To κολοσσιαίο ποσό των 1,2 τρισ. γουάν (173 δισ. δολάρια) έριξε σήμερα στην οικονομία της χώρας η Κεντρική («Λαϊκή») Τράπεζα της Κίνας, προκειμένου να αμβλύνει τις οικονομικές συνέπειες από τον κοροναϊό. Ταυτόχρονα, η Κεντρική Τράπεζα αποφάσισε να διαθέσει άλλα 300 δισ. γουάν (43,3 δισ. δολάρια) σε εμπορικές τράπεζες που θα μπορέσουν να τα δανείσουν στις επιχειρήσεις που πλήττονται περισσότερο από τον κοροναϊό.
Αλλά οι συνέπειες μπορεί να γίνουν πολύ μεγαλύτερες σε διάστημα μερικών εβδομάδων ή μηνών, εφόσον οι Κινέζοι προμηθευτές σε περιοχές που έχουν πληγεί από τον κοροναϊό δηλώσουν ανωτέρα βία (“force majeure”) και διακόψουν την παροχή εμπορευμάτων που εντάσσονται σε αλυσίδες παραγωγής κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε διακοπή παραγωγής πολλές παγκόσμιες βιομηχανίες, σύμφωνα με την IHS Markit.
Το δικαίωμα να επικαλεσθούν ανωτέρα βία το αντλούν οι κινεζικές επιχειρήσεις από την κινεζική νομοθεσία, μετά την ανακήρυξη του κοροναϊού ως παγκόσμιας κατάστασης έκτακτης ανάγκης (Global Health Emergency) από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Σημειωτέον ότι η πόλη του Χουχάν, όπου εμφανίσθηκε ο ιός, ονομάζεται συχνά το «Ντιτρόιτ της Κίνας» και παράγει περίπου δύο εκατομμύρια επιβατικά αυτοκίνητα ετησίως, ενώ οι επιχειρήσεις της εξάγουν εκατοντάδες χιλιάδες τμήματα και ανταλλακτικά αυτοκινήτων.
Ήδη ο κοροναϊός έπληξε έντονα την περασμένη εβδομάδα τα χρηματιστήρια σε όλο τον κόσμο, ενώ το κινεζικό νόμισμα έπεσε κάτω από την ισοτιμία- κλειδί των επτά ρενμπίμπι ανά δολάριο.
Μια από τις κύριες ανησυχίες που προκαλεί ο κοροναϊός είναι οι πιθανές συνέπειές του στον δείκτη μεγέθυνσης της κινεζικής οικονομίας. Περισσότερες από δέκα κινεζικές επαρχίες, που παράγουν το 69% του συνολικού κινεζικού ΑΕΠ, ανακοίνωσαν ήδη μια επέκταση κατά μία εβδομάδα των διακοπών του σεληνιακού νέου έτους.
Αναμενόταν ότι η κυβέρνηση θα ανακοίνωνε ένα δείκτη αύξησης γύρω στο 6% τον μήνα Μάρτιο, αλλά οι εξελίξεις με τον ιό πιστεύεται ότι μπορεί να οδηγήσουν σε μικρότερη ανάπτυξη. Οικονομικοί αναλυτές υπογραμμίζουν ότι οι συνέπειες του κοροναϊού έχουν δημιουργήσει ένα πιο αβέβαιο περιβάλλον και από τον σινο-αμερικανικό οικονομικό πόλεμο και από τον ιό SARS του 2002-03.
Μια εκτίμηση του Bloomberg υποστήριξε ότι η κινεζική ανάπτυξη μπορεί να πέσει έως και στο 4.5% το πρώτο τρίμηνο του έτους, 1,4% πιο κάτω από την πρόβλεψη που είχε γίνει αρχικά. Η ιαπωνική εταιρεία Νομούρα εμφανίστηκε ακόμα πιο απαισιόδοξη, κάνοντας λόγο για πτώση της αύξησης το πρώτο τρίμηνο σε 4%. Η S&P Global υπογράμμισε ότι σε περίπτωση μεγάλης επέκτασης του ιού, «θα αδυνατίσει η οικονομική αύξηση και η χρηματοπιστωτική θέση των ασιατικών κυβερνήσεων».
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι η κινεζική οικονομία είναι πολύ περισσότερο ενσωματωμένη σήμερα στην παγκόσμια από ό,τι το 2002-03 και αυτό θα πολλαπλασιάσει τις συνέπειες από τη διάδοση του ιού. Υπάρχουν επίσης μεγάλα τουριστικά ρεύματα προς το εξωτερικό της Κίνας που δεν υπήρχαν τότε και τα οποία διευκολύνουν και τη διάδοση του ιού.
Το «ραντεβού» του κοροναϊού με μια αναιμική δυτική οικονομία
Οι συνέπειες από τον ιό μπορεί να πολλαπλασιαστούν όμως λόγω της ασθενούς κατάστασης της αμερικανικής και παγκόσμιας οικονομίας, που εκφράζεται π.χ. με τη συνεχιζόμενη πτώση των επενδύσεων από τις αμερικανικές επιχειρήσεις. Οι αριθμοί καταδεικνύουν ότι συνεχίζεται ο ασθενής ρυθμός ανάπτυξης στις ΗΠΑ που χαρακτηρίζει την περίοδο μετά το 2008, και ο οποίος παραμένει ο χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης μετά από ύφεση σε όλη την μεταπολεμική ιστορία. Η μέση αύξηση κατά τα τελευταία 11 χρόνια είναι λίγο πάνω από το 2%, έναντι 2,9% την περίοδο 2001-07 και 3,6% την περίοδο 1991-2001.
Οι αριθμοί αυτοί δεν επιβεβαιώνουν τις υποσχέσεις Τραμπ ότι οι φοροαπαλλαγές θα έδιναν ώθηση στην αμερικανική οικονομία, με τις μεγάλες εταιρείες να ξοδεύουν τα αυξημένα κέρδη σε επαναγορά των μετοχών τους για να αυξήσουν τα έσοδα από τις χρηματαγορές και όχι σε νέα εργοστάσια και εξοπλισμό.
Έχουν άλλωστε εμφανισθεί ενδείξεις για επερχόμενη σημαντική επιβράδυνση, αν όχι ύφεση στην αμερικανική οικονομία όπως η πτώση την περασμένη εβδομάδα, για πολλοστή φορά, της απόδοσης του δεκαετούς κρατικού ομόλογου.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
ΑΠΕ-ΜΠΕ