Διδάγματα και συμπεράσματα από την σύγκρουση στο Ναρκονο – Καραμπαχ

Η σύγκρουση στο Ναρκόνο-Καραμπάχ ή ορθότερα Αρτσάχ τερματίστηκε μετά από σφοδρές μάχες που διήρκησαν 1 μήνα και 2 εβδομάδες και είχαν σαν αποτέλεσμα την ταπεινωτική ήττα της Αρμενίας. Το Γερεβάν υπέστη μια στρατηγική ήττα, που θα σημαδεύσει τις επόμενες γενεές και την μελλοντική πορεία της χώρας. Αντίθετα το Αζερμπαϊτζάν δεν νίκησε και ταπείνωσε μόνο τον άσπονδο και αλλόθρησκο γείτονά του, αλλά τον περιθωριοποίησε και τον συρρίκνωσε γεωπολιτικά.

Λάζαρος Σκυλάκης
Γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Σκυλάκης

   Αναλύοντας τον σύντομο και ακήρυκτο αυτόν πόλεμο, στον οποίο συγκρούστηκαν δύο διαφορετικά και αντίρροπα έθνη, θρησκείες και κοσμοθεωρίες, μπορούμε να εξάγουμε τα παρακάτω συμπεράσματα και διδάγματα, που θα είναι χρήσιμα και για την χώρα μας:

  • Η παραμέληση και η αδιαφορία, ηθελημένη ή όχι, για τους εξοπλισμούς και τον εκσυγχρονισμό των Ενόπλων Δυνάμεων (ΕΔ) μιας χώρας οδηγεί σε στρατιωτική ήττα και εθνική ταπείνωση. Οι αρμενικές ΕΔ ήταν εξοπλισμένες με απαρχαιωμένα οπλικά συστήματα της εποχής της Σοβιετικής Ένωσης. Οι Αρμένιοι είχαν επαναπαυθεί στις δάφνες τους, αντίθετα οι Αζέροι συστηματικά και οργανωμένα προέβησαν σε σοβαρούς εξοπλισμούς σε κρίσιμα υλικά και μέσα. Τα αποτελέσματα επί του πεδίου της μάχης ήταν συντριπτικά υπέρ των Αζέρων, παρά την αυτοθυσία και των ηρωισμό των Αρμενίων. Οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα οπλικά συστήματα και πυρομαχικά που είχαν προμηθευτεί οι πρώτοι από την Τουρκία, το Ισραήλ και την Ρωσία.
  • Η ποσότητα κάθε μορφής διαδραματίζει κυρίαρχο ρόλο στις διαμάχες ιδίως όταν συνοδεύεται και από ποιότητα. Άλλωστε η ποσότητα τις περισσότερες φορές εμπεριέχει και την ποιότητα. Οι Αζέροι ήταν υπέρτεροι πληθυσμιακά, οικονομικά, στρατιωτικά και τεχνολογικά. Συνδύασαν την ποσότητα και την ποιότητα με αποτέλεσμα οι Αρμένιοι να ήταν καταδικασμένοι. Τα μικρότερα κράτη όταν αντιμετωπίζουν ένα μεγαλύτερο αντίπαλο οφείλουν, εάν επιθυμούν να επιβιώσουν, να έχουν εξασφαλίσει την ποιοτική και τεχνολογική υπεροχή τους, όπως ακριβώς κάνει το Ισραήλ και δεν έκανε η Αρμενία.
  • Οι συμμαχίες κάθε έθνους είναι σημαντικές, αλλά όχι ικανές να «σώσουν» μια χώρα που κινδυνεύει. Κάθε κράτος πρέπει πρώτιστα να στηρίζεται στις δικές τους δυνάμεις και να μην περιμένει κανένα να το σώσει. Η Αρμενία το απέδειξε και καλό είναι να παραδειγματιστεί και η χώρα μας, που πάντοτε αναμένει κάποιον σωτήρα, ο οποίος δεν θα έλθει ποτέ (ΕΕ, ΝΑΤΟ, Γαλλία, Ισραήλ και τώρα τον Μπάιντεν).
  • Η Ρωσία είναι μια μεγάλη περιφερειακή δύναμη στην οποία όμως κανείς δεν μπορεί να έχει την παραμικρή εμπιστοσύνη. Ηθελημένα και ύπουλα άφησε την «φίλη και ομόδοξη» Αρμενία να ηττηθεί και να ταπεινωθεί, γιατί ο πρωθυπουργός της Νικόλ Πασινιάν αλληθώριζε προς την Δύση και το ΝΑΤΟ. Βέβαια με την ειρηνευτική συμφωνία στις 9 Νοεμβρίου 2020, η Μόσχα παραμένει ρυθμιστής στον Καύκασο, αλλά μετά από αυτόν τον πόλεμο θα έχει συνέταιρο και την Άγκυρα, έστω και με μικρότερο μερίδιο μετοχών, όπως στην Λιβύη και την Συρία.
  • Η τουρκική διπλωματία και ακολουθούμενη στρατηγική στον Καύκασο πέτυχε απόλυτα τους σκοπούς της. Η Τουρκία συνδέεται πλέον με το Νοχιτσεβάν και μέσω του διαδρόμου επικοινωνίας, που προβλέπει η συνθήκη ειρήνευσης,  με το υπόλοιπο Αζερμπαϊτζάν και την Κασπία. Η σύνδεση της Τουρκίας με τον  υπόλοιπο τουρκικό κόσμο της Ευρασίας επιτεύχθηκε.  Η Άγκυρα απέδειξε εμπράκτως ότι είναι ισχυρή πολιτικά, στρατιωτικά και τεχνολογικά. Η ισχύς της, που είναι απόρροια συνεχών και εύστοχων επιλογών της ηγεσίας της, της επιτρέπει να επεμβαίνει όπου κρίνει απαραίτητο με επιτυχία και χωρίς αναστολές. Κατορθώνει να ισορροπεί μεταξύ Δύσης και Ανατολής αποκομίζοντας κέρδη, ενώ προς το παρόν ουδεμία ισχυρή δύναμη ή συλλογική οντότητα δεν φαίνεται διατεθειμένη να προβεί σε ενέργειες εναντίον της. Ο χρόνος θα δείξει την ορθότητα των επιλογών της.
  • Η υψηλή τεχνολογία διαδραματίζει σημαντικό έως κυρίαρχο ρόλο στις συγκρούσεις. Αυτό αποδείχθηκε περίτρανα στο Καραμπάχ. Η ευρεία χρήση νέων εξελιγμένων πυρομαχικών και αεροχημάτων (drones) από τους Αζέρους ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των επιχειρήσεων.
  • Οι όροι της συμφωνίας ειρήνευσης που υπογράφηκε μεταξύ Ρωσίας, Αζερμπαϊτζάν και Αρμενίας αποδεικνύουν την ευρεία συνεργασία Μόσχας και Άγκυρας. Η σχέση τους αν και προσομοιάζει περισσότερο με λυκοφιλία, κυριαρχείται από το αμοιβαίο συμφέρον. Υποστηρίζουν παντού αντίπαλα στρατόπεδα, αλλά αποφεύγουν την άμεση σύγκρουση. Κατορθώνουν περίτεχνα, τουλάχιστον προς το παρόν, να μοιράζονται τα γεωπολιτικά κέρδη έχοντας ως άβουλους παρατηρητές τις δυτικές δυνάμεις. Η Ρωσία λαμβάνει παντού την «μερίδα του λέοντος» και η Τουρκία αρκείται στο ποσοστό της επιτυχίας που αναλογεί στην δύναμή της.

