Δευτερολογία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη, στη συζήτηση για το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων για την «Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις»
Κατ’ αρχάς, χαίρομαι κυρίες και κύριοι συνάδελφοι που η συζήτηση ουσιαστικά περιορίστηκε στα ζητήματα της Παιδείας.
Πράγματι κύριε Τσίπρα, μην ανησυχείτε θα έχουμε καιρό να συζητήσουμε και τα υπόλοιπα θέματα τα οποία έχουν να κάνουν με τον ευρύτερο δημόσιο διάλογο και την ποιότητα του δημόσιου λόγου. Θα τα κουβεντιάσουμε αυτά σε άλλη ευκαιρία.
Επιτρέψτε μου μόνο μία εισαγωγική τοποθέτηση – απάντηση σε όσα είπε η κυρία Γεννήματα για τα ζητήματα της πανδημίας.
Κυρία Γεννηματά, όταν αγωνιζόμαστε να πείσουμε συμπολίτες μας ότι πρέπει να εμβολιαστούν, δεν διχάζουμε τους πολίτες. Χρησιμοποιούμε τον ορθό λόγο και την επιστημονική γνώση για να επιχειρηματολογήσουμε στέρεα, γιατί ο εμβολιασμός είναι η μόνη απάντηση για να μπορέσουμε να τελειώνουμε με τον εφιάλτη της πανδημίας. Είναι διχαστική πολιτική αυτή;
Εξηγείστε μου πώς ακριβώς αντιλαμβάνεστε το διχασμό, σε μία κυβέρνηση η οποία δεν κάνει τίποτα παραπάνω και τίποτα λιγότερο από αυτό το οποίο προσπαθούν να κάνουν όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου. Διότι η επιφυλακτικότητα με τους εμβολιασμούς όπως γνωρίζετε καλά, δεν είναι ελληνικό φαινόμενο. Είναι παγκόσμιο φαινόμενο. Έχουμε συμπολίτες μας οι οποίοι ιδεολογικά μπορούν να κατατάσσονται στην κατηγορία των επί της αρχής αρνητών.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο να τους πείσουμε να κάνουν το βήμα και να εμβολιαστούν. Έχουμε και πολλούς άλλους συμπολίτες μας όμως, οι οποίοι μπορεί, ακόμα για λόγους οι οποίοι σε ένα βαθμό είναι κατανοητοί, να διστάζουν, να φοβούνται, να θεωρούν ότι ενδεχομένως το πρόβλημα θα λυθεί πριν αναγκαστούν και αυτοί να πάρουν μία απόφαση που προφανώς για τον εαυτό τους τη θεωρούν δύσκολη.
Κάνουμε μία μεγάλη προσπάθεια, λοιπόν, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα τα οποία έχουμε στη διάθεσή μας, να πείσουμε τους πολίτες, έχοντας όλα τα δεδομένα στη διάθεσή μας. Με σημαντικότερο επιχείρημα το γεγονός ότι σήμερα το 4ο κύμα είναι ένα κύμα το οποίο αφορά σχεδόν αποκλειστικά, όχι μόνο, αλλά σχεδόν αποκλειστικά τους ανεμβολίαστους. Και τι πιο ισχυρό επιχείρημα από το να δούμε τα δεδομένα των νοσηλειών, των εντατικών και των θανάτων, τους τελευταίους μήνες. Γι’ αυτό και κάνω, ακόμα και σήμερα πάλι από το βήμα της Βουλής, έκκληση στους συμπολίτες μας οι οποίοι ακόμα δεν έχουν πάρει την απόφαση να σπεύσουν και να εμβολιαστούν για να προστατεύσουν πέρα και πάνω από όλα τους εαυτούς τους.
Η μετάλλαξη Δ είναι εξαιρετικά μεταδοτική. Η πιθανότητα να κολλήσει κάποιος κορονοϊό και να ταλαιπωρηθεί σημαντικά και ενδεχομένως να κινδυνεύσει η ζωή του αν είναι ανεμβολίαστος, είναι πολλαπλάσια σε σχέση με κάποιον συμπολίτη μας ο οποίος είναι εμβολιασμένος. Άρα η επιχειρηματολογία υπέρ του κοινού καλού, υπέρ της κοινωνικής ευθύνης, η επίκληση των σχετικών άρθρων του Συντάγματος δεν συνιστά σε καμία περίπτωση διχαστική πολιτική. Και θα ήταν καλό πράγματι εάν στον τομέα αυτό είχαμε τελείως ξεκάθαρες θέσεις από όλα τα κόμματα, αντί κάποιοι να προσπαθούν να τσαλαβουτούν στα θολά νερά της σύγχυσης, κλείνοντας το μάτι και σε αυτούς οι οποίοι ενδεχομένως ακόμα σήμερα να προβληματίζονται και να μην έχουν πάρει την οριστική απόφαση.
