Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης υπήρξε ο άνθρωπος που βίωσε και σφράγισε την σύγχρονη ιστορία του τόπου μας.
Ο άνθρωπος που καταδικάστηκε δυο φορές σε θάνατο από τους Γερμανούς για την αντιστασιακή του δράση, ενώ ήταν εκείνος που πρωτοστάτησε να μη γίνει εμφύλιος στην Κρήτη, στις εποχές που ο ολοκληρωτισμός αναζητούσε πάση θυσία και με μπόλικο αίμα την ένταξη της Ελλάδας δια της βίας στη σοβιετική σφαίρα επιρροής.
Ο άνθρωπος που στάθηκε απέναντι στα καταστροφικά σχέδια του Ανδρέα Παπανδρέου, ακόμη κι απέναντι στον πατέρα του. Κι αυτό του χρεώθηκε ως… αποστασία από τον πανταχού παρόντα και εσαεί λαϊκισμό.
Ο άνθρωπος που φυλακίστηκε από τη χούντα και γι αυτόν δεν μεσολάβησε καμιά αμερικανική ή ευρωπαϊκή κυβέρνηση για να απελευθερωθεί, όπως έγινε με τον Ανδρέα ή άλλους … Αριστερούς πολιτικούς. Ο άνθρωπος που κατάφερε να δραπετεύσει και πέρασε σχεδόν μόνος του όλο το Αιγαίο για να φτάσει στην Τουρκία και μετά στη Γαλλία για να συνεχίσει την αντιστασιακή του δράση.
Ο άνθρωπος που τις πρώτες ημέρες της μεταπολίτευσης δέχθηκε ως χαστούκι την άκομψη συμπεριφορά του Κωνσταντίνου Καραμανλή απέναντί του, παρ’ ότι οι δυο τους στο Παρίσι ήταν σχεδόν ολημερίς κι ολονυκτίς μαζί και σχεδίαζαν τις κινήσεις της επόμενης ημέρας.
Ο άνθρωπος που μαζί με τον Παύλο Βαρδινογιάννη, απέναντι στην πρωτοφανή πόλωση της εποχής (1977), εξελέγη βουλευτής με το μικρό κόμμα των Νεοφιλελευθέρων, που ήταν η ανασύσταση του παλαιού κόμματος του Ελευθερίου Βενιζέλου, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της εποχής.
Ο άνθρωπος που λοιδορήθηκε όσο κανένας πολιτικός, μα πάντα ήταν στις επάλξεις. Με πρώτιστη σκέψη στο νου του να λέει αλήθειες, έστω και με άκομψο ή μη αρεστό λόγο στους Έλληνες. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός «μπουνταλάς» από την ίδια την σύντροφο της ζωής του.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, είχε μια απίστευτη διορατικότητα. Ήταν ένας οραματιστής, ατόφιος Ευρωπαϊστής που δεν δίστασε ποτέ να συγκρουστεί με τους λαθρεπιβάτες του λαϊκισμού και του κράτους. Κι οι παρεμβάσεις του, με λόγια που δεν χάιδευαν αυτιά, παροιμιώδεις. Ακόμη κι όταν οι σφαίρες των δολοφόνων –τρομοκρατών έπληξαν την οικογένειά του, εκείνος είχε το σθένος να μιλά για εθνική ενότητα!
Πάλεψε με λύσσα απέναντι σε κάθε είδους τακτικισμούς. Ας μη ξεχνάμε ότι μέχρι κι εκλογικό στα μέτρα του έφερε ο Ανδρέας Παπανδρέου (δια χειρός Κουτσόγιωργα) για να αποτρέψει την άνοδό του στην πρωθυπουργία. Κι εκείνος συγκέντρωσε 47% (!!!) κι αναγκάστηκε να κυβερνήσει με δανεικό βουλευτή από τη ΔΗΑΝΑ. Κι είχε μετά, απέναντί του, όλο το ελεεινό λαϊκίστικο σύστημα των βολεμένων συνδικαλιστών του ΠαΣοΚ, που έκαναν καθημερινά πεδίο μάχης την Αθήνα. Πότε αντιστεκόμενοι στις δειλές αποκρατικοποιήσεις που ξεκινούσε ο Μητσοτάκης, πότε κατεβάζοντας τους διακόπτες της ΔΕΗ και πότε ξεχειλίζοντας με τσουνάμια λάσπης και χαλκευμένα δημοσιεύματα των media της διαπλοκής. Τον έβγαλαν …συνεργάτη των Γερμανών στον πόλεμο, αποστάτη, προδότη, αρχαιοκάπηλο…
Κι όχι μόνο αυτοί. Είχε ν’ αντιμετωπίσει και τα εσωκομματικά πισώπλατα «μαχαιρώματα» στελεχών του ίδιου του τού κόμματος, εθισμένα στον κρατισμό. Ίσως και εξαρτημένα από εργολάβους και μηντιάρχες…
Και τότε, ο «σοφός» κι «αλάθητος» λαός, το βολεμένο πόπολο επανέφερε στην εξουσία τον λαϊκισμό για να χαθεί η μεγάλη ευκαιρία ανόρθωσης της Ελλάδας.
