για την εκμάθηση οδικής ασφάλειας σε πρόσφυγες, το περιεχόμενο του οποίου θα προκύψει από την υλοποίηση των προγραμμάτων. «Ένας από τους στόχους μας είναι να φτιάξουμε ένα κύκλο σχολών οδήγησης που είναι φιλικές στους πρόσφυγες και θα έχουν την ευαισθησία να κάνουν σωστή δουλειά», τονίζει ο κ. Μάστακας.
Όπως εξηγεί η Τζο Πάρσλι, επικεφαλής προγραμμάτων στη CRS, «η φιλοσοφία του προγράμματος είναι να υποστηρίξει την ένταξη των προσφύγων. Η απόκτηση διπλώματος οδήγησης και η κατανόηση των κανόνων οδικής ασφάλειας είναι ένας τρόπος- κλειδί για να υποστηριχθεί η ένταξή τους». Η ίδια εκτιμά ότι «η απόκτηση διπλώματος οδήγησης είναι επωφελής ως δεξιότητα για τους ανθρώπους όταν ψάχνουν να βρουν δουλειά, οπότε θα διευρύνει τις προοπτικές απασχόλησής τους».
Το πρώτο μάθημα του προγράμματος έγινε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας «Πάνος Μυλωνάς», ενώ ακολουθούν μαθήματα σε σχολές οδήγησης, μέσα από τα οποία οι συμμετέχοντες θα καλύψουν τις θεωρητικές και πρακτικές ώρες που απαιτούνται πριν από τις εξετάσεις για το δίπλωμα οδήγησης.
Η Σιλβί επισημαίνει ότι προγράμματα, όπως το συγκεκριμένο, «βοηθούν τους πρόσφυγες να ενταχθούν γιατί τους δίνουν περισσότερη αυτοπεποίθηση. Κάποιοι από εμάς έχουμε έλλειψη αυτοπεποίθησης. Αυτό το πρόγραμμα μάς βοηθάει να δούμε κατάματα τα όνειρα που έχουμε για το μέλλον μας».
Αυτό το κυνήγι της διεκδίκησης των ονείρων είναι εξάλλου και ένα μήνυμα που θέλει να δώσει στις δύο κόρες της. «Πρέπει πάντα να παλεύουν για τα όνειρά τους και να είναι δυνατές σε κάθε περίσταση λέγοντας στον εαυτό τους ότι θα τα καταφέρουν και όλα θα πάνε καλά. Είμαι ακόμα ζωντανή γιατί αυτή ήταν η μόνη συμβουλή που θυμόμουν από τη γιαγιά μου, να σκέφτομαι ότι σε κάθε δύσκολη κατάσταση πρέπει να επιβιώσω και μπορώ να τα καταφέρω», λέει χαρακτηριστικά.
Σ.Σ. Επισυνάπτονται φωτογραφίες από τη συμμετοχή της Σιλβί στο πρώτο σεμινάριο του προγράμματος οδικής ασφάλειας, που έγινε σε συνεργασία με το Ινστιτούτο Οδικής Ασφάλειας «Πάνος Μυλωνάς». Copyright: UNHCR/ Socrates Baltagiannis
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Μαρία Κουζινοπούλου