Λυπάμαι, κύριε Τσίπρα, γιατί κάνατε πίσω στο ζήτημα του υποχρεωτικού εμβολιασμού για τους υγειονομικούς και για τους εργαζόμενους στις μονάδες φροντίδας ηλικιωμένων. Είχα αντιληφθεί από την αρχική σας τοποθέτηση ότι θα στηρίζατε αυτή την πρωτοβουλία, όπως έκανε καθαρά και χωρίς αστερίσκους το Κίνημα Αλλαγής. Αλλά το να εισάγετε στο δημόσιο διάλογο αυτή την έννοια της … “υποχρεωτικής προαιρετικότητας” πραγματικά καινοτομήσατε. Αλλά, ξέρετε, όταν πατάτε σε δύο βάρκες καταλήγετε να μην αρέσετε. Όταν θέλετε να αρέσετε σε όλους, η πιθανότητα είναι να μην αρέσετε τελικά σε κανέναν. Και φοβάμαι ότι στο συγκεκριμένο θέμα δεν φερθήκατε με την ανάλογη υπευθυνότητα που σας αναλογεί.
Έρχομαι τώρα στα ζητήματα που αφορούν την ημερήσια διάταξη, τα ζητήματα της Παιδείας. Κατ’ αρχάς, να σας ενημερώσω απλά, κύριε Τσίπρα -γιατί ίσως δεν το γνωρίζετε- ότι έδωσα πανελλήνιες εξετάσεις διότι όταν τελείωνα το σχολείο οι πανελλήνιες εξετάσεις ήταν απαραίτητες, προκειμένου να προσμετρηθεί ο βαθμός τους στο βαθμό του απολυτηρίου. Κατά συνέπεια, μπορεί να μην είχα ενδιαφέρον να φοιτήσω σε ελληνικό πανεπιστήμιο, είχα όμως ενδιαφέρον να πάω καλά, διότι δεν ήθελα σε καμία περίπτωση να αποφοιτήσω με ένα βαθμό χαμηλότερο σε σχέση με τις επιδόσεις μου στο σχολείο.
Και νομίζω ότι όλοι όσοι ζούμε την ελληνική πραγματικότητα, ασχέτως με το πού επιλέγουμε να σπουδάζουν τα παιδιά μας, έχουμε μία πάρα πολύ καλή αίσθηση της τεράστιας προσπάθειας, κόπου, άγχους, αγωνίας, που το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων συνεπάγεται για τα παιδιά και τις οικογένειές τους.
Είναι ένα σύστημα το οποίο μπορεί να έχει κάποιες αδυναμίες, που χρήζουν βελτίωσης, παραμένει όμως ένα σύστημα βαθιά αντικειμενικό και -τολμώ να πω- βαθιά αξιοκρατικό. Διότι σίγουρα επιβραβεύει αυτούς οι οποίοι έχουν δουλέψει περισσότερο. Σε μια διαγωνιστική διαδικασία πάντα μπορεί να συμβεί ένα ατύχημα και το να μην περάσεις σε ένα πανεπιστήμιο δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να λογίζεται ως αποτυχία ζωής.
Όμως εξακολουθώ να πιστεύω ότι τα πλεονεκτήματα αυτού του συστήματος σε σχέση με άλλα συστήματα εισαγωγής, είναι περισσότερα από τα μειονεκτήματα. Και σίγουρα δίνουν τη δυνατότητα σε παιδιά χαμηλότερων εισοδηματικών τάξεων να διαγωνιστούν επί ίσοις όροις και να διεκδικήσουν θέσεις στο δημόσιο πανεπιστήμιο μέσα από μια αντικειμενική αξιοκρατική διαδικασία.