Ο Μητσοτάκης, βλέπετε, ήταν ο μόνος πρωθυπουργός της μεταπολίτευσης που επιχείρησε να κάνει τομές, ν’ ακολουθήσει μια φιλελεύθερη πολιτική, να κτίσει ένα σύγχρονο δυτικό – ευρωπαϊκό κράτος. Και μάλιστα σε μια εποχή που ο κομμουνισμός γκρεμιζόταν παγκοσμίως κι ο κρατισμός της χώρας έδειχνε τα σαφή του αδιέξοδα.
Από το 1994 κι αφού είχε «πέσει» η κυβέρνησή του από τον Σαμαρά και τον μοιραίο Συμπιλίδη, ο Μητσοτάκης έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου.
«Το τραγικό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας», είχε πει, «είναι ότι δεν αντέχει βάρη και ελλείμματα και δεν είναι μακριά η στιγμή που η χώρα μας δεν θα μπορεί πια να δανειστεί και θα καταφύγει στο ΔΝΤ».
Ουδείς τον άκουσε. Όλοι ήταν απασχολημένοι στο πάρτι της σπατάλης του δημοσίου.
Μα εκείνος φώναζε:
«Πρέπει να προετοιμαστούμε για προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα… Λέω μονότονα μια αλήθεια… Ότι δεν μπορούμε να ζούμε επάνω από τις δυνάμεις μας… Κι επειδή είμαι παλαιός πολιτικός δεν μπορώ να διανοηθώ ότι μπορούμε, για να ζούμε εμείς καλύτερα, να επιβαρύνουμε τα παιδιά των επόμενων γενεών»…
Ακόμη και το 2007, όταν όλα κινούνταν μέσα στην χαλαρότητα των δανεικών, ο Μητσοτάκης προειδοποιούσε:
«Παλιά, εγώ είμαι παλιός όπως ξέρετε, είχαμε και το χρέος σε δραχμές. Υποτιμούσαμε τη δραχμή… (…) Τρώγαμε τα λεφτά του ελληνικού λαού και ελαττώναμε το χρέος του σήμερα. Εδώ θα πληρώσουν μέχρι εκατοστό του ευρώ τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Είναι σωστό να ζούμε εμείς καλύτερα, να κρατούμε τους βολεμένους Έλληνες όλους με τα πλεονεκτήματα που έχουν;»…
Κι όχι μόνο αυτά.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε την πιο καθοριστική συμβολή στην άρση των διαχωριστικών γραμμών του θλιβερού εμφυλίου, με γενναιοψυχία και ρεαλισμό. Κι αυτή η παρακαταθήκη έχει διαχρονική αξία για τον τόπο μας. Κι είναι απολύτως αναγκαίο να τη νιώσει σήμερα η Αριστερά που εξακολουθητικά μπολιάζει την κοινωνία με μίσος και τη διχάζει.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης λάτρευε την Κρήτη. Κατέβαινε κάθε χρόνο στις 28 Ιουνίου για να περνά το καλοκαίρι.
Κι εφέτος θα κάνει το ίδιο. Λίγες ημέρες νωρίτερα. Την Πέμπτη. Για να βρει ανάπαυση εκεί κοντά τους βράχους του Αργουλιδέ, στη σκιά του Ψηλορείτη.
Η ιστορία θα ασχοληθεί μαζί του μετά από πολλά χρόνια. Έτσι είναι το σωστό και το πρέπον. Αποφορτισμένη από συναισθήματα και οιεσδήποτε επιρροές.
Δεν γνωρίζω αν θα τον δικαιώσει ή όχι.
Εκείνο που γνωρίζω είναι ότι μεγαλύτερη δικαίωσή της προσωπικότητάς του και της διαχρονικής πολιτικής αξίας του, ήταν (το ξέρουμε καλά πια) η ποιότητα κι η ανεπάρκεια των εχθρών του.
Εκείνο που γνωρίζω, επίσης, είναι ότι όσα έλεγε, όσα επιχείρησε να κάνει για τον τόπο, έχουν ήδη βρει δικαίωση στη μεγάλη πλειοψηφία της νοήμονος κοινωνίας που τον δικαίωσε ήδη, όσο ήταν εν ζωή!
Με τη φράση που όλο και συχνότερα προφέρεται από χείλη απεγνωσμένων νεοελλήνων:
«Αν ακούγαμε τον Μητσοτάκη»…