Διακαναλική συνέντευξη του Πρωθυπουργού και Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκου Μητσοτάκη
Α. Σκέρτσος: Κυρίες και κύριοι, έχουμε στη διάθεσή μας 45 λεπτά τηλεοπτικού χρόνου, γι’ αυτό και θα παρακαλέσουμε τους δημοσιογράφους να είναι όσο πιο σύντομοι γίνεται, ώστε να δεχθούμε όσο περισσότερες ερωτήσεις γίνεται.
Θα ακολουθήσουν και άλλες ερωτήσεις μετά το πέρας των 45 λεπτών και δεδομένου ότι έχουμε ένα πυκνό προεκλογικό πρόγραμμα του Πρωθυπουργού, θα προσπαθήσουμε -όπως είπα- να απαντήσουμε όσες περισσότερες ερωτήσεις γίνεται. Ξεκινάμε από τους τηλεοπτικούς δημοσιογράφους και δίνω το λόγο στον κ. Καντέλη από τον ΣΚΑΪ και να προετοιμάζεται ο κ. Ευγενίδης από το STAR.
Γ. Καντέλης (ΣΚΑΪ): Ευχαριστώ, καλό μεσημέρι. Κύριε Πρωθυπουργέ, σήμερα διεξάγονται εκλογές στην Τουρκία. Θα έχουμε είτε πάλι τον κ. Erdoğan ή τον κ. Kılıçdaroğlu. Δεν θα σας ζητήσω να κάνετε πρόβλεψη αποτελέσματος, αυτό που θέλω να σας ρωτήσω είναι αν θα επιδιώξετε μία συνάντηση, εφόσον είστε εσείς Πρωθυπουργός την επόμενη μέρα στην Ελλάδα, με τη νέα ηγεσία της Τουρκίας, αν θα είναι μία δική σας τέτοια πρωτοβουλία. Αν περιμένετε να αλλάξει η στάση της Τουρκίας στο διμερές επίπεδο με την Ελλάδα, αν οι προκλήσεις ανήκουν στο παρελθόν και μπορεί να υπάρξει διάλογος; Και θα ήθελα την εκτίμησή σας για το αν μία Τουρκία η οποία θα έχει πιο φιλικές σχέσεις, θα αλλάξει την πολιτική της έναντι της Δύσης, έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών, μπορεί να αποδυναμώσει την διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας στο τραπέζι ενδεχόμενων συζητήσεων;
Κ. Μητσοτάκης: Δεν θα κάνω καμία πρόβλεψη για το εκλογικό αποτέλεσμα, ούτε προφανώς θα εκφράσω και καμία προτίμηση για το ποιος πρέπει να εκλεγεί Πρόεδρος της Τουρκίας. Θα γνωρίζουμε πολύ σύντομα, είτε σήμερα το βράδυ, είτε σε 14 μέρες, ποιον θα εμπιστευτούν οι Τούρκοι πολίτες για να ηγηθεί της Τουρκίας για τα επόμενα χρόνια. Πιστεύω, όμως, κ. Καντέλη, ότι η τουρκική πολιτική, τουλάχιστον απέναντι στην Ελλάδα, δεν είναι εύκολο να αλλάξει από τη μία στιγμή στην άλλη. Διότι ο τουρκικός αναθεωρητισμός φαίνεται να είναι βαθιά ριζωμένος σε όλο το τουρκικό πολιτικό κατεστημένο κι αυτό συμπεριλαμβάνει και τα δύο κόμματα εξουσίας. Κατά συνέπεια, στο βαθμό που η Τουρκία επιμένει στη λογική της «γαλάζιας πατρίδας», εκ των πραγμάτων θα υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες για την πλήρη εξομάλυνση των σχέσεών μας. Όμως, επειδή μου αρέσει πάντα να βλέπω το ποτήρι μισογεμάτο κι όχι μισοάδειο, θέλω να κρατήσω το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες υπήρξε μία ουσιαστική εκτόνωση ως προς τη ρητορική απέναντι στην Ελλάδα.
Και να εκφράσω την ελπίδα μου ότι η Τουρκία θα αντιληφθεί ότι πρέπει να επανακαθορίσει συνολικά τις σχέσεις της με τη Δύση, όχι μόνο με την Ελλάδα, με την Ευρωπαϊκή Ένωση, με τις Ηνωμένες Πολιτείες και αν αυτό συμβεί προφανώς θα υπάρχει κι ένα πολύ πιο πρόσφορο πεδίο για να μπορέσουμε να συζητήσουμε την μία βασική κεντρική διαφορά που μας χωρίζει, που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο.
Προσωπικά, προφανώς και θα καλέσω να συγχαρώ όποιον εκλεγεί Πρόεδρος της Τουρκίας και σίγουρα θα επιδιώξω και μία συνάντηση, αν είναι με τον κ. Erdoğan δεν θα είναι προφανώς η πρώτη, αν είναι με τον κ. Kılıçdaroğlu θα είναι και μία πρώτη συνάντηση γνωριμίας, για να βάλουμε το πλαίσιο των σχέσεών μας για τα επόμενα χρόνια.
Θέλω, όμως, να τονίσω ότι ο βασικός πυρήνας της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ως προς την ενίσχυση της δυνατότητας αποτροπής της χώρας, την οικοδόμηση στέρεων συμμαχιών, την ανάδειξη της Ελλάδος ως σημαντικού γεωπολιτικού παίκτη και παράγοντα σταθερότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, αυτές οι κεντρικές πολιτικές επιλογές δεν αλλάζουν ως προς τη δική μας κυβέρνηση και ως προς τις δικές μας πρωτοβουλίες.
Μακάρι να βρεθεί ένα πρόσφορο έδαφος ώστε να οδηγηθούμε σε μια πιο μόνιμη εκτόνωση των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Δεν είμαστε καταδικασμένοι να ζούμε μονίμως σε ένα περιβάλλον έντασης αλλά, όπως σας είπα, δεν είμαι και αφελής. Και οφείλω να είμαι πάντα προετοιμασμένος όχι μόνο για το καλύτερο αλλά και για το χειρότερο σενάριο.
Γ. Ευγενίδης (STAR): Καλό μεσημέρι, κ. Πρόεδρε. Να επιστρέψω εγώ στο εσωτερικό πεδίο. Και να σας ζητήσω να κάνουμε ένα «fast forward» αν μπορούμε σε μια εβδομάδα από τώρα περίπου. Αν υποθέσουμε ότι την ερχόμενη Κυριακή η Νέα Δημοκρατία είναι το πρώτο κόμμα στις εκλογές, όπως δείχνουν μέχρι στιγμής όλες οι δημοσκοπήσεις, τη Δευτέρα το πρωί παίρνετε την πρώτη εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Θα την αξιοποιήσετε; Θα επιδιώξετε να σχηματιστεί μια κυβέρνηση έστω από τις εκλογές της απλής αναλογικής; Ιδίως από τη στιγμή που με βάση τις τελευταίες μετρήσεις φαίνεται ότι αριθμητικά υπάρχει η προοπτική το πρώτο και το τρίτο κόμμα, εν προκειμένω η Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, υπάρχει η αριθμητική δυνατότητα να σχηματίσουν μια κυβέρνηση;
Κ. Μητσοτάκης: Το εκλογικό αποτέλεσμα, κ. Ευγενίδη, θα μας καθορίσει εν πολλοίς και τις μετεκλογικές εξελίξεις. Είμαι απολύτως σίγουρος ότι η Νέα Δημοκρατία θα είναι η μεγάλη νικήτρια των εκλογών και αυτό το οποίο θέλω να διασφαλίσω είναι ότι το βράδυ των εκλογών δεν θα υπάρχει καμία αμφιβολία για το ποιος θα είναι ο μεγάλος νικητής και ποιος πρέπει να κυβερνήσει τη χώρα την επόμενη τετραετία.
Τώρα, με ρωτάτε για το αριθμητικό ενδεχόμενο σχηματισμού μιας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΠΑΣΟΚ. Θα σας απαντήσω ευθέως ότι το ζήτημα δεν είναι μόνο αριθμητικό. Από την πρώτη στιγμή έχω πει ότι η χώρα χρειάζεται μια σταθερή και αποτελεσματική κυβέρνηση. Ο κ. Ανδρουλάκης έχει πει ανοιχτά ότι δεν θέλει σε καμία περίπτωση Πρωθυπουργό εμένα, σε περίπτωση που συνέπραττε με τη Νέα Δημοκρατία. Προφανώς αυτό είναι κάτι το οποίο η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο εγώ, δεν μπορούμε να το αποδεχθούμε, πόσω μάλλον όταν οι πολίτες ψηφίζουν όχι μόνο για κόμμα αλλά ψηφίζουν και για Πρωθυπουργό. Συνιστά μια μέγιστη περιφρόνηση της ίδιας της βούλησης του ελληνικού λαού, όπως αυτή θα εκφραστεί μέσα από την κάλπη.
Να σας πω και κάτι ακόμα. Θεωρώ ότι με το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη λίγα πράγματα έχω ουσιαστικά να συζητήσω, γιατί πιστεύω ότι ο κ. Ανδρουλάκης έχει αλλάξει αρκετά την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, την έχει φέρει πολύ πιο κοντά στον ΣΥΡΙΖΑ. Σε μία σειρά από θέματα έχουμε βασικότατες διαφωνίες. Και σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ τον κ. Ανδρουλάκη δύναμη προοδευτικού εκσυγχρονισμού. Το αντίθετο θα σας έλεγα.
Πιστεύω ότι μία τέτοια κυβέρνηση όπως την περιγράφατε, θα ήταν μία κυβέρνηση στην οποία θα πατούσαμε συνέχεια το φρένο, σε μία εποχή που χρειάζεται η χώρα να πατήσει γκάζι και να προχωρήσει πολύ γρήγορα σε μία βαθιά τολμηρή εκσυγχρονιστική ατζέντα, να τρέξουμε ακόμα πιο γρήγορα για να πετύχουμε τους στόχους που έχουμε θέσει, να διορθώσουμε τις αστοχίες του παρελθόντος. Δεν νομίζω ότι μία τέτοια κυβέρνηση θα εξυπηρετούσε αυτή τη στιγμή τα συμφέροντα της χώρας.