Αρκεί να ρίχνει κανείς μια ματιά -το κάνω πάντα γιατί έχει πολύ ενδιαφέρον- και στο κοινωνικό προφίλ των επιτυχόντων, των αριστούχων, αυτών οι οποίοι συγκέντρωσαν τα περισσότερα μόρια και μπήκαν στις σχολές της επιλογής τους, για να διαπιστώσει και την ευρεία κοινωνική διαστρωμάτωση και τη γεωγραφική διαστρωμάτωση. Αυτό σημαίνει ότι η είσοδος στο δημόσιο πανεπιστήμιο δεν είναι ταυτισμένη με συγκεκριμένα οικονομικά χαρακτηριστικά. Και αυτό σημαίνει πράγματι ότι το σύστημα των πανελλαδικών εξετάσεων λειτουργεί ως ένας κοινωνικός ιμάντας ο οποίος προωθεί την κοινωνική κινητικότητα.
Από εκεί και πέρα, η συζήτηση για την ελάχιστη βάση εισαγωγής είναι καλό που γίνεται σήμερα. Είναι καλό που γίνεται καταρχάς, γιατί μας δίνεται μια ευκαιρία να μιλήσουμε πιο ανοιχτά για το πως αντιλαμβανόμαστε συνολικά τη δημόσια εκπαίδευση μετά το Λύκειο, αλλά και για να γκρεμίσουμε ενδεχομένως ορισμένους μύθους, ορισμένα στερεότυπα τα οποία καλλιεργήθηκαν στην ελληνική κοινωνία εδώ και δεκαετίες και δεν θεωρώ τελικά ότι μας βοήθησαν συνολικά να προοδεύσουμε ως χώρα.
Καταρχάς πρέπει να σας πω ότι η απόφασή μας να επιβάλουμε την ελάχιστη βάση εισαγωγής δεν είναι μια δημοφιλής απόφαση. Είναι μια δύσκολη απόφαση. Είναι μια απόφαση η οποία έχει- και το αναγνωρίζουμε – πολιτικό κόστος. Είναι μια δυσάρεστη απόφαση. Μια απόφαση η οποία “ταράζει τα νερά” της εκπαίδευσης, διότι πράγματι έχει ως αποτέλεσμα να μειωθεί ο αριθμός των παιδιών που μπαίνουν σε πανεπιστημιακές σχολές. Όμως είναι μια απόφαση η οποία, κατά την άποψή μας, είναι επιβεβλημένη, όχι μόνο διότι αποτέλεσε μέρος του προεκλογικού μας προγράμματος.
Να θυμίσω ότι όλα όσα κάνουμε στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, κυρία Γεννηματά, κύριε Τσίπρα, αποτέλεσαν μέρος του προεκλογικού μας προγράμματος. Κάναμε πολλαπλές ημερίδες για την Παιδεία. Μίλησα πολλές φορές και για το ζήτημα της ελάχιστης βάσης εισαγωγής και για τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε το δημόσιο σχολείο, για την ανάγκη να δώσουμε παραπάνω ελευθερία στους εκπαιδευτικούς, να διευρύνουμε το γνωστικό αντικείμενο των σχολείων, να εισάγουμε την έννοια της αξιολόγησης.
Τίποτα από όλα αυτά δεν πρέπει να σάς είναι ξένο. Η Νέα Δημοκρατία είναι απολύτως συνεπής με αυτά τα οποία δεσμεύτηκε να κάνει. Είχαμε δεσμευτεί να επιβάλλουμε την ελάχιστη βάση εισαγωγής και το πράξαμε με έναν τρόπο πολύ πιο σωστό από αυτόν που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν, όταν έχει μπει μια ελάχιστη βάση του 10 και δίνοντας στα ίδια τα πανεπιστήμια, στο πλαίσιο του αυτοδιοίκητου, την δυνατότητα να καθορίσουν τα ίδια, μέσα σε ένα εύρος, το ύψος της βάσης εισαγωγής. Κρίνοντας τα ίδια ποια είναι τα γνωστικά αντικείμενα τα οποία θα ήθελαν με κάποιο τρόπο να επιβραβεύσουν.
