Μπήκα χθες το πρωί σε μια εφορία για να πάρω ένα πιστοποιητικό φορολογικής ενημερότητας. Μ’ έπιασε η ψυχή μου! Πέραν του ότι για μια δουλειά που θα μπορούσα να διεκπεραιώσω ηλεκτρονικά χρειάστηκα σχεδόν τρεις ώρες, ένιωσα ότι μπήκα σε χώρο ρακοσυλλεκτών, Οι φάκελοι με το χαρτομάνι στοιβαγμένοι σε ντουλάπες, σε ράφια, ακόμη και στο πάτωμα.
Αμέσως έκανα μια σκέψη. Ο Λασκαράτος, σκέφτηκα, έγραφε ότι ο Θεός έκανε πρώτα «το Ληξούρι και τσι άλλους τόπους κι ύστερα τσι ανθρώπους». Οι αρχαίοι Έλληνες, προέκτεινα τη σκέψη μου, έκαναν πρώτα τους πολίτες κι ύστερα τη δημοκρατία. Και κατέληξα ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έκαναν πρώτα το κράτος κι ύστερα τον πολίτη.
Το φαινόμενο δεν είναι νέο, έχει τις ρίζες του στα πρώτα μεταεπαναστατικά χρόνια, με τις «ομορφιές» του Κωλέττη, του Μακρυγιάννη και μπόλικων φαύλων της εποχής. Έκτοτε διαιωνίστηκε, ονομάστηκε πελατειακό σύστημα και μας βιάζει ασυστόλως.
Το κράτος στην Ελλάδα δημιουργήθηκε για να βολεύονται οι ημέτεροι και να βρίσκουν καταφύγιο οι μέτριοι. Για να επιβιώσουν αυτοί και να έχουν λόγο ύπαρξης, εφευρέθηκε η πολυνομία, η γραφειοκρατία ή, άλλως, εγγραφειοκρατία.
Το κράτος αποικιοποίησε τον πολίτη και τον μετέτρεψε σε φόρου υποτελή και υπήκοο.
Κι όσοι βρίσκονται εντός του, ονομάζονται πια… δημόσιοι λειτουργοί!
Ο σπουδαίος Γάλλος φιλόσοφος Ντενί Ντιτερό έγραφε ότι «να είσαι σκλάβος και να λέγεσαι πολίτης είναι ανυπόφορο». Πόσο αληθινό για εμάς τους Έλληνες;
Δεν είναι ανυπόφορο να μπαίνεις σε δημόσια υπηρεσία να κάνεις τη δουλειά σου και να σε αντιμετωπίζουν ως αχθοφόρο τους;
Δεν είναι ανυπόφορο να πληρώνεις τα μαλλιά της κεφαλής σου σε φόρους και να μην απολαμβάνεις υπηρεσίες αντίστοιχες εκείνων που απολαμβάνουν άλλοι Ευρωπαίοι, που πληρώνουν, μάλιστα, λιγότερα;
Δεν είναι ανυπόφορο να βρίσκεσαι καθημερινά αντιμέτωπος με νόμους που ο ένας αναιρεί τον άλλο, μόνο και μόνο για να είσαι συνεχώς αιχμάλωτος των …δημοσίων λειτουργών και του κράτους τους;
Δεν είναι ανυπόφορο να υπάρχουν προνόμια για τους … λειτουργούς του δημοσίου, που όλοι οι άλλοι απλώς δεν μπορούν να φανταστούν;
Νομίζω ότι θα συμφωνήσετε μαζί μου ότι οι μικρές επαναστάσεις είναι εκείνες που τελικά αποβαίνουν μεγάλες. Μια τέτοια επανάσταση είχε υποσχεθεί ο Κώστας Καραμανλής, μέσω της επανίδρυσης του κράτους, αλλά δεν τόλμησε ή δεν τα κατάφερε.
Πόσα θα κερδίζαμε αν αποφασίζαμε ν’ αλλάξουμε αυτό το κράτος και ν’ αλλάξουμε συνήθειες, σπάζοντας τις αλυσίδες της πολυνομίας και της γραφειοκρατίας –εγγραφειοκρατίας;
Πότε θα κατανοήσουμε ότι η κοινωνική παραγωγικότητα του δημοσίου είναι απολύτως αντιπαραγωγική; Και προσβλητική απέναντι σε όλους εμάς που το συντηρούμε;
Πότε θα κατανοήσουμε ότι φυτεύοντας προσωπικό στο δημόσιο το μόνο που φυτρώνει είναι οι φόροι;
Πότε θα κατανοήσουμε ότι όλο αυτό το χαρτομάνι για το ποίο τρέχουμε εδώ κι εκεί, θα μπορούσαμε να το πάρουμε ηλεκτρονικά στο email μας, με μια ηλεκτρονική αίτηση;
Έχουμε κατανοήσει ότι ακόμη και σήμερα η αλληλογραφία μεταξύ των δημοσίων υπηρεσιών γίνεται με επιστολές μέσω ΕΛΤΑ; Πόσοι υπήκοοι του Λεβιάθαν θα έβρισκαν αμέσως λύσεις αν οι… δημόσιοι λειτουργοί χρησιμοποιούσαν το τηλέφωνο ή τον ηλεκτρονικό υπολογιστή, με την ίδια συχνότητα που τα χρησιμοποιούν για προσωπικές τους υποθέσεις; Και πόσα χρήματα από τους φόρους μας θα κατευθύνονταν σε ουσιαστικές κοινωνικές δράσεις κι ανάγκες;
Πότε θα κατανοήσουμε ότι η Ελλάδα είναι μια δημοκρατία …χαρτοβασίλειο; Κι ότι αυτό πρέπει ν’ αλλάξει; Δεν θέλω να παρηγοριέμαι καν από το γεγονός ότι η γραφειοκρατία ζει και βασιλεύει κι εντός των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Θυμάμαι παλιά, επί ΕΟΚ, που ένας Γερμανός επιχειρηματίας είχε μετρήσει 27 χιλιάδες λέξεις σε μια εγκύκλιο για τις καραμέλες!!! Κι έλεγε χαριτολογώντας ότι το «Πάτερ ημών» είχε μόνο 56!!!!
Η γραφειοκρατία, όμως, στην Ε.Ε. είναι μια ανίατη νόσος, ίσως κι έχουσα σκοπιμότητα.
Εδώ γιατί;
Εδώ, λοιπόν, η επανάσταση των νεοελλήνων, οφείλει να είναι ο εξοβελισμός του κράτους –τέρατος κι η δημιουργία ενός μικρού, ευέλικτου κι έντιμου απέναντι στον πολίτη που το συντηρεί.
Ως επίλογο θα θυμηθώ πώς απαθανάτισε το χαρτοβασίλειο ο Καρυωτάκης:
… Κάθονται στις καρέκλες, μουντζουρώνουν
αθώα λευκά χαρτιά, χωρίς αιτία:
«σύν τη παρούση αλληλογραφία,
έχομεν την τιμήν», διαβεβαιώνουν.
Από τότε, φοβάμαι ότι άλλαξε μόνο η γλώσσα….