ΕΙΔΙΚΟ ΘΕΜΑ: Ο αδύναμος κρίκος; Γιατί το ρωσικό αέριο θέτει την Ευρώπη σε αμήχανη θέση και σε δίλημμα απέναντι στην ουκρανική κρίση

Η κλιμάκωση των εντάσεων μεταξύ Δύσης και Ρωσίας για την Ουκρανία έχει εγείρει ανησυχίες για τις ζωτικής σημασίας ρωσικές ροές πετρελαίου και φυσικού αερίου προς την Ευρώπη, ωθώντας τις ΗΠΑ να προσφέρουν διαβεβαιώσεις ότι θα βοηθήσουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους να βρουν εναλλακτικές προμήθειες.

Αλλά αυτό μπορεί να είναι αδύνατο για την Ουάσινγκτον. Ακόμη και χωρίς τη συσσώρευση ρωσικών δυνάμεων στα σύνορα της Ουκρανίας και τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ για επώδυνες κυρώσεις, οι παραγωγοί πετρελαίου και φυσικού αερίου σε όλο τον κόσμο δυσκολεύονται να καλύψουν την παγκόσμια ζήτηση, ωθώντας τις τιμές του αργού στα υψηλότερα επίπεδα από το 2014 και ωθώντας τις τιμές του ευρωπαϊκού φυσικού αερίου σε στρατοσφαιρικά επίπεδα πέρυσι.

Η Ρωσία αρνείται ότι έχει σχέδια εισβολής. Αλλά αν μια κρίση ξεσπάσει, υπάρχουν λίγες, αν όχι καμία, εναλλακτικές για να καλυφθεί το κενό που θα προκληθεί από οποιαδήποτε διακοπή στον εφοδιασμό από τη Ρωσία, έναν από τους τρεις κορυφαίους παραγωγούς πετρελαίου στον κόσμο και τον δεύτερο μεγαλύτερο παραγωγό φυσικού αερίου.

Πόσο εξαρτάται η Ευρώπη από το ρωσικό πετρέλαιο και αέριο;

Κοντολογίς, πολύ.

Η Ρωσία προμηθεύει την Ευρωπαϊκή Ένωση με περίπου το ένα τρίτο των αναγκών της σε αργό και φυσικό αέριο. Το φυσικό αέριο αντλείται κυρίως μέσω αγωγών που διέρχονται από την Ουκρανία ή άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, θέρμανσης κατοικιών και ηλεκτροδότησης της βιομηχανίας σε όλο το μπλοκ των 27 εθνών και των γειτόνων του, όπως η Βρετανία.

Οι ρωσικές προμήθειες έχουν γίνει ολοένα και πιο σημαντικές καθώς η παραγωγή πετρελαίου και φυσικού αερίου της ίδιας της Ευρώπης, κυρίως από τη Βόρεια Θάλασσα, έχει μειωθεί, αν και η Νορβηγία – ο μεγαλύτερος παραγωγός της Βόρειας Θάλασσας – εξακολουθεί να προμηθεύει περίπου το ένα τρίτο των αναγκών της Ευρώπης σε φυσικό αέριο.

Γιατί να μην αγοραστούν περισσότερα καύσιμα από την Μέση Ανατολή και άλλες περιοχές;

Ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, ιδιαίτερα εκείνα που κάποτε βρίσκονταν στην σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, εκφράζουν δυσαρέσκεια εδώ και χρόνια ότι η ΕΕ έχει εξαρτάται υπερβολικά από το ρωσικό αέριο. Αλλά η αλλαγή της ισορροπίας δεν είναι εύκολη.

Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν κατασκευάσει ή επεκτείνει τερματικούς σταθμούς για να λαμβάνουν αποστολές υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) από τη Μέση Ανατολή, τις ΗΠΑ ή αλλού. Το φυσικό αέριο έρχεται επίσης στην Ευρώπη μέσω αγωγών από παραγωγούς της Βόρειας Αφρικής.