Είπατε, κύριε Τσίπρα, ότι είμαστε περίπου στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τους αποφοίτους των Πανεπιστημίων και ως προς τους φοιτητές. Είναι λάθος. Λοιπόν, αυτά είναι τα ποσοστά αποφοίτων επί των φοιτητών στην Ευρώπη το 2018, με βάση τα στοιχεία της Eurostat. Είμαστε τελευταίοι. Τελευταίοι. Είμαστε επίσης πρώτοι μετά την Τουρκία, στον αριθμό των φοιτητών. Έχουμε, δηλαδή, σε σχέση με την υπόλοιπη Ευρώπη πολύ περισσότερους φοιτητές στα πανεπιστήμια εκ των οποίων πολύ λιγότεροι αποφοιτούν. Και το ερώτημα το οποίο πρέπει να απαντήσουμε είναι αν αυτό είναι καλό για την κοινωνία και αν είναι καλό, τελικά, για τους φοιτητές.
Πόσο χρήσιμο, τελικά, είναι να μπαίνει κάποιος μαθητής σε μια σχολή που δεν αποτελεί σχολή της προτίμησης του, με ένα πολύ χαμηλό βαθμό, μόνο και μόνο για να ισχυρίζεται ότι σπουδάζει. Ενδεχομένως για να ικανοποιήσει κάποια κοινωνικά και οικογενειακά στερεότυπα, ότι -εντός εισαγωγικών- «το παιδί πήγε στο Πανεπιστήμιο» και να οδηγούμε τα παιδιά αυτά συνειδητά -με διακομματική συμφωνία, μόνο και μόνο για να λέμε ότι πέρασαν στο Πανεπιστήμιο- σε σχολές από τις οποίες τελικά ούτε ενδιαφέρονται για το γνωστικό αντικείμενο -θα έρθω μετά στην ειδική περίπτωση στην οποία αναφερθήκατε- και έχουν πολύ μικρές πιθανότητες να αποφοιτήσουν.
Ταυτόχρονα, κοιτάξτε σήμερα την αγορά εργασίας. Τι διαπιστώνουμε; Με ανεργία 15% -θα το ξαναπώ- μια τεράστια δυσαρμονία μεταξύ της προσφοράς- δηλαδή, των αποφοίτων των Ελληνικών Πανεπιστημίων, όσων διεκδικούν θέση στην αγορά εργασίας- και της ζήτησης. Τι ζητά σήμερα η αγορά εργασίας; Αυτά δεν είναι εναρμονισμένα. Άλλα πράγματα σπουδάζουν τα παιδιά μας, άλλα πτυχία παίρνουν και άλλες δεξιότητες και γνώσεις ζητάει η αγορά εργασίας.
Λοιπόν, έχουμε δύο επιλογές: ή να κλείσουμε τα μάτια μας τελείως σε αυτήν την πραγματικότητα, να συνεχίσουμε με την ίδια λογική, να έχουμε ένα πολύ υψηλό αριθμό εισακτέων στα Πανεπιστήμιά μας, να παραμελούμε πλήρως την Τεχνική Εκπαίδευση και να ισχυριζόμαστε και να προσποιούμαστε ότι όλα είναι καλά. Όχι, εγώ δεν έχω ήσυχη τη συνείδησή μου κ. Τσίπρα με αυτήν την πολιτική. Δεν έχω ήσυχη τη συνείδησή μου με αυτήν την προοπτική, να καθοδηγώ παιδιά προς τμήματα τα οποία δεν τα ενδιαφέρουν, από τα οποία μάλλον δεν θα αποφοιτήσουν.
Για να φτάσουν 24 – 25 ετών και να έχουν κάνει τι τελικά στη ζωή τους; Δείτε λίγο τι γίνεται στη Γερμανία. Η Γερμανία έχει πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, στα Πανεπιστήμια της. Έχει εξαιρετικά Πανεπιστήμια, έχει και πολύ μικρότερο αριθμό φοιτητών. Ταυτόχρονα έχει ένα εξαιρετικό σύστημα Τεχνικής Εκπαίδευσης. Εξαιρετικό σύστημα Τεχνικής Εκπαίδευσης με πολλές μαθητείες, σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Και έχει καταφέρει και έχει λύσει τον “Γόρδιο Δεσμό” της απασχόλησης μέσα από αυτό το διπλό δρόμο.
