«Αυτές τις δύο ημέρες είχαμε μία πολύ δύσκολη συζήτηση στη Σύνοδο Κορυφής για κορυφαία θέματα που αφορούν το μέλλον της ΕΕ. Συζητήσαμε το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027, τον προϋπολογισμό δηλαδή της ΕΕ για την επταετία 2021-2027, συζητήσαμε για την εμβάθυνση της ευρωζώνης, για το Brexit, καθώς βεβαίως και για ένα νέο κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου, προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τη μεταναστευτική και προσφυγική κρίση.
Δυστυχώς σε όλα αυτά τα μεγάλα ζητήματα που συζητήσαμε αυτές τις δύο μέρες, αποφάσεις ουσιαστικές δεν ελήφθησαν. Για άλλη μια φορά αποδεικνύεται ότι η ευρωπαϊκή ηγεσία δεν έχει την τόλμη ή τη συνοχή, προκειμένου να μπορέσει να πάρει καίριες αποφάσεις στα καίρια ζητήματα που την απασχολούν. Και από ό,τι φαίνεται, στα περισσότερα κρίσιμα ζητήματα – εκτός του Brexit που βεβαίως θα πρέπει να πάρουν αποφάσεις στο βρετανικό Κοινοβούλιο μέχρι τις 21 του Γενάρη – (στα άλλα τρία κρίσιμα ζητήματα) υπάρχει ο μεγάλος κίνδυνος οι αποφάσεις να μετατεθούν στις καλένδες και σε κάθε περίπτωση μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Για κάποιους αυτό – κατά την άποψή μου – είναι επιλογή, είναι σκοπιμότητα.
Για τις δυνάμεις εκείνες που επενδύουν στη λογική της λιγότερης Ευρώπης, που επενδύουν στη λογική της λιγότερης αλληλεγγύης, στη λογική του ότι η κάθε χώρα πρέπει να αντιμετωπίσει σε εθνικό επίπεδο τα προβλήματά της και θεωρούν ότι θα έχουν ενισχυμένες θέσεις μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές, καθώς βλέπουμε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες να επικρατεί ένας άνεμος ενίσχυσης των δυνάμεων της ακροδεξιάς και του εθνικού απομονωτισμού. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί αυτοί που θέλουν ή που λένε ότι αντιμάχονται αυτές τις ευρωσκεπτικιστικές και ακροδεξιές λαϊκιστικές δυνάμεις φαίνονται τόσο αδύναμοι, άτολμοι να πάρουν αποφάσεις. Και βεβαίως με τη στάση τους αυτή δεν κάνουν τίποτα παραπάνω από το να ρίχνουν νερό στον μύλο των δυνάμεων του ευρωσκεπτικισμού.
Σε ό,τι αφορά το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο 2021-2027, η Ευρώπη δεν υπάρχει αμφιβολία βρίσκεται μπροστά σε νέες προκλήσεις και πρέπει να χρηματοδοτήσει – να βρει πόρους προκειμένου να χρηματοδοτήσει – δράσεις που θα αντιμετωπίζουν αυτές τις προκλήσεις. Αυτό ωστόσο δεν μπορεί να γίνει εις βάρος της Πολιτικής Συνοχής ή εις βάρος της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Δεν είναι δυνατό να μην έχουμε την εφευρετικότητα να βρούμε πόρους χωρίς να επιβαρύνουμε τους πολίτες μας, ενδεχομένως με τη φορολόγηση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Επιβαρύνουμε βεβαίως τις μεγάλες πολυεθνικές, επιβαρύνουμε τους ισχυρούς επιχειρηματικούς ομίλους, όχι τους πολίτες μας όμως. Ή να βρούμε πόρους μέσα από τη φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών του διαδικτύου. Ατολμία όμως και ακινησία. Αποτέλεσμα είναι να προτείνεται ένας προϋπολογισμός μικρότερος – με δεδομένο ότι η Βρετανία έχει αποχωρήσει – και να προτείνεται στην ουσία η μείωση κατά 10% σε ό,τι αφορά τις δαπάνες συνοχής και κατά 15% σε ό,τι αφορά τις δαπάνες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής.
Επεσήμανα ότι αυτό είναι ένα τραγικό λάθος, ιδιαίτερα σε μία περίοδο που η Ευρώπη εξέρχεται της κρίσης και δεν μπορεί να θεωρεί δεδομένο ότι οι συνέπειες της κρίσης θα μείνουν αναπάντητες, δε θα αντιμετωπιστούν. Και βεβαίως ειδικότερα σε ό,τι αφορά τους αγρότες, δεν μπορεί η πολιτική της ΕΕ να ζητάει περισσότερα από αυτούς και να τους δίνει λιγότερα. Χρειαζόμαστε στοχευμένες πολιτικές ενίσχυσης της αγροτικής οικονομίας και του εισοδήματος των αγροτών και υπό αυτή την έννοια θα έλεγα ότι εξέφρασα και την κατηγορηματική αντίθεσή μας με την αύξηση της εθνικής συγχρηματοδότησης από το 20% στο 30%, που στην πραγματικότητα είναι μια επανεθνικοποίηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, είναι μια πολιτική που βαραίνει, επιβαρύνει τις χώρες του ελλειμματικού Νότου, που αντιμετωπίζουν δημοσιονομικές δυσκολίες, έναντι των χωρών του πλεονασματικού Βορρά.
Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η Ελλάδα υπέστη μια μεγάλη αδικία στην κατανομή των πόρων την επταετία 2014-2020. Η προηγούμενη κυβέρνηση – ίσως από ενοχή που με δική της ευθύνη χάθηκε το 25% του ΑΕΠ από το 2010 έως το 2012 – δέχθηκε ο υπολογισμός να μη γίνει με βάση το ΑΕΠ το οποίο είχε μικρύνει κατά το ένα τέταρτο, αλλά με βάση το ΑΕΠ της χώρας την περίοδο 2007-2009. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάρουμε λιγότερους πόρους. Σήμερα βρισκόμαστε μπροστά στο ενδεχόμενο μιας επιπλέον αδικίας, την οποία αντιμετώπισα κατηγορηματικά, λέγοντας ότι δεν πρόκειται να τη δεχθούμε. Με βάση τον επανυπολογισμό του μοντέλου κατανομής η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει πόρους, χώρες σαν την Ελλάδα κινδυνεύουν να χάσουν πόρους, χώρες που είχαν χτυπηθεί στην κρίση, ενώ χώρες τις οποίες η κρίση προσπέρασε αναμένεται να ωφεληθούν. Αυτή την αδικία εμείς δεν πρόκειται να τη δεχθούμε και φαντάζομαι ότι θα βρεθούν και άλλες χώρες οι οποίες θα συνδράμουν στη θέση της Ελλάδας.
Σε ό,τι αφορά το Brexit, αντιλαμβάνεστε ότι οι 27 δεν μπορούν να λύσουν στις Βρυξέλλες το πολιτικό αδιέξοδο το οποίο έχει δημιουργηθεί στο Λονδίνο. Εναπόκειται στη βρετανική κυβέρνηση και στο κοινοβούλιο να τοποθετηθούν πάνω στη συμφωνία που έχει επιτευχθεί. Εκφράσαμε βεβαίως την πρόθεσή μας να κάνουμε οποιεσδήποτε διευκρινίσεις ζητηθούν επί της συμφωνίας, να εκφράσουμε τη βούλησή μας να προβούμε το συντομότερο δυνατό σε μια συμφωνία εταιρικής σχέσης, προκειμένου η εφεδρική λύση – το λεγόμενο backstop – που αφορά τα σύνορα Ιρλανδίας – Βρετανίας να είναι μια προσωρινή λύση, αλλά ξεκαθαρίσαμε ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να αλλάξουμε το νομικό πλαίσιο της συμφωνίας. Αναμένουμε λοιπόν τις εξελίξεις στη βρετανική πρωτεύουσα.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το νέο σύστημα κατανομής μεταναστών και προσφύγων, το νέο σύστημα ασύλου, κι εδώ – όπως προείπα – φαίνεται ότι κάποιες δυνάμεις επιχειρούν να μεταθέσουν τη συζήτηση για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Δουβλίνου μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές. Αυτό κατ’ εμάς κρύβει σκοπιμότητα, η Ελλάδα έθεσε μετ’ επιτάσεως την πρόταση να μην υπάρξει καμία καθυστέρηση στην αναθεώρηση του Δουβλίνου, πράγμα το οποίο αναμένεται να θέσω και στη συνάντηση των χωρών του Νότου, που απ’ ό,τι φαίνεται θα πραγματοποιηθεί – μετά από πολύ καιρό – στη Λευκωσία τέλος Γενάρη, προκειμένου να υπάρχει μία στάση σθεναρή και συλλογική περισσότερων χωρών στο αίτημα αναθεώρησης της Συνθήκης του Δουβλίνου. Διότι δεν μπορεί στο κρίσιμο θέμα της μετανάστευσης η λογική να είναι ότι κάθε χώρα θα διαχειριστεί το πρόβλημα μόνη της. Δεν μπορεί η Ελλάδα για παράδειγμα, η οποία αυτή τη στιγμή έχει περίπου 70.000 αιτούντες ασύλου, να αντιμετωπίζεται ως μια χώρα που μπορεί να λύσει αυτό το πρόβλημα, διότι της αναλογεί ως πρόβλημα. Το πρόβλημα είναι ευρωπαϊκό. Οι άνθρωποι αυτοί θέλουν να πάνε σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, άρα λοιπόν θα πρέπει η ευθύνη να επιμεριστεί. Αυτή είναι η θέση μας, αυτή είναι η στάση μας και σε αυτή τη θέση και στάση θα επιμείνουμε το επόμενο διάστημα».
Ερώτηση: Σχετικά με τον κ. Καμμένο και τις χθεσινές του δηλώσεις.
Πρωθυπουργός: Δεν έχω ακούσει κάποιες δηλώσεις, όλα καλά.
Ερώτηση: Το βράδυ στη Θεσσαλονίκη τι θα πείτε;
Πρωθυπουργός: Μην προδικάζετε, περιμένετε να ακούσετε. Να σας αφήσω σε αγωνία.
Ερώτηση: Για τις δηλώσεις του κ. Μητσοτάκη, συζητήσατε πέρα από τον κ. Moscovici, και με την Angela Merkel ή τον Jean-Claude Juncker, θέσατε το θέμα και αλλού;
Πρωθυπουργός: Όλοι ήταν ενήμεροι κι όλοι γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει στην Ελλάδα και την υποκρισία κάποιων πολιτικών δυνάμεων και ως εκ τούτου δε χρειάστηκε να κουραστώ πολύ, για να πείσω κανέναν, διότι όλοι βλέπουν και κρίνουν τις θέσεις και τη στάση των πολιτικών προσώπων και των πολιτικών κομμάτων στην Ελλάδα. Να είστε καλά!