Σπ. Μουρελάτος (ΑΝΤ1): Καλησπέρα, κ. Πρόεδρε. Να το συνεχίσω από εκεί που το αφήσατε στην προηγούμενη ερώτηση. Εγώ θα επιμείνω, γιατί αντιλαμβάνομαι πως τις τελευταίες εβδομάδες ειδικά ασχολείστε πολύ με το ΠΑΣΟΚ, μολονότι δημοσκοπικά δεν φαίνεται να είναι ο κύριος αντίπαλός σας. Θέλω να μου εξηγήσετε γιατί το κάνετε αυτό. Και μάλιστα μιλάτε συνεχώς, το κάνατε και προ ολίγου, για το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη. Διερωτώμαι αν υπονοείτε με αυτόν τον τρόπο ότι υπάρχει κάποιο άλλο ΠΑΣΟΚ που εμείς δεν το βλέπουμε.
Και επειδή έχετε ξαναρωτηθεί, εγώ θα επιμείνω, όμως, είμαστε πολύ λίγες μέρες πριν από τις εκλογές: είστε κατηγορηματικός ότι δεν πρόκειται υπό οποιαδήποτε συνθήκη το βράδυ των εκλογών να κοιτάξετε προς τη Χαριλάου Τρικούπη και να προχωρήσετε σε μία συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Ευχαριστώ πολύ.
Κ. Μητσοτάκης: Πιστεύω ότι υπάρχει πράγματι, κ. Μουρελάτε, μία διαχωριστική γραμμή μεταξύ της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ και μεταξύ πολλών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ, πολιτών που συντάσσονται με το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα. Θέλω να σας θυμίσω ότι με πολλούς από αυτούς τους ανθρώπους στο παρελθόν βρεθήκαμε μαζί στην μάχη κατά του λαϊκισμού, απέναντι στη βία της «πάνω» και της «κάτω πλατείας». Πολλοί από τους συμπολίτες μας, οι οποίοι σήμερα εκφράζουν μία προτίμηση για το ΠΑΣΟΚ, θεωρώ πραγματικά ότι δεν έχουν κακή άποψη για το έργο το οποίο έγινε αυτά τα τέσσερα χρόνια, ούτε προσωπικά κακή άποψη για εμένα ως Πρωθυπουργό. Αυτό, τουλάχιστον, δείχνουν οι μετρήσεις, γι’ αυτό και κάνω αυτή τη διάκριση μεταξύ των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ και της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.
Ξέρετε, εμείς μπορεί να βλέπουμε το ποτήρι αυτό της χώρας μισογεμάτο. Ένας ψηφοφόρος του ΠΑΣΟΚ μπορεί να το βλέπει μισοάδειο. Ο κ. Ανδρουλάκης το βλέπει τελείως άδειο. Ο κ. Τσίπρας το βλέπει άδειο και θρυμματισμένο. Αυτή είναι η μεγάλη διαφορά, αυτή τη στιγμή, μεταξύ του ΠΑΣΟΚ όπως τουλάχιστον μπορεί να το είχα γνωρίσει εγώ στο παρελθόν, και το ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη.
Και θέλω να σας θυμίσω ότι οι διαχωριστικές γραμμές από τον κ. Ανδρουλάκη προς το πρόσωπο μου τραβήχτηκαν από την πρώτη στιγμή.
Δεν ήθελα, ξέρετε, στο debate να διορθώσω κανέναν συνομιλητή μου. Δεν μπορεί ο κ. Ανδρουλάκης να βγαίνει και να λέει ότι δεν έχω ζητήσει συνάντηση μαζί του και τον κάλεσα μόνο μια φορά. Είναι ψέμα αυτό. Δύο φορές ζήτησα να συναντηθούμε. Δύο φορές. Τη μια, μάλιστα, ήσασταν παρόντες πολλοί δημοσιογράφοι, έγινε στη Βουλή αυτό.
Και το ίδιο βράδυ, όταν τον κάλεσα τηλέφωνο, του λέω «θέλω να συναντηθούμε. Πρέπει να συναντηθούμε. Είσαι καινούργιος αρχηγός του κόμματος. Να γνωριστούμε, να δούμε αν υπάρχει κοινός τόπος». Ξέρετε, εγώ δεν είμαι, επί της αρχής, κατά της διαμόρφωσης ευρύτερων συναινέσεων. Αλλά πρέπει να θέλει και ο άλλος να συζητήσει μαζί μου. Όταν έχει αποφύγει να με συναντήσει -και αυτό πριν σκάσουν δύσκολα θέματα όπως το ζήτημα των υποκλοπών- καταλαβαίνετε ότι αυτή ήταν μια στρατηγική του κ. Ανδρουλάκη από την πρώτη στιγμή.
Και όταν ο κ. Ανδρουλάκης λέει «ούτε Τσίπρας, ούτε Μητσοτάκης» ή «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας», δεν εννοεί ουσιαστικά αυτό. Βασικά εννοεί «όχι» στον Μητσοτάκη.
Διότι σήμερα, λίγο – πολύ, οι πιο πολλοί συμπολίτες μας, προεξοφλούν ποιο θα είναι το εκλογικό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και επιμένω ότι δεν πιστεύω ότι υπάρχει κανένα περιθώριο αυτή την στιγμή, μετά την κάλπη της 21ης Μαΐου, να υπάρξει κάποια συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, έστω κι αν αριθμητικά αυτό μπορεί να οδηγούσε σε μια κυβέρνηση η οποία μαθηματικά έπαιρνε ψήφο εμπιστοσύνης από την Βουλή.
Γ. Χρηστάκος (MEGA): Ευχαριστώ. Καλημέρα και από εμένα. Θα ήθελα να σας πάω, κ. Πρόεδρε, στο θέμα των παρακολουθήσεων. Είδαμε και στον debate τον κ. Ανδρουλάκη να θέτει ξεκάθαρα θέμα διερεύνησης, και νομικά, των ευθυνών που απορρέουν από αυτή την συζήτηση. Και εσείς επίσης ήσασταν ξεκάθαρος ως προς το ότι δεν αποτελούσε και δεν αποτελεί εθνικό κίνδυνο. Βλέπουμε και τον κ. Τσίπρα πολύ πιο έντονα να σας κατηγορεί ως «αρχιερέα των υποκλοπών», όπως είπε χαρακτηριστικά. Και μία επίθεση φιλίας, πολιτική, προς τον κ. Ανδρουλάκη, με αφορμή αυτό το ενδεχόμενο, βλέποντας ένα πεδίο σύγκλισης.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω, κ. Πρόεδρε, τελικά θα μάθουμε τι πραγματικά συνέβη σε αυτή την υπόθεση; Θα κινηθούν, διαβεβαιώνετε, και τον ελληνικό λαό βεβαίως, γιατί ψηφίζουν οι άνθρωποι σε λίγες ημέρες, να μάθουν τι ακριβώς συνέβη και να πάει μέχρι το τέλος αυτή η υπόθεση. Ποιος, πού και γιατί. Ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Κύριε Χρηστάκο, έχω τοποθετηθεί πολλές φορές για το θέμα αυτό. Θα το ξανακάνω ακόμα μια φορά, λέγοντας σας ότι η κυβέρνηση και εγώ προσωπικά αναλάβαμε πλήρως την πολιτική ευθύνη. Προβήκαμε σε μια σειρά από ενέργειες. Ο Γενικός Γραμματέας ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη και παραιτήθηκε. Αντικαταστάθηκε ο διοικητής της ΕΥΠ. Τηρήθηκαν -και θέλω να το τονίσω αυτό, να το θυμίσω- όλες οι κοινοβουλευτικές διαδικασίες στο ακέραιο και με πολύ μεγάλη ταχύτητα.
Η ΕΥΠ θωρακίστηκε θεσμικά. Επανήλθε ο δεύτερος εισαγγελέας -ο οποίος, όπως θυμάστε, είχε καταργηθεί επί ημερών ΣΥΡΙΖΑ- για να υπάρχουν πρόσθετες δικλίδες ασφαλείας για την παρακολούθηση πολιτικών προσώπων. Προστέθηκε τώρα και ως αξιολογητής και ο Πρόεδρος της Βουλής.
Και βέβαια, η Δικαιοσύνη έχει ήδη προχωρήσει στη διερεύνηση της υπόθεσης. Και είναι εκείνη, κ. Χρηστάκο, η οποία θα κρίνει -και η μόνη η οποία τελικά είναι αρμόδια να κρίνει- εάν υπάρχουν ποινικές ευθύνες. Δεν είναι δουλειά της αντιπολίτευσης να το κρίνει αυτό. Έχουμε εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη και η ελληνική Δικαιοσύνη πρέπει να προχωρήσει και να διαλευκάνει αυτήν την υπόθεση, όπως είμαι σίγουρος ότι το κάνει με απόλυτη αρτιότητα και με απόλυτη ακεραιότητα.
Τέλος, να πω και κάτι ακόμα: η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών είναι απολύτως κρίσιμη για την εθνική ασφάλεια της χώρας. Πριν από λίγες μέρες είχα την ευκαιρία να βρεθώ στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου. Βρέθηκα στη Λέσβο και θυμήθηκα τον κρίσιμο ρόλο της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών καθ’ όλη τη διάρκεια της προσφυγικής κρίσης στην προσπάθειά μας να θωρακίσουμε και να προστατεύσουμε τα σύνορά μας. Άρα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών πρέπει να μπορεί να παρέχει στην πολιτική ηγεσία αξιόπιστες πληροφορίες που έχουν να κάνουν με την ασφάλεια της χώρας.
Έχουμε, λοιπόν, διορθώσει μια σειρά από αδυναμίες οι οποίες εντοπίστηκαν και χτίζουμε βήμα – βήμα μία Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών η οποία, ναι, πρέπει να ξανακερδίσει και την εμπιστοσύνη των πολιτών στο δικό της ρόλο. Αλλά να πω και κάτι ακόμα για το ζήτημα του κράτους δικαίου. Κοιτάξτε, δεν θέλω να ασχοληθώ πολύ με το τι λέει ο κ. Τσίπρας, ούτε με τα γκρίζα σποτ τα οποία επιμένει να βγάζει και τα οποία φαίνεται να κυριαρχούν στην καμπάνια του. Εγώ θέλω να μιλήσω για το μέλλον και για το όραμά μου για την Ελλάδα του αύριο. Όμως δεν μπορώ να μη σχολιάσω ότι δεν είναι δυνατόν να μας κουνάει το δάχτυλο για θέματα κράτους δικαίου αυτός ο οποίος έχει δίπλα του τον αμετάκλητα καταδικασμένο -μιλήσαμε για ευθύνες, εδώ έχουμε αμετάκλητη καταδίκη- από το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας 13-0 για ουσιαστική παράβαση καθήκοντος. Ένα άκρως απαξιωτικό αδίκημα για ένα πολιτικό πρόσωπο, για τον ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά μία ηλιόλουστη Κυριακή.