Αυτό προσπαθούμε να κάνουμε στην Ελλάδα. Δεν θα γίνει από τη μια στιγμή στην άλλη. Και όταν έρχεστε και λέτε, και εσείς και η κ. Γεννηματά, ότι είμαστε χορηγοί και ότι ο σκοπός μας είναι να στηρίξουμε τα κολέγια, γίνεστε τελικά εσείς με αυτά τα οποία λέτε, ο καλύτερος χορηγός των κολεγίων. Διότι ξεχνάτε ότι υπάρχουν τα δημόσια ΙΕΚ, τα οποία σήμερα αποτελούν τον έναν -μπορεί να βελτιωθεί βεβαίως και πρέπει να βελτιωθεί- μηχανισμό μεταλυκειακής εκπαίδευσης και κατάρτισης που έχουμε στη χώρα μας.
Γιατί λέτε λοιπόν στα παιδιά σήμερα ότι πρέπει να πάνε σε ιδιωτικό κολέγιο και δεν τους λέτε, να πάνε σε ένα δημόσιο ΙΕΚ; Άμα δείτε τα στοιχεία των αποφοίτων των δημοσίων ΙΕΚ βρίσκουν πιο εύκολα δουλειά από τις μισές σχολές των Πανεπιστημίων. Μπορεί να μην έχει το κύρος το δημόσιο ΙΕΚ που έχει το Πανεπιστήμιο. Ας κάνουμε λοιπόν μία μεγάλη προσπάθεια όλοι μαζί -και νομίζω ότι σε αυτό βοηθάει συνολικά και η πανδημία- να ξαναχτίσουμε την αξιοπρέπεια της δουλειάς, ασχέτως των τυπικών προδιαγραφών που τις συνοδεύουν.
Έχετε επιλέξει πολλές φορές να ειρωνευτείτε το σχόλιο το οποίο έκανα προεκλογικά. Διαστρεβλώσατε τελείως το νόημα της τοποθέτησής μου. Εξίσου αξιοπρεπής είναι οποιαδήποτε δουλειά σήμερα στη χώρα μας, ασχέτως εάν αυτός που την κάνει έχει διδακτορικό ή αν δεν έχει κάποιο πτυχίο. Η αξιοπρέπεια λοιπόν της δουλειάς που συνδέεται με την τεχνική εκπαίδευση πρέπει να καθιερωθεί στη χώρα μας, όχι απλά ως αποδεκτή, αλλά ως επιθυμητή.
Και εδώ ανταγωνιζόμαστε στερεότυπα τα οποία έρχονται από δεκαετίες πίσω. Δεν βοηθάμε όμως να τα σπάσουμε αυτά τα στερεότυπα με το να υποσχόμαστε σήμερα -με μεγάλη άνεση- ότι θα ανοίξουμε νέο μηχανογραφικό και όποιος δεν μπήκε στο Πανεπιστήμιο, θα μπει του χρόνου. Ανεφάρμοστες τελείως πολιτικές που απλά κλείνουν το μάτι σε κάποια παιδιά τα οποία μπορεί να απογοητεύτηκαν γιατί δεν πέρασαν σε ένα Πανεπιστήμιο.
Αυτή λοιπόν είναι η πραγματικότητα. Εμείς έχουμε μία απάντηση. Εσείς πώς απαντάτε λοιπόν; Σε αυτά τα στατιστικά εσείς, με αυτό το οποίο λέτε, πώς απαντάτε; Μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών, χαμηλότερο αριθμό αποφοίτων, μεγαλύτερη ανεργία. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Πρέπει, λοιπόν, να δώσετε μία απάντηση.
Εμείς δίνουμε αυτή την απάντηση. Δύσκολη απάντηση, το επαναλαμβάνω, θα έχουμε πολιτικό κόστος από αυτή την επιλογή, δεν έχω καμία αμφιβολία, γιατί όταν καλείσαι να έρθεις να αλλάξεις στερεότυπα θα πρέπει να συγκρουστείς ενδεχομένως με καταστάσεις. Το αναλαμβάνω με θάρρος γιατί ξέρω ότι κάνουμε το σωστό για την επόμενη γενιά.
Και για πείτε μου, κύριε Τσίπρα, εσείς που αναφέρεστε με τόσο απαξιωτικό τρόπο στα κολλέγια. Εν πάση περιπτώσει, κολλέγια είναι ένας μηχανισμός, είπατε να μην βάλουμε βάσεις στα κολλέγια, μα τα κολλέγια δεν είναι αναγνωρισμένα Πανεπιστήμια βάσει του Συντάγματος για να τους βάλουμε βάση.