Ωστόσο, η Ρωσία εξακολουθεί να κυριαρχεί, με τα άφθονα αποθέματα φυσικού αερίου, την εγγύτητα των κοιτασμάτων της και ένα εκτεταμένο υπάρχον δίκτυο αγωγών. Και η κυριαρχία της δεν δείχνει σημάδια μείωσης,  καθώς ένας μεγάλος νέος αγωγός μόλις κατασκευάστηκε από τη Ρωσία που καταλήγει υποθαλάσσια μέσω της Βαλτικής Θάλασσας στη Γερμανία, γνωστός ως Nord Stream 2, αν και δεν έχει ξεκινήσει ακόμη εν μέσω διαφωνιών  που τροφοδοτούνται  από τις τελευταίες πολιτικές εντάσεις.

Γιατί μια διακοπή ρωσικών προμηθειών θα βλάψει τόσο πολύ αυτή τη στιγμή;

Οι παγκόσμιες αγορές ενέργειας είναι ιδιαίτερα σφιχτές αυτή την περίοδο, μετά από σκαμπανεβάσματα τα τελευταία δύο χρόνια.

Ο άμεσος λόγος ήταν η πανδημία της Covid-19. Πρώτον, οι τιμές πετρελαίου και φυσικού αερίου υποχώρησαν καθώς οι οικονομίες έκλεισαν και τα εργοστάσια σταμάτησαν τη λειτουργία τους, ωθώντας τους παραγωγούς ενέργειας να αχρηστεύσουν επενδυτικά σχέδια. Στη συνέχεια, η παγκόσμια οικονομία άρχισε ξανά να “βρυχάται”, αλλά δεν υπήρχε επιπλέον ικανότητα να ανταποκριθεί στην αυξανόμενη ζήτηση.

Ωστόσο, αυτό είναι μόνο ένα μέρος της εξήγησης. Η συνταγή για τη στενότητα της αγοράς είχε ετοιμαστεί εδώ και καιρό. Η πράσινη μετάβαση έχει αποθαρρύνει τους παραγωγούς, ιδιαίτερα τις μεγάλες δυτικές εταιρείες, από το να επενδύσουν τόσο μεγάλες ποσότητες σε ορυκτά καύσιμα. Πολλές μεγάλες εταιρείες έχουν αρχίσει να στρέφουν την προσοχή τους σε έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. Το πρόβλημα είναι ότι η κρίση των ορυκτών καυσίμων γίνεται αισθητή τώρα, ενώ το όφελος από τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα χρειαστούν χρόνια για να ξεκινήσει.

Για να θέσουμε την πρόκληση σε αριθμούς: ο πλανήτης καταναλώνει περίπου 100 εκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου την ημέρα (bpd), με τη Ρωσία να αντιπροσωπεύει περίπου το 10% αυτού. Η πλεονάζουσα παγκόσμια παραγωγική ικανότητα ή το ποσό της επιπλέον παραγωγής που μπορεί να μεταφερθεί γρήγορα για να αντιμετωπίσει μια ξαφνική διαταραχή, είναι κάτω από 3 εκατομμύρια bpd, σύμφωνα με ορισμένες από τις πιο αισιόδοξες εκτιμήσεις – και μπορεί να είναι μικρότερο. Αυτή η επιπλέον παραγωγική ικανότητα, η οποία βρίσκεται σε μεγάλο βαθμό στη Σαουδική Αραβία και σε άλλα κράτη του Κόλπου, δεν μπορεί να καλύψει ένα μεγάλο κενό που αφήνει η Ρωσία.

Η αγορά φυσικού αερίου προσφέρει μια παρόμοια εικόνα. Πριν από μερικά χρόνια, η αγορά είχε οριστεί για μια υπεραφθονία LNG (υγροποιημένο φυσικό αέριο). Τώρα, το φυσικό αέριο γίνεται όλο και περισσότερο ένα ευνοούμενο καύσιμο πράσινης μετάβασης, επειδή παράγει χαμηλότερες εκπομπές από τον άνθρακα και το πετρέλαιο, επομένως η ζήτηση έχει εκτοξευθεί και η παγκόσμια αγορά έχει γίνει πολύ σφιχτή.