Μαθήματα για θέματα κράτους δικαίου από αυτούς οι οποίοι περιφρονούν ουσιαστικά τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και που θεωρούν ότι η Δικαιοσύνη είναι καλή μόνο όταν οι αποφάσεις βγαίνουν και είναι σύμφωνες με αυτό το οποίο πιστεύουν οι ίδιοι, αλλά είναι «κακή» και «κατευθυνόμενη» Δικαιοσύνη «τύπου Τσαουσέσκου» -θέλω να θυμίσω, αυτά ειπώθηκαν από στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ- όταν οι αποφάσεις δεν είναι σύμφωνες με αυτό το οποίο πιστεύει ο ΣΥΡΙΖΑ. Επιτρέψτε μου να πω ότι αυτές είναι απόψεις που μας απομακρύνουν πάρα πολύ από την έννοια του κράτους δικαίου, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνομαι εγώ.
- Γιακουμής (ALPHA): Κύριε Πρόεδρε, ήθελα να επανέλθω στο θέμα των σημερινών τουρκικών εκλογών και ήθελα να σας ρωτήσω το εξής: εάν με αφορμή το κλίμα που έχει δημιουργηθεί στο εσωτερικό της γειτονικής χώρας φοβάστε και εάν ανησυχείτε ότι μπορεί να επηρεαστούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και αν, εν κατακλείδι, φοβάστε κάποιο θερμό επεισόδιο. Και κάτι επίσης ήθελα να σας ρωτήσω, όλο το προηγούμενο διάστημα υπήρχε η εντύπωση ότι με τον Αλβανό Πρωθυπουργό, τον κ. Rama, ήσασταν σε μία κοινή γραμμή πλεύσης. Βλέπουμε όμως ότι παρά το κλίμα καλής φιλίας και γειτονίας που θεωρούσαμε ότι υπήρχε μεταξύ σας και ανάμεσα στις δύο χώρες, βλέπουμε ότι τα τελευταία 24ωρα αυτό το κλίμα έχει διαταραχθεί. Υφίσταται τελικώς καλή γειτονία με την αλβανική χώρα και με τον Αλβανό ομόλογό σας με αφορμή τη σύλληψη του υποψήφιου Δημάρχου Χειμάρρας; Σας ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Ως προς το πρώτο σας ερώτημα δεν εκτιμώ ότι υπάρχει ουσιαστικός κίνδυνος ενός θερμού επεισοδίου, όμως οφείλουμε να είμαστε μονίμως προετοιμασμένοι. Διότι εγώ ξέρω πολύ καλά τι έπρεπε να κάνω για να κρατήσω τη χώρα ασφαλή, εδώ και τέσσερα χρόνια, απέναντι σε μία εξαιρετικά επιθετική Τουρκία. Επαναλαμβάνω και πάλι ότι εύχομαι κι ελπίζω οι εκλογές αυτές να αποτελέσουν μία ευκαιρία αναστοχασμού για την τουρκική ηγεσία και συνολικής επαναπροσέγγισης με τη Δύση. Μόνο ωφελημένη θα βγει η Ελλάδα από αυτό.
Εμείς δεν επιδιώκουμε ένταση με την Τουρκία, ούτε θέλουμε μονίμως να μας απασχολεί συστηματικά η ενίσχυση της αποτρεπτικής μας δυνατότητας. Είναι μία υποχρέωση, όμως, την οποία έχουμε απέναντι σε έναν γείτονα, ο οποίος -τονίζω- έχει φανεί εξαιρετικά απρόβλεπτος τα τελευταία χρόνια.
Οπότε, είμαστε πάντα έτοιμοι και για το καλύτερο και για το χειρότερο, αλλά όταν έχουμε τέτοια γεωπολιτική αστάθεια παντού θα έλεγα στην Ευρώπη, πόσω μάλλον στη γειτονιά μας, το ποιος θα ηγηθεί της χώρας ως προς το πρόσωπο του Πρωθυπουργού, αλλά και ως προς τη σταθερότητα της κυβέρνησης, αποκτά μεγάλη γεωπολιτική σημασία.
Με άλλα λόγια, οι πολίτες δεν ψηφίζουν μόνο για την οικονομία, για τους φόρους, για το Εθνικό Σύστημα Υγείας, ψηφίζουν και για το ποιος μπορεί να εγγυηθεί, σήμερα, τη γεωπολιτική σταθερότητα και την ασφάλεια της χώρας. Ζούμε σε ταραγμένους καιρούς, κρίσεις θα προκύπτουν συνέχεια.
Άρα, τα ζητήματα αυτά δεν μπορούμε να τα αφαιρέσουμε από τον δημόσιο διάλογο και νομίζω ότι, στο επίπεδο τουλάχιστον αυτό, οι πολίτες έχουν κρίνει και μπορούν να συγκρίνουν πολύ εύκολα τι κάναμε εμείς τέσσερα χρόνια, τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ σε θέματα όπως η προστασία των συνόρων, η ενίσχυση των διεθνών συμμαχιών, η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων. Δεν χρειάζεται να τα επαναλάβω, νομίζω ότι αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά για τους πολίτες.
Τώρα, για το δεύτερο σκέλος του ερωτήματός σας. Κοιτάξτε να δείτε, αυτό το οποίο έγινε με τον Φρέντι Μπελέρη είναι απαράδεκτο, είναι αδιανόητο δύο μέρες πριν τις εκλογές να φυλακίζεται υποψήφιος δήμαρχος, εκπρόσωπος της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας, σε μια περιοχή τόσο ευαίσθητη όσο είναι η Χειμάρρα.
Θέλω να σας θυμίσω ότι εγώ πήγα στη Χειμάρρα -είμαι ο πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός που πήγε- και δεσμεύτηκα και εκεί ότι η Ελλάδα θα παραμένει πάντα αρωγός της Ελληνικής Εθνικής Μειονότητας. Και το έχω καταστήσει και απολύτως σαφές αυτό στον Αλβανό Πρωθυπουργό, ότι στο ζήτημα αυτό δεν δεχόμαστε εκπτώσεις στο κράτος δικαίου, ούτε από τον ευρωπαϊκό δρόμο ο οποίος απαιτεί σεβασμό στις αναγνωρισμένες μειονότητες.
Για να το πω και πιο ξεκάθαρα: να γνωρίζει πάρα πολύ καλά η Αλβανία ότι αν τυχόν μια τέτοια πολιτική συνεχιστεί, αυτό θα επηρεάσει και τις διμερείς μας σχέσεις και τον δρόμο της Αλβανίας προς την Ευρώπη. Δεν πρόκειται να ανεχτώ τέτοιες συμπεριφορές εις βάρος της μειονότητας, 48 ώρες πριν τις εκλογές. Από εκεί και πέρα θα δούμε το εκλογικό αποτέλεσμα.
Ελπίζω, και εύχομαι πραγματικά, αυτή η υπόθεση να εκτονωθεί το γρηγορότερο. Θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στις ελληνοαλβανικές σχέσεις, αλλά θα έχει σημαντικές επιπτώσεις και στον δρόμο τον οποίο θέλει να χαράξει η Αλβανία και τον οποίον έχουμε στηρίξει εμείς ως χώρα, στο δρόμο της προς την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Σ. Φασουλάκη (ΟΡΕΝ): Καλό μεσημέρι, κ. Πρόεδρε. Πριν από λίγο είπατε ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ και τον κ. Ανδρουλάκη μετά την κάλπη της 21ης Μαΐου, έστω κι αν αριθμητικά βγαίνουν τα κουκιά.
Αυτό σημαίνει ότι την επόμενη μέρα της δεύτερης κάλπης, αν αυτή χρειαστεί, θα πείτε και πάλι το ίδιο; Το ρωτώ γιατί με αυτό το σκεπτικό, τότε θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει ότι θα πάμε και σε τρίτες εκλογές.
Κ. Μητσοτάκης: Με πάτε πολύ μακριά, κα Φασουλάκη. Το ενδιαφέρον μου είναι εστιασμένο στην πρώτη κάλπη και νομίζω ότι οι πολίτες πρέπει να γνωρίζουν τι μπορεί να συμβεί μετά την πρώτη κάλπη.
Και βέβαια, θέλω να κρατήσω κάτι το οποίο διάβασα σήμερα, ένα άρθρο το οποίο έγραψε ο κ. Τσίπρας, στην «Αυγή» αν δεν κάνω λάθος, όπου λέει ξεκάθαρα την εκτίμησή του ότι μετά τις εκλογές θα λάβουν, λέει, τέλος οι μικροκομματικές υπερβολές.
Άρα, με άλλα λόγια «μην ακούτε τι λέμε πριν τις εκλογές, μετά θα τα βρούμε», αυτό καταλαβαίνω εγώ. Και αυτό το ενδεχόμενο, το οποίο είναι το ενδεχόμενο της «κυβέρνησης των ηττημένων» δηλαδή μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία η οποία θα προκύπτει χωρίς τη συμμετοχή του πρώτου κόμματος, πρέπει να γνωρίζουν οι πολίτες ότι εξακολουθεί να υφίσταται ως μαθηματικό ενδεχόμενο.
Δεν πιστεύω τίποτα από αυτά τα οποία λέει ο κ. Τσίπρας και εδώ δεν πιστεύω ούτε και τον κ. Ανδρουλάκη, γιατί θεωρώ, όπως σας είπα, ότι είναι πολύ πιο κοντά στον κ. Τσίπρα από ό,τι είναι στη Νέα Δημοκρατία. Δεν τηρεί μια πολιτική ίσων αποστάσεων.
Και ο μόνος τρόπος αυτό το σενάριο να μην μπορεί ούτε μαθηματικά να γίνει πράξη, είναι με το να είναι η Νέα Δημοκρατία τόσο ισχυρή ώστε και μαθηματικά να μην βγαίνουν οι αριθμοί, αλλά και πολιτικά να είναι απολύτως σαφές ότι ο ελληνικός λαός εναποθέτει στη Νέα Δημοκρατία τη μεγάλη ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου την επόμενη τετραετία. Και αυτός είναι και ο δικός μου στόχος.