Αλλά εσείς που μιλάτε τόσο απαξιωτικά για τα κολλέγια, για ρωτήστε τον κ. Φίλη, ο οποίος είναι δίπλα σας, γιατί όταν κάνατε προσκλήσεις εκπαιδευτικών, κ. Φίλη, και έχω εδώ με τη δικιά σας φαρδιά – πλατιά υπογραφή, δεχόσασταν και αποφοίτους κολλεγίων; Γιατί; Γιατί, αν είναι τόσο άσχημα τα κολλέγια; Σταματήστε, λοιπόν, αυτή την υποκρισία. Τα καταθέτω στα πρακτικά να τα δει και ο αρχηγός σας διότι μάλλον δεν τον είχατε ενημερώσει επαρκώς για όλα αυτά.
Και πείτε μου ήταν, κ. Τσίπρα, καλή η πολιτική, που ερχόσασταν με βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής και συστήνετε τμήματα σε όποιον βουλευτή ήθελε να κάνει το χατίρι στην τοπική του κοινωνία και έρχεστε να μας πείτε ότι αυτή είναι η σωστή πολιτική; Ε, κ. Φίλη; Εσείς, εσείς ένας άνθρωπος που έχετε άλλες απόψεις, συμφωνείτε με αυτή την πολιτική;
Έρχεται μία βουλευτική τροπολογία, και δεν ήρθε μία, ήρθανε καμιά τριανταριά αν θυμάμαι καλά. Είναι όλα τα τμήματα αυτή τη στιγμή των οποίων η λειτουργία έχει ανασταλεί. Και αυτό έχει πολιτικό κόστος για την Κυβέρνηση αλλά είναι το σωστό. Έχει ανασταλεί η λειτουργία τους.
Κύριε Τσίπρα, τι λέτε τώρα εκ των υστέρων που τα βλέπετε τα πράγματα από μία απόσταση που έχετε φύγει; Το να έρχονται βουλευτικές τροπολογίες της τελευταίας στιγμής να συστήνουν τμήματα χωρίς καμία απολύτως μελέτη μόνο και μόνο για να κλείσετε το μάτι σε μία τοπική κοινωνία, σε έναν τοπικό βουλευτή, μπας και ανοίξει καμία καφετέρια παραπάνω για να καλύψουμε τις ανάγκες των παιδιών. Αυτή είναι η ανάπτυξη την οποία οραματίζεστε με έμφαση την γνώση, την καινοτομία και την εξωστρέφεια; Τέτοια πολιτική θέλουμε; Τέτοια Πανεπιστήμια θέλουμε;
Έρχομαι τώρα στην πραγματικά ενδιαφέρουσα και τολμώ να πω και συγκινητική επιστολή την οποία διαβάσατε της μαθήτριας -δεν θυμάμαι το μικρό της όνομα, Ελένη- η οποία ήθελε να μπει στο μεταφραστικό, στο Ιόνιο πανεπιστήμιο. Είχαμε πράγματι λίγες τέτοιες περιπτώσεις παιδιών και είχαμε αντίστοιχα ζητήματα και στην Αρχιτεκτονική, όπου παιδιά έγραψαν καλά, αλλά δεν έπιασαν την ελάχιστη βάση εισαγωγής στο ειδικό μάθημα το οποίο είχε θέσει το Πανεπιστήμιο ως μάθημα προτεραιότητας.
Και υπήρχαν πράγματι περιπτώσεις, -ξέρω και εγώ τέτοιες περιπτώσεις- παιδιών όπου στο σχέδιο ας πούμε δεν έπιασαν το 14, έγραψαν λίγο κάτω από το 14, παρότι είχαν γράψει καλά στα υπόλοιπα μαθήματα. Καταρχάς να πω το εξής. Και τα παιδιά αυτά, – διότι μια τέτοια περίπτωση άλλη πήρε και αρκετή δημοσιότητα- θα εισαχθούν σε Αρχιτεκτονικές Σχολές. Απλά όχι στη σχολή της πρώτης προτεραιότητας επειδή το ίδιο το Πανεπιστήμιο επέλεξε -γιατί θεωρεί το σχέδιο ιδιαίτερα σημαντικό μάθημα- για να σπουδάσει κάποιος αρχιτέκτονας να βάλει τη βάση του 14.