Που μπορεί να στραφεί η Ουάσινκγτον για να εξασφαλίσει επιπλέον προμήθειες για την Ευρώπη;

Καλό ερώτημα.

Η κυβέρνηση του προέδρου Τζο Μπάιντεν δεν έχει πολλές επιλογές.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ διεξήγαγε συνομιλίες με διεθνείς εταιρείες ενέργειας για την παροχή περισσότερου φυσικού αερίου στην Ευρώπη, δήλωσαν αμερικανοί αξιωματούχοι αυτόν τον μήνα. Ωστόσο, πηγές του κλάδου είπαν ότι οι εταιρείες απάντησαν επισημαίνοντας πόσο σφιχτή είναι η αγορά.

Η Ουάσιγκτον δεν μπορεί να στραφεί στους δικούς της παραγωγούς για να καλύψει ένα κενό.

Αμερικανικές εταιρείες ενέργειας, οι οποίες βασίζονται στην δαπανηρή τεχνολογία υδρορωγμάτωσης, έχουν μετατρέψει τις ΗΠΑ σε σημαντικό εξαγωγέα ενέργειας. Αλλά επλήγησαν πιο έντονα από τους περισσότερους από την πτώση των τιμών το 2020. Έργα τέθηκαν σε αναστολή και μόνο μία εγκατάσταση LNG που κατασκευάζεται τώρα θα μπορούσε να προσθέσει επιπλέον χωρητικότητα φέτος.

Ακόμα κι αν η Ουάσιγκτον μπορεί να βρει περισσότερο πετρέλαιο μέσω της αγορά άμεσης παράδοσης (spot market) για την Ευρώπη, η εκτροπή φορτίων φυσικού αερίου θα αποδειχθεί μεγαλύτερος πονοκέφαλος. Το φυσικό αέριο τείνει να πωλείται μέσω μακροπρόθεσμων συμβάσεων και συνεπώς η πραγματοποίηση προσαρμογών καθίσταται πιο δύσκολη.

Το Κατάρ, σύμμαχος των ΗΠΑ στον Κόλπο και σημαντικός εξαγωγέας LNG, ανέφερε στην Ουάσιγκτον ότι είναι έτοιμο να επαναδρομολογήσει φορτία, αλλά τόνισε ότι θα χρειαζόταν τη βοήθεια των ΗΠΑ για να πείσει άλλους αγοραστές να αποδεχθούν μια τέτοια κίνηση, τόνισε μια πηγή τον Ιανουάριο.

Ασιατικές χώρες είναι σημαντικοί αγοραστές φυσικού αερίου από το Κατάρ, συμπεριλαμβανομένης της Κίνας.

Τι σημαίνει λοιπόν αυτό για τους Ευρωπαίους καταναλωτές;

Μια διακοπή του ρωσικού ενεργειακού εφοδιασμού θα οδήγησε σε υψηλότερους λογαριασμούς ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου ήδη υψηλούς για τα ευρωπαϊκά νοικοκυριά.

Ο αντίκτυπος στις τιμές του πετρελαίου θα ήταν σχεδόν άμεσος, αλλά μια καθυστέρηση στη μετακύλιση των τιμών της χονδρικής αγοράς φυσικού αερίου στους λογαριασμούς κοινής ωφελείας σημαίνει ότι η άνοδος μπορεί επίσης να διαρκέσει έξι έως εννέα μήνες για να κυλήσει και να παρατείνει το πλήγμα.

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΆγγελος Τόλκας: « Προσπάθεια συγκάλυψης από τον κ. Πλεύρη;»
Επόμενο άρθροΕόρτιο μήνυμα της Ιεράς Συνόδου προς τους μαθητές και τις μαθήτριες εν όψει της εορτής των Τριών Ιεραρχών