Γ. Σκιντζή (ΕΡΤ): Κύριε Πρόεδρε, επαναλαμβάνετε στον προεκλογικό σας αγώνα συχνά ότι η οικονομία είναι, όπως λέτε, το δυνατό σας χαρτί. Προχωρήσατε πρόσφατα και σε μία πρόταση στα κόμματα για κοστολόγηση, όπως είπατε, των προγραμμάτων τους από μία ανεξάρτητη αρχή όπως για παράδειγμα, το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους.
Ήθελα να σας ρωτήσω, τι σας οδήγησε σε αυτή σας την πρόταση και αν βλέπετε μία ενδεχομένως κρυφή ατζέντα για να υλοποιηθούν τα προγράμματα αυτά των άλλων κομμάτων.
Και αν μου επιτρέπετε, έτσι για να είμαι και λίγο επίκαιρη, επειδή σήμερα είναι η Ημέρα της Μητέρας, θα ήθελα να μου πείτε, επειδή ο ρόλος μας είναι δύσκολος, αδιαμφισβήτητα, στη σύγχρονη εποχή, τι μέτρα έχει λάβει η κυβέρνηση για τη στήριξη τη δική μας.
Και αν επανεκλεγείτε, με ποιο τρόπο θα σταθείτε έμπρακτα στο πλευρό μας. Ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Χρόνια πολλά σε όλες τις μητέρες, καταρχάς. Θα απαντήσω στο ερώτημά σας αφού σας πω δύο πράγματα για την κοστολόγηση των προγραμμάτων.
Όλες οι ώριμες δημοκρατίες, κα Σκιντζή, εναποθέτουν σε κάποια ανεξάρτητη αρχή την κοστολόγηση των πολιτικών προγραμμάτων. Και μου φαίνεται απολύτως λογικό, διότι δεν είναι δική μας δουλειά να κοστολογούμε τα προγράμματα των πολιτικών μας αντιπάλων, διότι προφανώς όλοι θα αντιληφθούν ότι μπορεί να υπάρχει ένα κομματικό συμφέρον σε μία τέτοια άσκηση.
Γι’ αυτό ζήτησα και εξακολουθώ να ζητώ, έστω και εν όψει των δεύτερων εκλογών -που είναι πολύ πιθανό να οδηγηθούμε σε αυτές- να υπάρξει μία τέτοια κοστολόγηση, είτε από το Γενικό Λογιστήριο, είτε από το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, είτε από την Τράπεζα της Ελλάδος. Υπάρχουν φορείς που μπορούν πολύ εύκολα να κοστολογήσουν τα προγράμματα των κομμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ το αποφεύγει αυτό γιατί γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι αν κοστολογηθεί και επίσημα το πρόγραμμά του από κάποιον ανεξάρτητο τρίτο, όλοι θα αντιληφθούν ότι το πρόγραμμά του είναι τόσο πλουσιοπάροχο που είναι αδύνατο πρακτικά να υλοποιηθεί.
Επαναλαμβάνω ότι τα δύο εμβληματικά μέτρα του ΣΥΡΙΖΑ, η μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και η μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα, κοστίζουν περί τα 4 δισεκατομμύρια ετησίως, μόνο αυτά τα δύο μέτρα με πολύ αμφίβολο οικονομικό αποτέλεσμα.
Κατά συνέπεια, η ανεξάρτητη κοστολόγηση των προγραμμάτων θεωρώ ότι θα ήταν ποικιλοτρόπως ωφέλιμη. Ξανακάνω και σήμερα την πρότασή μου στον ΣΥΡΙΖΑ να συμφωνήσουμε σε μία τέτοια κοστολόγηση ενόψει των δεύτερων εκλογών -εφόσον οδηγηθούμε σε αυτές- και αναμένω ακόμα απάντηση, αντί για σιωπή.
Αλλά δεν μπορεί να μην προσέχετε και εσείς τη μεγάλη δυσκολία που έχουν όλα τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, όταν ρωτούνται πόσο στοιχίζουν τα μέτρα τους.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε ένα δρόμο δημοσιονομικής υπευθυνότητας από τον οποίο δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Η χώρα δεν πρόκειται να ξαναζήσει και δεν πρέπει να ξαναζήσει το δράμα της προηγούμενης δεκαετίας.
Χρέος δικό μου είναι να μπορέσω να έχω μία οικονομία η οποία αναπτύσσεται γρήγορα, με καλύτερους μισθούς, χαμηλότερους φόρους, χωρίς όμως να διαταράξω τη δημοσιονομική σταθερότητα της χώρας. Και έχουμε αποδείξει ότι αυτό μπορούμε να το πετύχουμε, γιατί πετύχαμε και ξεπεράσαμε τους στόχους μας. Αλλά είναι βέβαιον ότι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ τινάζει τελείως τη μπάνκα στον αέρα. Ας το στείλει ο ΣΥΡΙΖΑ, αν δεν θέλει ελληνικούς φορείς, σε κάποιους από τους οίκους αξιολόγησης να δούμε τι θα του πουν, και αν ποτέ υπήρχε περίπτωση όχι να πάρουμε επενδυτική βαθμίδα με ένα τέτοιο πρόγραμμα, αλλά να κρατήσουμε και να διαφυλάξουμε και την πρόοδο την οποία έχουμε πετύχει. Όλοι νομίζω ότι ξέρουμε το αποτέλεσμα.
Όμως, έρχομαι στο δεύτερο ερώτημά σας το οποίο θεωρώ ότι είναι πάρα πολύ ουσιαστικό. Μιλάμε για τη στήριξη των εργαζόμενων γυναικών. Έχουμε υλοποιήσει μια σειρά από πολιτικές για να κάνουμε πράξη την πραγματική ισότητα στην εργασία. Η αλήθεια είναι, κα Σκιντζή, ότι σήμερα υπάρχουν αποστάσεις και στις μισθολογικές απολαβές μεταξύ ανδρών και γυναικών. Είναι κάτι απαράδεκτο το οποίο πρέπει να το γεφυρώσουμε. Αλλά ταυτόχρονα πρέπει να στηρίξουμε και τις εργαζόμενες μητέρες ώστε να συμμετέχουν με μεγαλύτερη άνεση στην αγορά εργασίας.
Το κάνουμε με μια σειρά από προγράμματα: περισσότεροι βρεφονηπιακοί σταθμοί, παιδικοί σταθμοί σε μεγάλες επιχειρήσεις, 120 τον αριθμό, που κατασκευάζονται με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης. Επέκταση του Ολοήμερου Σχολείου, του Δημοτικού, τόσο σημαντικού για να μπορούν οι εργαζόμενες γυναίκες να ισορροπούν μεταξύ των υποχρεώσεων που έχουν ως προς την ανατροφή των τέκνων, σε σχέση με την εργασία τους.
Και βέβαια, πολιτικές οι οποίες συνολικά στηρίζουν το εισόδημα, διότι γνωρίζουμε πολύ καλά ότι σήμερα στη χώρα μας οι μισθοί είναι ακόμα χαμηλοί και ένα εργαζόμενο ζευγάρι, ειδικά αν έχει παιδιά, τα βγάζει πέρα δύσκολα. Να προσθέσω σε αυτό και επιπλέον φορολογικά κίνητρα. Όπως ξέρετε αυξάνουμε το αφορολόγητο, 1.000 ευρώ για κάθε παιδί.
Για τους δημόσιους υπαλλήλους αυξάνουμε σημαντικά το οικογενειακό επίδομα, από τα 50 στα 70 ευρώ για εργαζόμενους με ένα παιδί, αλλά από τα 70 στα 120 ευρώ για εργαζόμενους με δύο παιδιά, και από τα 120 στα 170 ευρώ για εργαζόμενους με τρία παιδιά και ούτω καθ’ εξής για όσους δημόσιους υπαλλήλους έχουν περισσότερα παιδιά.
Άρα θέλουμε έμπρακτα να στηρίξουμε τις εργαζόμενες οικογένειες για να μπορούμε να έχουμε, κα Σκιντζή, και μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας. Είναι χαμηλή η συμμετοχή των γυναικών ακόμα στην αγορά εργασίας. Και ένας από τους λόγους είναι ότι οι γυναίκες δύσκολα μπορούν να ισορροπήσουν μεταξύ οικογενειακών υποχρεώσεων και εργασίας.
Και βέβαια, να πω και κάτι ακόμα. Αλλάζουν και οι κουλτούρες και οι άντρες συμμετέχουν περισσότερο, πολύ περισσότερο πια στην ανατροφή των παιδιών. Είμαι φανατικός υπέρμαχος της απόλυτης ισότητας ως προς τους οικογενειακούς ρόλους, γι’ αυτό επεκτείνουμε και την άδεια πατρότητας.
Αλλά ενισχύσαμε ταυτόχρονα και τις άδειες μητρότητος, ώστε να ξεφύγουμε από τα στερεότυπα ότι ο άντρας μπορεί να δουλεύει και μετά να επιστρέφει στο σπίτι και να ανοίγει την τηλεόραση και να βλέπει ποδόσφαιρο, ενώ η γυναίκα πρέπει και να δουλεύει, ταυτόχρονα να μαγειρεύει και να ασχολείται αυτή με τα παιδιά. Αυτά είναι στερεότυπα τα οποία τουλάχιστον για μένα ανήκουν σε μία άλλη εποχή.
Γ. Παπακωνσταντίνου (ACTION 24): Κύριε Πρόεδρε, ακούμε συχνά να πλαισιώνετε όλες τις δεσμεύσεις σας με μία πολύ χαρακτηριστική φράση, ότι «θέλετε να μπορείτε να κοιτάτε τους πολίτες στα μάτια».
Θέλω να ρωτήσω αν η ίδια δεσμευτική συνθήκη ισχύει τώρα αλλά και μετά τις εκλογές σε ό,τι αφορά τον απαράγραπτο χαρακτήρα της εθνικής διεκδίκησης των γερμανικών αποζημιώσεων, διότι φαντάζομαι ότι ακούτε την κριτική που έχει διατυπωθεί ή συμμερίζεστε ενδεχομένως την αμφιβολία που δημιουργείται μετά από μία δημόσια διατύπωση ότι «δεν μπορούμε να κοιτάμε προς το παρελθόν».