Κάποιοι έγραψαν καλύτερα από τα παιδιά αυτά για να μπορέσουν να μπουν σε αυτές τις σχολές. Όπως κι εσείς όταν μπήκατε στο Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως Πολιτικός Μηχανικός κάποιοι δεν μπήκαν γιατί προφανώς έγραψαν χειρότερα από εσάς. Αυτή είναι η λογική των εξετάσεων, είναι ένα ανταγωνιστικό σύστημα, επιβραβεύονται αυτοί που γράφουν καλύτερα. Και οι κανόνες είναι γνωστοί εκ των προτέρων. Και αν υπάρχουν κάποιες -να το πω και αυτό- αν υπάρχουν κάποιες τόσο ειδικές περιπτώσεις που είναι πολύ λίγες, κάποιας στρέβλωσης την οποία δεν μπορούσαμε να είχαμε προβλέψει, εδώ είμαστε να δούμε εάν αυτές στο μέλλον μπορούν να διορθωθούν.
Δεν ακυρώνουν όμως τη συνολική μας πολιτική για την ελάχιστη βάση εισαγωγής. Και εγώ σας ρωτώ ευθέως και θα ήθελα να απαντήσετε διότι αναφερθήκατε σε ορισμένα πολύ ειδικά παραδείγματα αλλά δεν πρέπει σε καμία περίπτωση το ειδικό να επισκιάσει το γενικό: Σήμερα συμφωνείτε ναι ή όχι κάποιος ο οποίος γράφει κάτω από 5 να μπαίνει στο δημόσιο Πανεπιστήμιο; Θα ήθελα ένα ναι ή ένα όχι. Αναφερθήκατε στις ειδικές περιπτώσεις.
Διότι να σας πω και κάτι; Στο μυαλό μου, όταν έρχεσαι και γράφεις 3, συνιστά μια περιφρόνηση. Συνιστά μια περιφρόνηση της όλης διαδικασίας. Διότι έρχεσαι και λες ουσιαστικά δεν με νοιάζει τι θα γράψω διότι γνωρίζω πολύ καλά ότι υπάρχουν τμήματα τα οποία δεν έχουν κανένα ενδιαφέρον άρα θα μπω με οποιονδήποτε βαθμό. Αυτό συνέβαινε.
Λοιπόν, θα μπεις με οποιονδήποτε βαθμό ναι, αλλά ποιο είναι το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας; Και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η δημόσια εκπαίδευση χρηματοδοτείται από το υστέρημα του Έλληνα φορολογούμενου. Και όπως ο φοιτητής έχει δικαιώματα έτσι πρέπει να έχει και κάποιες υποχρεώσεις. Δεν υπάρχουν στη ζωή δωρεάν πράγματα τα οποία δεν συνεπάγεται από πλευράς του αποδοχέα μιας δημόσιας υπηρεσίας, κάποιας ελάχιστης υποχρέωσης.
Θα ήθελα, λοιπόν, όταν δευτερολογήσετε να μιλήσετε και να πείτε ξεκάθαρα εάν συμφωνείτε με τις πάρα πολλές περιπτώσεις- γιατί εκεί αναφερόμαστε, αυτή είναι η πλειοψηφία των φοιτητών- οι οποίοι έμειναν έξω από τα Πανεπιστήμια, αν συμφωνείτε, κ. Φίλη, κ. Τσίπρα, με τις περιπτώσεις φοιτητών οι οποίοι έγραψαν 3, 4 και 5 και επί του προηγούμενου καθεστώτος έμπαιναν στα δημόσια Πανεπιστήμια.
Η δική μας άποψη είναι ξεκάθαρη. Πέραν του γεγονότος ότι καθοδηγούμε τα παιδιά, όπως είπα, σε τμήματα τα οποία ούτε τα ενδιαφέρουν, ούτε από τα οποία θα αποφοιτήσουν για μένα, ειδικά οι πολύ χαμηλοί βαθμοί συνιστούν και μια περιφρόνηση της ίδιας της διαγωνιστικής διαδικασίας. Είναι μια -τολμώ να πω- έλλειψη σεβασμού στην προσπάθεια όλων των υπολοίπων. Και ναι, η ίδια η έννοια της εξέτασης συνεπάγεται και την ιεράρχηση των βαθμών. Ξεκινάμε από τον πρώτο και καταλήγουμε στη βάση. Στον τελευταίο ο οποίος μπαίνει, στο όριο.
