Φόρους κληρονομιάς άνω των 5.000 ευρώ θα μπορούν να εξοφλούν, όσοι φορολογούμενοι το επιθυμούν, παραχωρώντας στο Δημόσιο ακίνητο αντίστοιχης ή ακόμη μεγαλύτερης αξίας, χωρίς όμως να παίρνουν «ρέστα» ή να συμψηφίζουν το πλεονάζων ποσό με την εξόφληση μελλοντικών φόρων.
Σύμφωνα με πληροφορίες, το κριτήριο αυτό θα περιλαμβάνεται στην τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία βρίσκεται σε τελικό στάδιο επεξεργασίας και αναμένεται να δοθεί στη δημοσιότητα το προσεχές διάστημα.
Τα βασικά σημεία της τροπολογία είναι τα εξής:
-Χρήση της τροπολογίας θα μπορούν να κάνουν όσοι αποδεδειγμένα αδυνατούν να πληρώσουν τον φόρο κληρονομιάς. Ουσιαστικά όσοι έχουν μικρής αξίας περιουσία και πενιχρά εισοδήματα
-Δυνατότητα παραχώρησης ακινήτου έχουν μόνο οι φορολογούμενοι που καλούνται να πληρώσουν φόρο κληρονομιάς άνω των 5.000 ευρώ
-Το δημόσιο θα δέχεται ακίνητα με αντικειμενική αξία ίση ή μεγαλύτερη του φόρου κληρονομιάς
-Στην περίπτωση που η αξία του ακινήτου είναι μεγαλύτερη από τον φόρο κληρονομιάς, η εφορία δεν θα επιστρέφει τη διαφορά σε μετρητά, ούτε θα συμψηφίζει μελλοντικές φορολογικές υποχρεώσεις του κληρονόμου
-Ο κληρονόμος θα μπορεί να δώσει και ένα δικό του ακίνητο για την πληρωμή του φόρου
-Το ακίνητο που παραχωρούν οι κληρονόμοι θα πρέπει να είναι εντός σχεδίου πόλης
-Θα πρέπει να γίνεται η μεταβίβαση της πλήρους κυριότητας ολόκληρου του ακινήτου, το οποίο δεν θα πρέπει να βαρύνεται με εμπράγματο δικαίωμα (σ.σ. να μην εκκρεμούν δάνεια, υποθήκες και εγγυήσεις), αγωγή ή άλλο βάρος
-Θα υπάρχει Επιτροπή που θα αξιολογεί το ακίνητο καθώς θα πρέπει να είναι αξιοποιήσιμο από το Δημόσιο.
Στόχος του υπουργείου είναι να ανακόψει το κύμα αποποιήσεων κληρονομιών που έχει ξεσπάσει τα τελευταία δύο χρόνια. Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία το 2016 έγιναν 54.422 αποποιήσεις κληρονομιών από 29.199 το 2013, καθώς πολλοί φορολογούμενοι ήθελαν να αποφύγουν να πληρώσουν τον φόρο κληρονομιάς αλλά και όλους υπόλοιπους φόρους που επιβαρύνουν τα ακίνητα.
Πως υπολογίζεται ο φόρος κληρονομιάς
Ο υπολογισμός του φόρου κληρονομιάς γίνεται ανάλογα του βαθμού συγγένειας και του είδους της περιουσίας που λαμβάνει ο κληρονόμος. Ο φόρος κληρονομιάς που καλούνται να πληρώσουν οι κληρονόμοι, όταν η αντικειμενική αξία των ακινήτων υπερβαίνει τα 150.000 ευρώ, κυμαίνεται από 1% έως 10% για συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού συγγένειας και μπορεί να φτάσει και το 40% για όλους τους υπόλοιπους κληρονόμους είτε είναι συγγενείς είτε δεν είναι.
Σύμφωνα με φοροτεχνικούς συμβούλους «στις μέρες μας παρατηρείται έντονα το φαινόμενο της αποποίησης της κληρονομιάς από τους κληρονόμους. Οι κληρονόμοι αποκτούν αυτοδικαίως την κληρονομία μόλις τους γνωστοποιηθεί και μπορούν να την αποποιηθούν σε προθεσμία τεσσάρων μηνών. Αν ο κληρονομούμενος είχε την τελευταία κατοικία του στο εξωτερικό ή αν ο κληρονόμος έμαθε την επαγωγή όταν διέμενε στο εξωτερικό, η προθεσμία είναι ένα έτος.
Ωστόσο ο κληρονόμος δεν καλείται να πληρώσει μόνο τον φόρο κληρονομιάς αλλά και μια σειρά από άλλους φόρους. Μάλιστα, από την στιγμή που θα την αποδεχθεί ο ευθύνεται και με τη δική του περιουσία για τις υποχρεώσεις που ανακύπτουν από αυτήν.
Πέρα από τον φόρο κληρονομιάς, ο κληρονόμος θα κληθεί να καταβάλει και φόρους χρήσης των αντικειμένων τα οποία κληρονόμησε. Τέτοιου είδους φόροι είναι ο Ενιαίος Φόρος Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.), τα τέλη αυτοκινήτων, ο φόρος πολυτελείας για ΙΧ άνω των 1.929 κ.ε.
Στη συνέχεια ο κληρονόμος θα καλείται κάθε χρόνο, αν κάνει αυτός χρήση των ακινήτων που κληρονόμησε, όπως για παράδειγμα ένα σπίτι μεγάλης αντικειμενικής αξίας, να καλύπτει με τα εισοδήματα του το φορολογικό τεκμήριο του εν λόγω αντικειμένου. Ο Κώδικας Φορολογίας Εισοδήματος ορίζει ότι ο φορολογούμενος που υπόκειται σε φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων υποβάλλεται σε ελάχιστη φορολογία όταν το τεκμαρτό εισόδημά του είναι υψηλότερο από το συνολικό εισόδημά του. Σε αυτή την περίπτωση στο φορολογητέο εισόδημα προστίθεται η διαφορά μεταξύ του τεκμαρτού και πραγματικού εισοδήματος και αυτή φορολογείται ανάλογα, Ουσιαστικά δηλαδή αυξάνονται σημαντικά τα τεκμήρια διαβίωσης.