Κ. Μητσοτάκης: Έχω εκφράσει με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο τη θέση της κυβέρνησης και για τις πολεμικές αποζημιώσεις και ιδίως για το κατοχικό δάνειο στην τελευταία συνάντηση που είχα με τον Καγκελάριο Scholz. Δεν έχει αλλάξει απολύτως τίποτα στη θέση της πατρίδας μας, παραμένει ένα ανοιχτό ζήτημα.
Ειδικά για το κατοχικό δάνειο θεωρώ ότι έχουμε και πολύ ισχυρά -θα έλεγα έχουμε ακόμα πιο ισχυρά νομικά επιχειρήματα- προσβλέπουμε σε μία γόνιμη συζήτηση και στην επίλυση αυτής της εκκρεμότητας, αναγνωρίζοντας απόλυτα και τις νομικές δυσκολίες αλλά και τις πολιτικές δυσκολίες.
Ο Κυβερνητικός Εκπρόσωπος μιλούσε για το μέλλον και νομίζω ότι όλες οι υπόλοιπες ερμηνείες που προσπάθησαν να δοθούν είναι εκ του πονηρού. Σας επαναλαμβάνω λοιπόν κατηγορηματικά ότι η θέση της ελληνικής κυβέρνησης στο ζήτημα αυτό δεν αλλάζει ούτε κατ΄ ελάχιστον.
Ε. Ευαγγελοδήμου (ΤΑ ΝΕΑ): Ευχαριστώ. Kαλησπέρα κ. Πρόεδρε. Στην οικονομία να πάμε, στο θέμα της ακρίβειας συγκεκριμένα που απασχολεί όλους τους πολίτες, το βλέπετε κι εσείς στις δημοσκοπήσεις.
Έχετε εκτιμήσει ότι ο πληθωρισμός θα αρχίσει να αποκλιμακώνεται, ταυτόχρονα εξαγγείλατε το Market Pass ή μάλλον αφήσατε ανοιχτό το ενδεχόμενο να χορηγηθεί και στο δεύτερο εξάμηνο του έτους.
Με δεδομένο ότι αυτό το μοντέλο, όπως το είδαμε να εφαρμόζεται την προηγούμενη περίοδο, δεν έχει άμεσο αποτύπωμα στο ράφι, εννοώ ότι οι τιμές παραμένουν υψηλές, πιέζοντας συνεπώς τα νοικοκυριά, το ερώτημά μου είναι κατ΄ αρχάς ποιο είναι το ακριβές πλάνο για το Market Pass και αν θεωρείτε ότι αυτό είναι αρκετό ή αν υπάρχει κάποιος σχεδιασμός ή σκέψεις για κινήσεις με πιο άμεσο αντίκτυπο. Ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Σας ευχαριστώ για το ερώτημα, κυρία Ευαγγελοδήμου, γιατί πράγματι η ακρίβεια είναι το πρώτο πρόβλημα το οποίο απασχολεί σήμερα τους πολίτες. Υπάρχει ακρίβεια και πολλοί συμπολίτες μας ζορίζονται να τα βγάλουν πέρα. Αυτή είναι η αλήθεια και δεν μπορούμε να την κρύψουμε κάτω από το χαλί.
Όπως, επίσης, είναι αλήθεια ότι η ακρίβεια είναι εισαγόμενη. Ήταν αποτέλεσμα του πολέμου και της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, και της έκρηξης των τιμών στην ενέργεια την οποία είδαμε τους τελευταίους 18 μήνες. Λοιπόν, αυτή είναι μια πραγματικότητα την οποία πρέπει να αντιμετωπίζουμε και δεν έχω καμία πρόθεση να την ωραιοποιήσω.
Πάμε τώρα στο τι πρέπει να γίνει από εδώ και στο εξής, όχι στο τι έχουμε κάνει μέχρι τώρα, στο τι μπορεί να γίνει από εδώ και στο εξής:
Καταρχάς, ήδη, ο πληθωρισμός φαίνεται να αποκλιμακώνεται και έχουμε από τους χαμηλότερους πληθωρισμούς πια στην Ευρώπη. Έχουμε ακόμα, όμως, ένα μεγαλύτερο πρόβλημα στα τρόφιμα. Εκτιμώ ότι και εκεί θα αρχίσει να υπάρχει αποκλιμάκωση των τιμών τους επόμενους μήνες.
Απέναντι στον πληθωρισμό έχουμε, θα σας έλεγα, βραχυπρόθεσμα αλλά και πολύ πιο μόνιμα μέτρα. Το Market Pass ήταν ένα μέτρο προσωρινής στήριξης. Δεν λύνει το πρόβλημα. Ούτε μπορώ να περιμένω ότι με ένα Market Pass μπορεί να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ακρίβειας. Συζητάμε την ενδεχόμενη επέκτασή του, εφόσον οι τιμές εξακολουθήσουν να είναι υψηλές. Είναι μία βοήθεια για τα νοικοκυριά εξ ου και τα νοικοκυριά το πήραν. Κάλυψε ένα ποσοστό της ακρίβειας στο ράφι.
Όμως, η μόνιμη λύση για το πρόβλημα της ακρίβειας δεν μπορεί να είναι άλλη, πέραν της αποκλιμάκωσης του πληθωρισμού που πιστεύω ότι θα γίνει, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, από τη στήριξη των εισοδημάτων των συμπολιτών μας.
Γι’ αυτό και επιμένω τόσο πολύ στην αύξηση των μισθών και στην περαιτέρω μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των συμπολιτών μας, μισθωτών, ελεύθερων επαγγελματιών. Επιμένω ότι έχουμε ακόμα σημαντικές δυνατότητες να μειώσουμε φόρους. Για αυτό και έχουμε δεσμευτεί για αυξήσεις στο αφορολόγητο, για μείωση φορολογίας στα τεκμήρια αλλά και για τη σταδιακή κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Αυτές θα είναι σημαντικές ανάσες στο διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών. Αλλά η πιο σημαντική μας δέσμευση αφορά την αύξηση των μισθών. Αυτή είναι η μόνιμη αντιμετώπιση στο πρόβλημα της ακρίβειας.
Η ακρίβεια κάποια στιγμή θα υποχωρήσει. Όμως οι μειώσεις των φόρων και οι αυξήσεις των μισθών είναι μόνιμες. Και ο μόνος τρόπος να συγκλίνουμε πραγματικά με τη Ευρώπη ως προς το διαθέσιμο εισόδημα είναι η ελληνική οικονομία να τρέχει με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς από την ευρωπαϊκή και να δημιουργεί περισσότερες, καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας.
Έχουμε αποδείξει ότι αυτό μπορούμε να το κάνουμε. Η αγορά εργασίας σήμερα είναι πολύ διαφορετική από αυτή που ήταν πριν από τέσσερα χρόνια. Οι εργαζόμενοι έχουν μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη όσο πέφτει η ανεργία και αυτό σημαίνει τελικά και καλύτερους μισθούς. Και όταν ακούω επιχειρηματίες να γκρινιάζουν ότι δεν βρίσκουν εργαζόμενους, η απάντησή μου είναι πολύ σαφής: πληρώστε παραπάνω να τους βρείτε. Και αυτό έχει ήδη αρχίσει σε ένα σημαντικό βαθμό να γίνεται.
Γι’ αυτό και πιστεύω ότι μπορούμε να φτάσουμε στα 1.500 ευρώ μέσο μισθό εντός ορίζοντα τετραετίας, σε ένα περιβάλλον πια ενός πληθωρισμού ο οποίος θα είναι πολύ χαμηλότερος από αυτό τον οποίο είδαμε τους τελευταίους μήνες.
Και κάτι τελευταίο: λειτουργία της αγοράς. Εκεί θα είμαστε πολύ αυστηροί και δεν είμαστε μόνο εμείς υπεύθυνοι, είναι και η Επιτροπή Ανταγωνισμού, η ανεξάρτητη αρχή, που έχει κατ’ εξοχήν το ρόλο να ελέγχει την λειτουργία της αγοράς.
Αλλά το «Καλάθι του Νοικοκυριού» ήταν ένα χρήσιμο εργαλείο διότι τι έκανε ουσιαστικά; Προσέφερε μεγαλύτερη διαφάνεια στις τιμές. Οι τιμές στο σούπερ μάρκετ πριν δεν ήταν καθόλου, θα έλεγα, εύκολες στην κατανόησή τους από τους καταναλωτές. Με το «Καλάθι του Νοικοκυριού» υπήρξε περισσότερος ανταγωνισμός και μεγαλύτερη διαφάνεια στις τιμές. Ήταν και αυτό ένα χρήσιμο εργαλείο.
Αλλά όλα αυτά θα έλεγα ότι είναι προσωρινά μέτρα. Το μόνιμο μέτρο δεν μπορεί να είναι άλλο από την βελτίωση των εισοδημάτων των Ελλήνων πολιτών.
Στ. Παπαντωνίου (Καθημερινή): Ευχαριστώ πολύ. Κύριε Πρόεδρε, έχετε μιλήσει για αλλαγές στις δομές του κράτους εφόσον επανεκλεγείτε. Και θέλω να ρωτήσω αν σε αυτές τις αλλαγές περιλαμβάνεται και το επιτελικό κράτος ή θεωρείτε ότι έχει λειτουργήσει ακριβώς όπως είχατε σχεδιάσει τέσσερα χρόνια πριν. Ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Δεν πιστεύω, κ. Παπαντωνίου, ότι μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι οτιδήποτε λειτουργεί ακριβώς όπως το έχουμε σχεδιάσει.
Παρά ταύτα, θεωρώ ότι το επιτελικό κράτος υπήρξε μία μεγάλη κατάκτηση για το πολιτικό σύστημα και συνολικά για τη δημόσια διοίκηση. Διότι το επιτελικό κράτος δεν είναι τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από ένα μηχανισμό συντονισμού, ελέγχου και λογοδοσίας ως προς την εφαρμογή του κυβερνητικού έργου.
Ένα σύστημα το οποίο στηρίζεται σε μία ανεξάρτητη και ακομμάτιστη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης, με εξαιρετικά αξιόλογα στελέχη τα οποία μάλιστα, ειρήσθω εν παρόδω, δεν μπορούν καν να μεταταχθούν σε πολιτικά γραφεία. Και αυτό αποτελεί μία παρακαταθήκη για όποιον καθίσει στο πρωθυπουργικό γραφείο την επόμενη μέρα.