Έτσι λειτουργούν τα ανταγωνιστικά εξεταστικά συστήματα. Κι επειδή ζούμε σε ένα σκληρό κόσμο, πολύ ανταγωνιστικό, όχι μόνο στην Ελλάδα, παντού, το να κλείνουμε γενικά το μάτι στα παιδιά, σε λογικές ήσσονος προσπάθειας, δεν νομίζω ότι τους κάνουμε καλό. Χωρίς να σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουμε, ξέρετε, την ιδιαιτερότητα των νέων και την ανάγκη να μπορούν να ζουν μια πλήρη και γεμάτη ζωή, μακριά από τα θρανία τους, με όλη την κοινωνική ζωή που η νεολαία πάντα έχει έφεση σε αυτήν.
Λοιπόν, από κει και πέρα και όλη αυτή η προσπάθεια την οποία κάνετε συνειδητά, να πείτε πόσο μακριά είμαστε εμείς από τους νέους και πόσο εσείς ταυτίζεστε με την νεολαία, επαναλαμβάνω, προτιμώ να είμαι χρήσιμος και να κάνω παρεμβάσεις των οποίων τα αποτελέσματα δεν θα τα δούμε τώρα, θα τα δούμε σε βάθος χρόνου.
Μπορεί καν να μην προφτάσει αυτή η Κυβέρνηση να δει τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής. Αυτό, όμως, είναι το σωστό και το επιβεβλημένο.
Και σε αυτή την πολιτική εμείς θα εξακολουθούμε να επιμένουμε συστηματικά. Συνεπείς με το προεκλογικό μας πρόγραμμα υλοποιούμε μια τολμηρή πολιτική για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα.
Και τέλος, δεν μπορώ να μην σχολιάσω το γεγονός, κ. Τσίπρα – τουλάχιστον η κ. Γεννηματά αναφέρθηκε σε πτυχές του νομοσχεδίου, κατάλαβα ότι ενοχλήθηκε ιδιαίτερα σε κάποιες αλλαγές που κάναμε μειώνοντας την εκπροσώπηση των παραδοσιακών συνδικαλιστών στα όργανα της διοίκησης – δεν μου κάνει εντύπωση ότι αυτή η κριτική έρχεται από τον δικό σας πολιτικό χώρο. Εξάλλου ο δικός σας χώρος έχει κάνει καριέρα στηρίζοντας συνδικαλιστές, όχι πάντα με το καλύτερο αποτέλεσμα για την Δημόσια Διοίκηση συνολικά. Αλλά εσείς, κ. Τσίπρα, ούτε μια λέξη δεν είπατε για το νομοσχέδιο. Ούτε μια λέξη.
Τελειώνω, λοιπόν, θέτοντάς σας κάποια πολύ απλά ερωτήματα: Συμφωνείτε ή όχι με την έννοια της αξιολόγησης; Ναι ή όχι; Παρακαλώ και μετά να πάμε στη συνέχεια να δούμε πως θα κάνουμε την αξιολόγηση. Συμφωνείτε ή όχι με τη διεύρυνση του γνωστικού αντικειμένου των σχολείων πέρα και πάνω από το σκληρό περιορισμό του ωρολογίου προγράμματος; Και τέλος, συμφωνείτε ναι ή όχι με το να δίνουμε περισσότερη αυτονομία στα σχολεία, περισσότερη ελευθερία στους καθηγητές; Συμφωνείτε -ναι ή όχι:- με την κατάργηση του μοναδικού συγγράμματος;
Είναι πολύ απλά όλα αυτά, μπορείτε να πείτε ένα ναι ή ένα όχι και μετά να επιχειρηματολογήσετε προφανώς. Αλλά όταν έρχεστε να μιλάτε στη Βουλή για ένα νομοσχέδιο θα μιλάτε για αυτό το νομοσχέδιο, κ. Τσίπρα. Έχουμε την ευκαιρία να κάνουμε άλλες συζητήσεις.
Θα αναμένω με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τις απαντήσεις που θα δώσετε στα ερωτήματα που σας έθεσα.