Ο Έλληνας Πρωθυπουργός, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της άτυπης συνάντησης εργασίας για ζητήματα μετανάστευσης και ασύλου (Βρυξέλλες, 24 Ιουνίου), προέβη στην ακόλουθη δήλωση:
«Είχαμε σήμερα την ευκαιρία να έχουμε μια ουσιαστική συζήτηση, προπαρασκευαστική της Συνόδου σε λίγες μέρες – την ερχόμενη Πέμπτη και Παρασκευή – πάνω στο κρίσιμο ζήτημα της μεταναστευτικής και προσφυγικής κρίσης. Η κρίση αυτή, όπως γνωρίζετε, δεν είναι μια συγκυριακή κρίση. Δεν είναι μια πρόσκαιρη υπόθεση. Θα την αντιμετωπίζει η Ευρώπη ενδεχομένως για πολλά χρόνια ακόμα. Συνεπώς νομίζω ότι – και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία να διατυπωθεί – το μεγάλο δίλημμα που έχουμε μπροστά μας είναι αν την κρίση αυτή θα την αντιμετωπίσουμε, ψάχνοντας ευρωπαϊκές συλλογικές λύσεις, αντιμετωπίζοντάς την δηλαδή ως ευρωπαϊκή συλλογική πρόκληση ή θα την αντιμετωπίζουμε ως μια κρίση που αφορά αυτούς στους οποίους τα συμπτώματα εμφανίζονται και άρα θα αναζητά η κάθε μια χώρα ξεχωριστά εθνικές λύσεις για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.
Στη σημερινή συζήτηση, καθότι και οι περισσότεροι εκ των συμμετεχόντων – όχι όλοι, αλλά οι περισσότεροι – προσανατολίζονται στην πρώτη άποψη, ότι είναι δηλαδή ευρωπαϊκή κρίση και πρέπει να αναζητηθεί ευρωπαϊκή λύση, ακούστηκαν σκέψεις, απόψεις. Δεν καταλήξαμε κάπου συγκεκριμένα, άλλωστε ήταν προπαρασκευαστική αυτή η συνάντηση. Νομίζω όμως ότι μπορώ τουλάχιστον να σας πω αυτά που από την πλευρά μας θέσαμε. Έθεσα λοιπόν την ανάγκη να μην προβούμε, να μην προχωρήσουμε στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού αποσπασματικά. Oι μονομερείς ενέργειες σε καμία περίπτωση δε λύνουν προβλήματα, αλλά δημιουργούν ακόμη περισσότερα και ζήτησα να υπάρξει το συντομότερο δυνατό η αναθεώρηση του Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου, το οποίο είχε από την ίδια τη ζωή ξεπεραστεί, η αναθεώρηση του Δουβλίνου.
Ζήτησα να υπάρξει στήριξη στις χώρες πρώτης υποδοχής, στις χώρες προέλευσης και διέλευσης. Ζήτησα επίσης να προβούμε άμεσα στη συγκρότηση ενός ευρωπαϊκού μηχανισμού επιστροφών, αλλά και στην αναβάθμιση της Frontex σε ευρωπαϊκή ακτοφυλακή και συνοριοφυλακή. Εξέθεσα την άποψη ότι θα πρέπει να δούμε εξίσου σοβαρά τόσο την υπόθεση της προστασίας των ευρωπαϊκών συνόρων όσο και την εσωτερική και εξωτερική διάσταση της μεταναστευτικής κρίσης. Τούτο σημαίνει ότι θα πρέπει η Ευρώπη να προσανατολιστεί σε μία πολιτική διαμοιρασμού της ευθύνης, αλληλεγγύης και αλληλοστήριξης και όχι σε μια πολιτική που θα ρίχνει τα βάρη μονάχα στις χώρες εκείνες που δέχονται τις προσφυγικές ροές.
Σε ό,τι αφορά το πού θα καταλήξει αυτή η συζήτηση, επαναλαμβάνω είναι ανοιχτό. Θα γίνει το Συμβούλιο σε λίγες μέρες, όπου ενδεχομένως εκεί να έχουμε μια πρώτη εικόνα, δεδομένου – επαναλαμβάνω – ότι υπάρχουν διαφωνίες. Σε κάθε περίπτωση, εξέθεσα την άποψη ότι οι χώρες, οι οποίες συμφωνούν στο ότι πρέπει να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα αυτό συλλογικά και συντονισμένα, θα πρέπει από κοινού να προχωρήσουν σε πρωτοβουλίες πολυμερούς συνεργασίας, προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα. Και όσες χώρες δεν συμφωνούν με αυτή την αντιμετώπιση, προφανώς και δεν μπορούν να εξαναγκαστούν, αλλά είναι βέβαιο ότι κάποια στιγμή θα βρουν μπροστά τους άλλου είδους προβλήματα και τότε, ενδεχομένως, κι αυτές να έχουν μία αντίστοιχη αντιμετώπιση από όλες τις υπόλοιπες χώρες με αυτήν που οι ίδιες σήμερα δείχνουν στο προσφυγικό πρόβλημα.
Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των δευτερογενών ροών, θέλω να διατυπώσω την άποψη, που εξέφρασα και στο εσωτερικό της Συνόδου, ότι, σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, ως γνωστόν, κατόπιν μονομερών ενεργειών, τα βόρεια σύνορά μας έχουνε κλείσει εδώ και πάρα πολύ καιρό. Ως εκ τούτου εμείς θεωρούμε ότι δευτερογενείς ροές από την Ελλάδα δεν υφίστανται και, εάν υφίστανται, κάποιες θα είναι από παράνομους δρόμους, θα είναι εξαιρετικά περιορισμένες. Ως εκ τούτου, δεν είναι ένα ζήτημα που εμείς θεωρούμε ότι είναι μείζον. Θέλουμε, δεν έχουμε καμία αντίρρηση, να υπάρξει συντονισμένα η προσπάθεια για τη μείωση και των δευτερογενών ροών, αλλά πρωτίστως για εμάς αξία και σημασία έχει να εκμηδενίσουμε, ει δυνατόν, τις πρωτογενείς ροές σε ό,τι αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας Ευρωπαϊκής Ένωσης – Τουρκίας. Διότι αντιλαμβάνεστε ότι η μείωση αυτών των παράνομων πρωτογενών ροών μπορεί να δώσει τη δυνατότητα να λειτουργήσει εποικοδομητικά και δημιουργικά αυτή η συμφωνία ΕΕ – Τουρκίας, που θέλω να θυμίσω ότι δε σημαίνει ότι κλείνουμε τις πόρτες και τα παράθυρα στη νόμιμη μετανάστευση. Αντιθέτως, σημαίνει ότι κλείνουμε την πόρτα στην παράνομη δραστηριότητα των διακινητών και δίνουμε τη δυνατότητα νόμιμων ροών μέσα από τη διαδικασία του ασύλου, που βεβαίως είναι μία διαδικασία που σέβεται τις διεθνείς συνθήκες και τη διεθνή νομοθεσία.
Τελειώνοντας να επισημάνω ότι έθεσα με ιδιαίτερη έμφαση και το ζήτημα των επανενώσεων των οικογενειών και εξέφρασα την άποψη ότι η Ευρώπη δεν πρέπει να δείξει ένα πρόσωπο αποκρουστικό, σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές και τις αξίες της. Ένα πρόσωπο, το οποίο, δυστυχώς, δείχνουν άλλες χώρες τούτη την εποχή, πράγμα το οποίο έχει σχολιαστεί στον διεθνή Τύπο, αλλά και αποτελεί, θα έλεγα, και μία πληγή σε ό,τι αφορά τις πανανθρώπινες αξίες, που πρέπει να διέπουν τον πολιτισμό μας. Συνεπώς, και αυτό αφορά ιδιαίτερα την Ελλάδα, καθώς αυτή τη στιγμή έχουμε έναν μεγάλο αριθμό περιπτώσεων οικογενειών χωρισμένων, που χρήζουν επανένωσης, πρέπει να προβούμε άμεσα στις απαραίτητες διαδικασίες προκειμένου αυτό να επιτευχθεί».
Ερώτηση: Πόσο σημαντική ήταν αυτή η συνάντηση για σας; Συζητήθηκε η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας; Υπήρξαν διμερείς συμφωνίες;
Πρωθυπουργός: «Καταρχάς θέλω να επαναλάβω ότι σήμερα δε λάβαμε αποφάσεις. Προετοιμάσαμε το [Ευρωπαϊκό] Συμβούλιο. Νομίζω ότι υπάρχει μεγάλο δίλημμα, το οποίο χρειάστηκε να αντιμετωπίσουμε. Αυτό αφορά το εάν θέλουμε ευρωπαϊκές λύσεις σε ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα ή εάν πιστεύουμε ότι η κάθε χώρα θα πρέπει να λύσει το πρόβλημα μόνη της. Και αυτή είναι μία ιδέα την οποία έχουν ορισμένα κράτη μέλη, τα οποία πιστεύουν ότι, αν το πρόβλημα δεν είναι στην αυλή τους, δε χρειάζεται να το αντιμετωπίσουν, να το επιλύσουν και να επιδείξουν αλληλεγγύη για κοινές λύσεις. Εγώ τάσσομαι με την πρώτη ιδέα, με την πρώτη πρόταση. Νομίζω ότι όντως πρόκειται για ευρωπαϊκό πρόβλημα και πρέπει να βρούμε ευρωπαϊκές λύσεις. Η συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας είναι μια δύσκολη συμφωνία, αλλά είναι αναγκαία. Εργαζόμαστε σκληρά, προκειμένου να υλοποιήσουμε τη συμφωνία αυτή. Δε θέλω να προβώ σε κάποιο σχόλιο σε σχέση με τις εκλογές στην Τουρκία. Νομίζω ότι υπάρχουν ενδείξεις για το ότι οι σημερινές εκλογές διεξήχθησαν πολύ δημοκρατικά. Αναμένουμε τα αποτελέσματα. Νομίζω ότι η τουρκική κυβέρνηση θα σεβαστεί τις δεσμεύσεις της, προκειμένου να εργαστούμε από κοινού για την επίτευξη δίκαιων και σημαντικών αποτελεσμάτων, καθώς και για την εφαρμογή της συμφωνίας ΕΕ-Τουρκίας».
Σε ερώτηση σχετικά με την ιταλική πρόταση ο Πρωθυπουργός απάντησε:
«Οι περισσότερες από αυτές τις προτάσεις είναι προτάσεις, τις οποίες έχουμε ήδη προσπαθήσει να εφαρμόσουμε. Τελικά νομίζω ότι πρέπει να καταλάβουμε πως έχουμε να διαχειριστούμε ένα πολύ δύσκολο ζήτημα, αλλά στο πλαίσιο της διεθνούς νομοθεσίας και πολύ περισσότερο στο πλαίσιο των κοινών μας αρχών και αξιών, των ανθρωπίνων αρχών και αξιών».