Ειδικά για δύσκολα ζητήματα τα οποία αφορούν κυβερνητικό συντονισμό, το επιτελικό κράτος είναι αναντικατάστατο, θα σας έλεγα. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ, ας πούμε, πώς θα μπορούσαμε να διαχειριστούμε κρίσεις σαν την πανδημία χωρίς μία ισχυρή κεντρική δομή η οποία να συντονίζει επιμέρους υπουργεία.
Για σκεφτείτε μόνο την οργάνωση της επιχείρησης «Ελευθερία». Αυτή συντονίστηκε κεντρικά γιατί συμμετείχαν σε αυτή την προσπάθεια πολλά επιμέρους υπουργεία. Αυτό είναι το επιτελικό κράτος, τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο. Όμως πάρα πολύ σημαντικό για ένα σύστημα το οποίο δίνει σημαντικές συνταγματικές εξουσίες στον Πρωθυπουργό, τον έχει αφήσει, όμως, μέχρι σήμερα, τουλάχιστον μέχρι τις ημέρες τις δικές μας, μέχρι το 2019, χωρίς κατ’ ανάγκη εκείνα τα θεσμικά εργαλεία για να μπορεί η πολιτική να υλοποιείται σωστά.
Άρα, θα υπάρξουν βελτιώσεις στο επιτελικό κράτος. Θα υπάρξει και κυβερνητική αναδιάταξη. Έχουμε δει και στην οργάνωση της κυβέρνησης τι πρέπει να κάνουμε καλύτερο. Θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα Υπουργείο Δημογραφικής και Στεγαστικής Πολιτικής, γιατί το Υπουργείο Εργασίας, παρά την εξαιρετική δουλειά που έχει κάνει, είναι ένα υπουργείο πάρα – πάρα πολύ μεγάλο. Και να καταδείξουμε με αυτόν τον τρόπο τη μεγάλη σημασία που δίνουμε σε αυτά τα θέματα. Όμως, το επιτελικό κράτος ήρθε για να μείνει και για να γίνει καλύτερο. Και αυτή είναι η δέσμευσή μου για την επόμενη τετραετία.
Αγγ. Μόσχοβας (iefimerida.gr): Καλημέρα, κ. Πρόεδρε. Λέτε ότι θέλετε να κάνετε τολμηρές, όπως λέει και το σύνθημα σας στο τρίπτυχο σας, και μεγάλες μεταρρυθμίσεις κατά την δεύτερη τετραετίας σας, εφόσον την εξασφαλίσετε.
Πώς θα μπορούσαν, όμως, να γίνουν αυτές οι αλλαγές έχοντας ως δεδομένο ότι θα έχετε μικρότερη κοινοβουλευτική δύναμη από ό,τι έχετε σήμερα, ακόμα και στην περίπτωση αυτοδυναμίας στις δεύτερες κάλπες, σε περίπτωση δεύτερων εκλογών.
Πώς μπορεί, λοιπόν, να γίνει με λιγότερους βουλευτές όλο αυτό το οποίο υπόσχεστε, και μάλιστα χωρίς περίοδο χάρητος; Θα έχει αντοχή κάτι τέτοιο; Ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Γιατί προκαταλαμβάνετε τα εκλογικά αποτελέσματα; Ζητώ ισχυρή εντολή. Όπως όλοι ξέρουμε, στην πρώτη κάλπη είναι πολύ δύσκολο να προκύψει μια αυτοδύναμη κυβέρνηση, όπως την επιθυμούμε. Παρά ταύτα θα σας πω ότι και σε αυτή τη θητεία είχαμε μια -δεν θα έλεγα τελείως οριακή- αλλά όχι και τελείως άνετη κυβερνητική πλειοψηφία. Δεν είχαμε 180 βουλευτές.
Κατά συνέπεια θεωρώ ότι το αποτέλεσμα τελικά των εκλογών, θα είναι τέτοιο που θα μας επιτρέψει να μπορούμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμά μας και για αυτό, εξάλλου, ζητώ και το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Επαναλαμβάνω ότι όσο πιο ισχυρή είναι η Νέα Δημοκρατία, τόσο πιο γρήγορα μπορούμε να υλοποιήσουμε το πρόγραμμα μας. Και ισχυρή Νέα Δημοκρατία δεν είναι μια εντολή σε μια «ασύδοτη» Νέα Δημοκρατία, να κάνει ό,τι θέλει.
Έχω αποδείξει κάτι, κύριε Μόσχοβα, ότι μπορώ να συνθέτω. Ότι μια ισχυρή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας μπορεί να συμπεριλάβει στελέχη τα οποία προέρχονται από άλλους πολιτικούς χώρους. Και ότι στην Νέα Δημοκρατία, όπως την οραματίζομαι εγώ, μπορούν να συνενωθούν πολλοί συμπολίτες μας οι οποίοι μπορεί να μην ανήκουν κατ’ ανάγκη στον δικό μας παραδοσιακό πυρήνα των ψηφοφόρων, αλλά να ενώνονται σε αυτό το αίτημα του υπεύθυνου πατριωτισμού και του δημιουργικού εκσυγχρονισμού.
Ένα μπορώ να σας πω: θα τρέξουμε πιο γρήγορα τη δεύτερη τετραετία. Εάν κάτι μάθαμε αυτή την τετραετία -γιατί νομίζω ότι ανά πάσα στιγμή όλοι πρέπει να κάνουμε την αυτοκριτική μας και να βλέπουμε πώς μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι- είναι ότι πρέπει να συγκρουόμαστε ακόμα πιο επίμονα, ειδικά με εκείνες τις εστίες του αναχρονισμού, του ωχαδερφισμού, που θέλουν να κρατήσουν το ελληνικό κράτος πίσω.
Δεν πρόκειται να κάνω καμιά έκπτωση σε αυτό και ζητώ ισχυρή εντολή για να υλοποιήσω το σχέδιό μου για την επόμενη μέρα. Και θα ξαναπώ ότι αυτό το πρόγραμμα διακυβέρνησης -αυτό είναι η περίληψή του, είναι πολύ μεγαλύτερο το πρόγραμμά μας- θέτει σαφείς στόχους για την επόμενη τετραετία, για την παραγωγική Ελλάδα, την κοινωνική Ελλάδα, τη δίκαιη Ελλάδα, την πράσινη, την ψηφιακή Ελλάδα, την ισχυρή Ελλάδα.
Αυτοί οι στόχοι θα επιτευχθούν μέσα από τολμηρές μεταρρυθμίσεις, όχι μέσα από απλές κινήσεις διαδικαστικού χαρακτήρα. Ουδέποτε ήταν η φιλοδοξία μου να είμαι ένας διεκπεραιωτής Πρωθυπουργός. Θέλω να κάνω μεγάλες αλλαγές στη χώρα, έχουμε κάνει σημαντικές αλλαγές στη χώρα και μπορούμε να κάνουμε πολλές περισσότερες. Κι αυτή είναι η εντολή την οποία ζητώ από τον ελληνικό λαό.
Κ. Παπαχλιμίντζος (Παραπολιτικά): Κύριε Πρωθυπουργέ, στο θέμα της οικονομίας θέλω να επανέλθω. Σαφώς και το μεγαλύτερο ζήτημα είναι αυτό που ανέδειξε η Ελένη Ευαγγελοδήμου, το ζήτημα της ακρίβειας, όμως θα ήθελα να σταθώ σε δύο πολιτικές οι οποίες είναι κοινωνικά δίκαιες ή κοινωνικά άδικες, ανάλογα με το πώς σχεδιάζεται και πως εφαρμόζεται. Αναφέρομαι στη φορολογική πολιτική και στην πολιτική για το ιδιωτικό χρέος.
Επομένως το ερώτημά μου είναι για την μεν φορολογική πολιτική, αν σκοπεύετε σε μία νέα τετραετία της Νέας Δημοκρατίας να αναστρέψετε αυτή την δυσαναλογία που υπάρχει, το κράτος δηλαδή εισπράττει πολύ περισσότερα χρήματα από έμμεσους φόρους και πολύ λιγότερα από τους άμεσους. Αυτό είναι μία δυσαναλογία που το λένε και όλες οι μελέτες σε σχέση με τον μέσο όρο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Αν θα κάνετε κάτι δηλαδή με τους έμμεσους φόρους.
Και σε σχέση με το ιδιωτικό χρέος, αν σε μία νέα τετραετία της Νέας Δημοκρατίας θα υπάρχει κάποιο πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας. Ευχαριστώ.
Κ. Μητσοτάκης: Για το ζήτημα της φορολογίας, κατ’ αρχάς θέλω να τονίσω, κ. Παπαχλιμίντζο, ότι ήμασταν απολύτως συνεπείς στις δεσμεύσεις μας του 2019 για τη μείωση της φορολογίας. Θα σας έλεγα ότι σε κάποια πεδία, όπως στη γονική παροχή, κάναμε και παραπάνω βήματα.
Αποκλίναμε σε ορισμένα θέματα: τον συντελεστή για τις εταιρίες στο 22% από το 20% που είχαμε δεσμευθεί -δεν έχω πρόθεση να τον κατεβάσω κάτω του 22%-, θεωρώ ότι είναι ένας πολύ ικανοποιητικός φορολογικός συντελεστής σήμερα για τις ελληνικές επιχειρήσεις.
Για το ζήτημα των έμμεσων φόρων να σας επαναλάβω κάτι το οποίο έχω ήδη πει: ότι, στο δεύτερο μισό της τετραετίας μας κι εφόσον μπορέσουμε να κρατάμε τη χώρα σε μία σταθερή πορεία παραγωγής πρωτογενών πλεονασμάτων, βεβαίως και θέλω να αρχίσω να εξετάζω τη συνολική αποκλιμάκωση του ΦΠΑ -και του ανώτατου συντελεστή αλλά και του μεσαίου συντελεστή- έτσι ώστε να πλησιάσουμε περισσότερο στην ευρωπαϊκή αναλογία άμεσων και έμμεσων φόρων, αλλά αυτό δεν μπορεί να γίνει εις βάρος της δημοσιονομικής σταθερότητας.
Και κάτι ακόμα για το ζήτημα αυτό για να το ξεκαθαρίσουμε: μείωση του ΦΠΑ σήμερα δεν θα είχε ουσιαστική επίπτωση στις τιμές. Γιατί το λέω; Έχω δύο επιχειρήματα για να το υποστηρίξω. Πρώτον, το κάναμε ήδη στον καφέ, το κάναμε στα σινεμά, δεν είδαμε καμία μείωση των τιμών.