Η σύγκρουση στο Ναρκόνο-Καραμπάχ, η συντριβή της Αρμενίας και η υπογραφή από το Γερεβάν της ταπεινωτικής συνθήκης θα πρέπει να μας προβληματίσουν ιδιαίτερα, καθόσον η κατάσταση στην Αρμενία προσομοιάζει ιδιαίτερα με την κατάσταση που επικρατεί στην Ελλάδα. Οι Ένοπλες Δυνάμεις μας είναι παραμελημένες εδώ και πάνω από δεκαετία. Τα κύρια οπλικά μας συστήματα και μέσα (φρεγάτες, πυραυλικά συστήματα, αντιαεροπορικά κλπ) είναι απαρχαιωμένα, η εκπαίδευση περιορισμένη και η επάνδρωση εξαιρετικά χαμηλή. Η κυβέρνηση δεν τολμά να αυξήσει την θητεία για ψηφοθηρικούς λόγους. Ο επόμενος στόχος της Άγκυρας είναι η Ελλάδα.

Η επιλογή μας είναι να τους αντιμετωπίσουμε ή να παραδοθούμε. Πιθανόν οι πολιτικοί  μας να έχουν επιλέξει την δεύτερη επιλογή, μια και δεν ασχολούνται σοβαρά με την εθνική άμυνα. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ή αποβλάκωσης θα αναλάβουν, έναντι κάποιων παροχών και οικονομικών υποστηρίξεων, να παρουσιάσουν την ήττα, ως έναν αναγκαίο και έντιμο συμβιβασμό, ή ακόμα και ως νίκη. Όλα θα υλοποιηθούν με την αμέριστη υποστήριξη των «συμμάχων» μας, που θα επικροτήσουν και θα επικυρώσουν τα τεκταινόμενα. Άλλωστε δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η Τουρκία πρέπει να παραμείνει στην Δύση έναντι οποιουδήποτε τιμήματος, που φυσικά θα το πληρώσει και με το παραπάνω η αδύναμη Ελλάς.

Προηγούμενο άρθροΒ. Κοντοζαμάνης: Εκπονείται επιχειρησιακό σχέδιο εμβολιασμού για την Covid-19
Επόμενο άρθροΗΠΑ: Ο χρόνος θα δείξει ποιος θα αναλάβει την προεδρία, δηλώνει ο Ντόναλντ Τραμπ