Δεύτερον, όσες ευρωπαϊκές χώρες το έκαναν, την πάτησαν. Με ποια έννοια; Στερήθηκαν δημοσιονομικά έσοδα και ταυτόχρονα δεν είδαν μειώσεις των τιμών.
Αν λοιπόν θέλουμε να στηρίξουμε τους μεσάζοντες και την εφοδιαστική αλυσίδα, να μειώσουμε τον ΦΠΑ σήμερα. Αν θέλουμε να στηρίξουμε τους καταναλωτές, να δούμε προσωρινές λύσεις όπως το Market Pass, αλλά και κυρίως μόνιμες λύσεις που δεν είναι άλλες από τον περισσότερο ανταγωνισμό και φυσικά τη βελτίωση του διαθέσιμου εισοδήματος.
Τώρα, για το ζήτημα του ιδιωτικού χρέους θέλω να τονίσω ότι η Κυβέρνησή μας έχει κάνει πολύ σημαντικά βήματα με έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό ο οποίος δουλεύει για πρώτη φορά στην πράξη, και με παρεμβάσεις που κάναμε εκ των υστέρων, καθιστούμε ακόμα πιο ελκυστικές ή πιο εύκολα αποδεκτές τις προτάσεις οι οποίες γίνονται από τον αλγόριθμο του συστήματος.
Και βέβαια δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω, γιατί γίνεται μια μεγάλη κουβέντα για τα funds και για τον τρόπο με τον οποίον αυτή τη στιγμή διαχειρίζονται τις οφειλές των πελατών, ότι έχουμε παραπάνω από 50 δισεκατομμύρια, ρυθμίσεις οι οποίες έγιναν μεταξύ των πολιτών και των επιχειρήσεων και των funds.
Και αυτό σημαίνει ότι τελικά όλοι έχουμε κίνητρο να γίνονται ρυθμίσεις. Και πρέπει να γίνονται ρυθμίσεις. Και πρέπει οι πολίτες να μπορούν να πληρώνουν αυτό το οποίο έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν, αλλά ταυτόχρονα να πρέπει να εντοπίσουμε και τους στρατηγικούς κακοπληρωτές, οι οποίοι τελικά ήταν οι μεγάλοι ωφελημένοι από το πλαίσιο προστασίας το οποίο παρείχε το προηγούμενο καθεστώς.
Γ. Μπασκάκης (Εφημερίδα των Συντακτών, ATTICA TV): Καλησπέρα, κ. Πρόεδρε, και από εμένα. Τα θέματα που έχετε επιλέξει στην προεκλογική σας ατζέντα ως κεντρικά, από το νόμο και την τάξη μέχρι ακόμα και την επαναφορά της θεωρίας των δύο άκρων αλλά και η επιλογή σας να τοποθετήσετε σε καίρια πόστα, είτε κομματικά είτε υπουργικά, στελέχη που προέρχονται από το χώρο της ακροδεξιάς, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά στη Νέα Δημοκρατία από τη Μεταπολίτευση, επικρίνονται ως μια προσπάθεια μετάλλαξης του χώρου της κεντροδεξιάς.
Κάποιοι μιλούν για χαρακτηριστικά της προδικτατορικής ΕΡΕ, κάποιοι άλλοι μιλούν για χαρακτηριστικά των σύγχρονων υπερδεξιών ευρωπαϊκών σχημάτων. Σας προβληματίζουν αυτές οι διαπιστώσεις;
Και αν μου επιτρέπετε ένα δεύτερο σκέλος στο ίδιο πλαίσιο όμως, ο πρώην Πρωθυπουργός, ο κ. Σαμαράς, στο Ζάππειο ενώπιόν σας μίλησε μεταξύ άλλων για «πιθηκισμούς εισαγόμενων ανοησιών» για το πόσα είναι τα φύλα. Αυτές οι δηλώσεις αποτελούν θέση της Νέας Δημοκρατίας;
Κ. Μητσοτάκης: Καταρχάς, επιτρέψτε μου να μην συμμερίζομαι αυτές τις περιγραφές του κόμματος που έχω την τιμή να ηγούμαι. Και δεν φαντάζομαι ότι και ο κ. Σκέρτσος, ο οποίος εδώ συντονίζει τη συζήτησή μας, ταιριάζει στο προφίλ μιας κυβέρνησης η οποία επιστρατεύει «ακροδεξιά» στελέχη για να μπορέσει να «τσιμεντώσει», έτσι όπως το περιγράφετε, το δεξιό της ακροατήριο.
Είμαστε μία προοδευτική κεντροδεξιά κυβέρνηση, με πάρα πολλά φιλελεύθερα χαρακτηριστικά. Καταλαβαίνω ότι αυτό μερικές φορές μπορεί να ενοχλεί κάποιους που θεωρούσαν τον χώρο της προόδου ως αποκλειστικό χώρο της δικής του ιδεολογικής ηγεμονίας.
Είμαι υπερήφανος που επί δικών μας ημερών μειώθηκαν οι κοινωνικές ανισότητες και αυτό είναι κάτι το οποίο το πιστοποιεί πια ξεκάθαρα και η ΕΛΣΤΑΤ, και πρέπει να μειωθούν και άλλο. Είμαι υπερήφανος που επί δικών μας ημερών αντιμετωπίστηκαν επιτέλους τα άτομα με αναπηρία, όχι ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας αλλά ως συμπολίτες μας που έχουν τα ίδια δικαιώματα απέναντι σε όλους τους άλλους. Το ίδιο ισχύει και για μια σειρά κατηγοριών συμπολιτών μας, οι οποίοι αντιμετώπιζαν πολύ μεγάλες δυσκολίες, από οροθετικούς συμπολίτες μας, άστεγους. Με όλους αυτούς η Νέα Δημοκρατία ασχολήθηκε, δεν είδα να ασχολούνται οι προηγούμενες «προοδευτικές» κυβερνήσεις.
Αλλά να πω και κάτι ακόμα για τα ζητήματα που θίξατε: το ζήτημα του φράχτη. Δεν θεωρώ ότι είναι δεξιά πολιτική ο φράχτης. Θεωρώ ότι η προστασία των συνόρων είναι αυτονόητη υποχρέωση οποιασδήποτε εκλεγμένης κυβέρνησης. Άρα, δεν πρέπει να ρωτάτε τη Νέα Δημοκρατία γιατί προστατεύει τα σύνορά της, πρέπει να ρωτάτε την αξιωματική αντιπολίτευση, γιατί θέλει να επιστρέψει σε μία πολιτική ανοιχτών συνόρων που οδήγησε τελικά στη Λέσβο, στην οποία ήμουν, να έχουν περάσει 600.000 άνθρωποι. Μόνο από τη Λέσβο πέρασαν 600.000 άνθρωποι το 2015.
Ούτε θεωρώ, σε καμία περίπτωση, ότι η πολιτική ενίσχυσης των Ενόπλων Δυνάμεων είναι κατ’ ανάγκη μία δεξιά πολιτική. Πιστεύω στον υπεύθυνο πατριωτισμό. Δεν θεωρώ ότι ο υπεύθυνος πατριωτισμός είναι ούτε δεξιός, ούτε κεντρώος, ούτε αριστερός. Θεωρώ ότι είναι αναπόσπαστο στοιχείο και, θα έλεγα, σχεδόν συνταγματική υποχρέωση, οποιασδήποτε κυβέρνησης. Και αυτό τον υπεύθυνο πατριωτισμό θα εξακολουθώ να υπηρετώ.
Π. Γαλιατσάτος (Real News): Κύριε Πρόεδρε, σας άκουσα να λέτε ότι κάποια στιγμή θα πέσει ο πληθωρισμός. Να σας πω ότι το βρίσκω λίγο αισιόδοξο αυτό γιατί οι παράγοντες οι οποίοι εξακολουθούν να παίζουν, τι τιμές εξακολουθούν να υφίστανται, όπως για παράδειγμα ο πόλεμος στην Ουκρανία και έχουμε και την ξηρασία η οποία πλήττει τη νοτιοανατολική Μεσόγειο και η οποία θα μας πλήξει.
Αλλά ένα σημαντικό πράγμα για τους πολίτες νομίζω ότι είναι και το κόστος του χρήματος. Υπό αυτή την έννοια, σας άκουσα στο Βόλο να δεσμεύεστε ότι μέχρι το τέλος του 2023 η Ελλάδα θα έχει πάρει την επενδυτική βαθμίδα. Έχω ακούσει και από τον κ. Τσίπρα, όμως, να λέει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα.
Θα ήθελα να σας ρωτήσω, επειδή αυτό είναι πολύ σημαντικό και για το κόστος του χρήματος και για τις επιχειρήσεις και για τα νοικοκυριά, η επενδυτική βαθμίδα μπορεί να θεωρείται κάτι δεδομένο για την Ελλάδα το επόμενο διάστημα ή είναι κάτι το οποίο και αυτό τελεί υπό αίρεση;
Κ. Μητσοτάκης: Κατ’ αρχάς για τις εκτιμήσεις για τον πληθωρισμό να σας πω την άποψη μου. Ο βασικός λόγος για τον οποίον είχαμε τόσο υψηλό πληθωρισμό είχε να κάνει με τις τιμές της ενέργειας και κυρίως με τις τιμές του φυσικού αερίου. Οι τιμές αυτές έχουν πέσει πάρα πολύ. Δεν μπορώ να μην επισημάνω το γεγονός ότι η απότομη αποκλιμάκωση των τιμών του φυσικού αερίου ξεκίνησε από την στιγμή που επιβάλλαμε, επιτέλους ως Ευρώπη, το πλαφόν στο φυσικό αέριο.
Και αν είχαμε επιβάλει το πλαφόν νωρίτερα, θα είχαν αποκλιμακωθεί οι τιμές νωρίτερα. Όμως σήμερα δεν υπάρχει καμία δικαιολογία σε κάποια επιχείρηση να πει ότι «αυξάνω τις τιμές μου επειδή η ενέργεια μου είναι πολύ ακριβή», γιατί η ενέργεια πια είναι πολύ φθηνότερη, από αυτό που ήταν πριν από ένα χρόνο. Άρα, θα σας έλεγα ότι, ως προς τον βασικό παράγοντα που οδήγησε στην αύξηση των τιμών, πιστεύω τα πράγματα θα πάνε καλύτερα.
Για το κόστος του χρήματος. Έχετε δίκιο να επισημαίνετε ότι η επενδυτική βαθμίδα δεν είναι ένας ουδέτερος όρος ή μια συνθήκη η οποία αφορά μόνο τους οικονομολόγους. Επενδυτική βαθμίδα σημαίνει, τελικά, χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το κράτος, τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά. Για αυτό και έχει τόσο μεγάλη σημασία.
Ανοίγει, επίσης, ένα τελείως νέο παράθυρο για επενδυτές οι οποίοι δεν ακουμπούσαν την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία, ακριβώς επειδή δεν είχε επενδυτική βαθμίδα. Όταν πήγα στην Ιαπωνία, μου το είπανε πάρα πολύ ξεκάθαρα οι επενδυτές από την Άπω Ανατολή, ότι «δεν πρόκειται να επενδύσουμε τίποτα στην Ελλάδα εάν δεν αποκτήσετε επενδυτική βαθμίδα».
Η Νέα Δημοκρατία και σταθερή κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας θα φέρει την επενδυτική βαθμίδα πριν το τέλος του 2023. Είμαι απολύτως πεπεισμένος για αυτό. Και νομίζω ότι αν μιλήσετε με πολλούς ειδικούς στα θέματα των αγορών, θα σας πουν ότι τα ελληνικά ομόλογα ήδη διαπραγματεύονται ωσάν να έχουν επενδυτική βαθμίδα.
Πιστεύω ότι αυτό το οποίο περιμένουν οι επενδυτικοί οίκοι είναι να δουν ότι θα υπάρχει μια σταθερή μεταρρυθμιστική κυβέρνηση που θα συνεχίσει αυτή την πολιτική την επόμενη τετραετία. Εάν την έχουμε, ναι, θα την πάρουμε. Με κυβέρνηση του κ. Τσίπρα -δεν εκτιμώ ότι αυτό είναι πολύ πιθανό- δεν υπάρχει καμία πιθανότητα. Καμία πιθανότητα. Εάν πάει να εφαρμόσει έστω και ένα κομμάτι του προγράμματός του, όχι επενδυτική βαθμίδα δεν θα δούμε, θα ξαναγυρίσουμε σε πολύ άσχημες εποχές. Και αυτό δεν είναι κινδυνολογία, γιατί ξέρετε πολύ καλά ότι δεν συνηθίζω να κάνω προβλέψεις, οι οποίες δεν είναι στηριγμένες σε πραγματικά δεδομένα. Αλλά σήμερα κανείς δεν πρόκειται στην Ελλάδα να δώσει μια δεύτερη ευκαιρία, εάν ξαναγυρίσουμε στις κακές συνήθειες του παρελθόντος.
Και κάποιοι θα πρέπει να έχουν μάθει και στην αντιπολίτευση, να μην ξαναλένε ακριβώς τα ίδια που λέγανε το 2015. Γιατί άμα δείτε το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ είναι ακριβώς το ίδιο. Τι 2015, τι 2023, τα ίδια πράγματα λένε ουσιαστικά.
Ως προς την Νέα Δημοκρατία, όμως, ναι, είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι θα έχουμε επενδυτική βαθμίδα πριν το τέλος του 2023. Εδώ θα είμαστε, με το καλό -εφόσον τα πράγματα πάνε όπως ελπίζω ότι θα πάνε- να δούμε τελικά ποιος είχε δίκιο, σε κάποιους μήνες από τώρα.
Κ. Σερέτη (NEWSIT): Γεια σας, κ. Πρόεδρε. Θέλω να επιστρέψω στο θέμα της «κυβέρνησης ηττημένων». Γιατί επιμένετε τόσο έτσι σταθερά ότι η αντιπολίτευση θα προχωρήσει στη δημιουργία «κυβέρνησης ηττημένων», ενώ ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, για παράδειγμα, το διαψεύδει; Τι σας ωθεί να επιμένετε σε αυτό; Ο κ. Ανδρουλάκης λέει ψέματα όταν λέει «ούτε Τσίπρας, ούτε Μητσοτάκης»;
Και θέλω να ζητήσω και άλλη μία απάντηση από σας, θα θέλαμε για την επόμενη μέρα, αν εκλεγείτε, τι έχετε ακριβώς στο μυαλό σας. Θα έχει πολλούς εξωκοινοβουλευτικούς στο σχήμα το κυβερνητικό το καινούριο; Θα έχει, επίσης, κάποιους που δεν θα αλλάξουν χαρτοφυλάκιο;
Κ. Μητσοτάκης: Σας είπα την άποψή μου και επαναλαμβάνω αυτό το οποίο είπα και πριν: τη σημερινή τοποθέτηση του κ. Τσίπρα ότι «μετά τις εκλογές θα λάβουν τέλος οι μικροκομματικές υπερβολές».
Τι σημαίνει αυτό; Ότι «άλλα λέμε τώρα, και μετά τις εκλογές θα βρούμε έναν τρόπο να συνεννοηθούμε, αρκεί να φύγει ο Μητσοτάκης». Διότι αυτό που τους ενώνει όλους τελικά είναι η ανάγκη τους να υπάρχει κάποιος άλλος στην ηγεσία της χώρας.
Αυτό δε συνιστά εναλλακτική κυβερνητική πρόταση αλλά επαναλαμβάνω εάν βγαίνουν οι αριθμοί δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα το επιχειρήσουν. Είναι η προσωπική μου εκτίμηση, για όση αξία έχει, αλλά τονίζω ότι υπάρχει ένας τρόπος να είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι αυτό δεν πρόκειται ποτέ να γίνει. Κι αυτό είναι να είναι πολύ ισχυρή η Νέα Δημοκρατία στην κάλπη της επόμενης Κυριακής.
Τώρα, για την επόμενη κυβέρνηση δεν μπορώ να σας πω πολλά πράγματα. Αυτό το οποίο θέλω να τονίσω είναι ότι αυτήν την τετραετία δεν έκανα ριζικούς ανασχηματισμούς και πιστεύω ότι, τελικά, υπήρχε μία αξία να παραμένουν οι Υπουργοί στη θέση τους για μία ολόκληρη κυβερνητική θητεία, διότι πιστεύω ότι με αυτόν τον τρόπο έδειξαν καλύτερο έργο.
Προφανώς και σε μία νέα κυβέρνηση θα υπάρχουν πολύ πιο μεγάλες και πολύ πιο τολμηρές αλλαγές από αυτές που έχετε δει μέχρι σήμερα, στα πλαίσια των όποιων κυβερνητικών αλλαγών έκανα αυτή την τετραετία που μας πέρασε.
Λ. Κουρκουλός (Νέα Τηλεόραση Κρήτης): Κύριε Πρόεδρε, στο Συμβούλιο Επικρατείας αναμένεται να προσφύγει ο Δήμος Ηρακλείου κατά της έγκρισης της επιμέρους μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων για τις παρακάμψεις πόλεων του νέου Βόρειου Οδικού Άξονα Κρήτης, η οποία επιτρέπει τη συνέχιση της διχοτόμησης της πόλης από τον αυτοκινητόδρομο.
Σκοπός της προσφυγής, σύμφωνα με το Δήμο, είναι να πραγματοποιηθεί υπογειοποίηση του ΒΟΑΚ σε επιλεγμένα τμήματα που αφορούν τον αστικό ιστό. Ανάλογες αντιδράσεις έχουν προκύψει και από κατοίκους και επιχειρηματίες των Καλυβών του Δήμου Αποκόρωνα στα Χανιά, που ζητούν υπογειοποίηση τμήματος του ΒΟΑΚ, καθώς επικαλούνται και πρόκληση ηχορύπανσης.
Θα εισακουστούν αυτά τα αιτήματα των τοπικών κοινωνιών από τη Νέα Δημοκρατία, κ. Πρόεδρε;
Κ. Μητσοτάκης: Κατ’ αρχάς να επαναλάβω το αυτονόητο ότι, η Νέα Δημοκρατία σέβεται πάντα τις αποφάσεις της Δικαιοσύνης και οποιοσδήποτε θεωρεί ότι θίγεται έχει τη δυνατότητα να προσφεύγει σε αυτήν και να αναμένει την εκδίκαση της απόφασής του.
Αλλά από εκεί και πέρα, να πω δύο πράγματα για τον ΒΟΑΚ. Για πρώτη φορά έχουμε ένα έργο το οποίο ξέρουμε πια μετά βεβαιότητας ότι μπορεί να γίνει πράξη. Ήδη εργοτάξια έχουν ξεκινήσει στο πρώτο κομμάτι του ΒΟΑΚ, το δημόσιο έργο κοντά στον Άγιο Νικόλαο. Έχει υπογραφεί το δεύτερο κομμάτι που αφορά τη σύμπραξη δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, το έργο περί την Χερσόνησο, και ήδη έχουν κατατεθεί τρεις προσφορές για το μεγάλο κομμάτι της σύμβασης παραχώρησης για το κομμάτι Ηράκλειο – Χανιά, με τις σχετικές προαιρέσεις για να φτάσει τελικά ο δρόμος μέχρι το Καστέλι.
Κατανοώ ότι κάθε τοπική κοινότητα μπορεί να αισθάνεται ότι η χάραξη θα ήθελε να είναι λίγο διαφορετική. Όμως, δεν είμαι διατεθειμένος αυτή τη στιγμή να κάνω αλλαγές. Είναι ένα πάρα πολύ μεγάλο έργο. Ας αναλογιστούμε όλοι -και χρησιμοποιώ πρώτο πληθυντικό ως Κρητικός- την τεράστια σημασία αυτού του έργου. Το φόρο αίματος τον οποίο πληρώνουμε κάθε χρόνο επειδή έχουμε μείνει με ένα δρόμο ο οποίος έρχεται ουσιαστικά από τη δεκαετία του ’60.
Την τεράστια αναπτυξιακή δυναμική που θα δώσει στην Κρήτη ο νέος ΒΟΑΚ. Ας αφήσουμε στην άκρη λίγο τα τοπικά συμφέροντα και ας δούμε επιτέλους για μια φορά την μεγάλη εικόνα.
Α. Σκέρτσος: Κύριε Πρόεδρε, σας ευχαριστούμε πολύ για τις απαντήσεις. Έγιναν 16 ερωτήσεις συνολικά, συμπληρώσαμε σχεδόν μια ώρα συνέντευξης Τύπου. Ευχόμαστε καλό μεσημέρι, καλή Κυριακή σε όλες και όλους.