Δευτερολογία και τριτολογία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη στη Βουλή στη συζήτηση για την κύρωση της Συμφωνίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης της Γαλλικής Δημοκρατίας για την εγκαθίδρυση στρατηγικής εταιρικής σχέσης για τη συνεργασία στην άμυνα και την ασφάλεια
Δεν μπορώ να μην ξεκινήσω σχολιάζοντας την έκδηλη αμηχανία στη γλώσσα του σώματος του κ. Τσίπρα κάθε φορά που ο κ. Βαρουφάκης τού θυμίζει την εμβληματική κωλοτούμπα του 2015. Όμως πρέπει να πω, κ. Βαρουφάκη, ότι το 2021 δεν είναι 2015, ευτυχώς. Και η Ελλάδα την οποία περιγράφετε είναι η Ελλάδα του 2015, απότοκο των εγκληματικών επιλογών της τότε κυβέρνησης και της ανίερης συμμαχίας την οποία είχατε σχηματίσει με τον κ. Τσίπρα.
Η Ελλάδα του 2021 είναι μία Ελλάδα της οποίας η οικονομία αναπτύσσεται με γρήγορα βήματα. Είναι μία Ελλάδα στην οποία η ανεργία μειώνεται με τον ταχύτερο ρυθμό μείωσης από όλες τις χώρες της ευρωζώνης. Είναι μία Ελλάδα η οποία μπορεί και προσελκύει διεθνείς επενδύσεις, φέρνοντας πίσω στην πατρίδα μας θέσεις εργασίας από το εξωτερικό. Είναι μία Ελλάδα στην οποία μειώνονται όλοι οι φόροι, για όλους τους Έλληνες, όπως είχαμε δεσμευτεί προεκλογικά.
Είναι μία Ελλάδα υπερήφανη, ανταγωνιστική, που ξέρει από πού έρχεται και πού θέλει να καταλήξει. Και, ναι, είναι μία Ελλάδα η οποία μπορεί πια και έχει την οικονομική δυνατότητα, σχεδιάζοντας μακροπρόθεσμα, να κάνει επενδύσεις στις Ένοπλες Δυνάμεις τις οποίες εδώ και πάνω από μία δεκαετία -για λόγους που σας είναι πάρα πολύ καλά γνωστοί- δεν μπορούσε να κάνει.
Οφείλω να αναγνωρίσω ότι ο κ. Βαρουφάκης, αν μη τι άλλο, είναι συνεπής στη γραμμή την οποία υπηρετεί. Ξεκάθαρα μάς λέει ότι «δεν χρειάζεται να ξοδεύουμε καθόλου χρήματα για όπλα, να πάμε να παλέψουμε με τις δικές μας δυνατότητες, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει, διότι πολύ απλά δεν το αντέχουμε, είμαστε χρεοκοπημένοι και εν πάση περιπτώσει τα όπλα τα οποία θα μας πουλήσουν θα χρειαστούμε και την άδεια κάποιων για να τα χρησιμοποιήσουμε».
Είναι μία θέση με την οποία διαφωνώ κάθετα, όπως είναι εύλογο. Δεν νομίζω ότι εκφράζει παρά μόνο μία μικρή μειοψηφία του ελληνικού λαού, αλλά δεν μπορώ όμως να μην αναγνωρίσω, κ. Βαρουφάκη, ότι έχει μία εσωτερική συνέπεια αυτό το οποίο λέτε.
Δυσκολεύομαι, όμως, να πω το ίδιο για αυτά τα οποία άκουσα από τον κ. Τσίπρα. Και θα ήθελα να ξεκινήσω παίρνοντας αφορμή από κάτι το οποίο είπατε, κ. Τσίπρα. Δεν είπατε ότι είναι μία Συμφωνία που έχει κάποια προβλήματα τα οποία μπορούν ενδεχομένως να διορθωθούν, όπως είπε η κα Γεννηματά και ο κ. Βελόπουλος, είπαν βασικά ότι η Συμφωνία είναι μία καλή Συμφωνία, την υπερψηφίζουμε αλλά έχει ορισμένα ζητήματα. Δεν είπατε αυτό.
Είπατε ότι η Συμφωνία είναι κακή. Έτσι δεν είναι; Λοιπόν, με βάση τη Συμφωνία, διότι σωστά επισημάνθηκε ότι είναι Συμφωνία, όχι συνθήκη που παράγει Διεθνές Δίκαιο, η παρούσα Συμφωνία (όπως αναφέρεται) στο άρθρο 31 παράγραφος 4 κ. Τσίπρα -θα σας εξηγήσει ο κ. Κατρούγκαλος τη διαφορά- μπορεί να καταγγελθεί εγγράφως από καθένα από τα μέρη της. Θα την καταγγείλετε; Πείτε «ναι» ή «όχι»; Να γνωρίζουν οι Έλληνες πολίτες, να γνωρίζουν οι Γάλλοι, να γνωρίζουν δυστυχώς και οι Τούρκοι, οι οποίοι εμφανώς δεν χαίρονται με την υπογραφή αυτής της Συμφωνίας.
Οφείλετε, λοιπόν, να δώσετε μία ειλικρινή απάντηση στον Ελληνικό λαό εάν και αυτή τη Συμφωνία «με ένα νόμο και με ένα άρθρο» θα την καταγγείλετε εφόσον ο Ελληνικός λαός σας εμπιστευτεί και πάλι τις τύχες του τόπου. Διότι αυτό εννόησε τουλάχιστον, εάν κατάλαβα καλά, μία βουλευτής σας, η κα Τζούφη. Μας είπε ξεκάθαρα ότι «θα την αλλάξουμε τη Συμφωνία». Άρα θα την καταγγείλετε; Θα την επαναδιαπραγματευτείτε; Τι ακριβώς θα κάνετε;
Οφείλετε τουλάχιστον στη φίλη Γαλλία -φαντάζομαι ότι τη θεωρείτε σύμμαχο με βάση όλα αυτά τα οποία άκουσα- μία ειλικρινή απάντηση για να ξέρουμε όλοι πού στεκόμαστε και να αποτελεί και αυτό ένα κριτήριο των Ελλήνων πολιτών όταν θα προσέλθουν στις επόμενες κάλπες, το 2023.
Έρχομαι σε κάτι το οποίο είπατε, που το βρήκα αρκετά ενδιαφέρον. Είπατε ότι αλλάζουμε ως χώρα το αμυντικό μας δόγμα και το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής. Κοιτάξτε, κ. Τσίπρα, να τα ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα. Εάν το δόγμα της χώρας ήταν ότι η θάλασσα δεν έχει σύνορα και ότι ο καθένας μπορεί να μπαίνει στην Ελλάδα όποτε και όπως θέλει, τότε ναι αυτό το δόγμα το αλλάζουμε, κ. Τσίπρα.
Το αλλάζουμε, γιατί φυλάσσουμε επιτέλους τα σύνορά μας. Γιατί οι μεταναστευτικές ροές μειώθηκαν κατά 90% από αυτή την κυβέρνηση. Γιατί τον Μάρτιο του 2020 στον Έβρο δεν επιτρέψαμε μια εισβολή οργανωμένη από την Τουρκία που θα έθετε σε κίνδυνο την εθνική μας ακεραιότητα. Ναι, λοιπόν, το αλλάζουμε το δόγμα. Το αλλάζουμε.
Εάν, κ. Τσίπρα, το δόγμα της εξωτερικής πολιτικής επί δικών σας ημερών ήταν να παραγγέλνουμε φρεγάτες με leasing -αυτά μας έλεγε ο κ. Καμμένος- ωσάν να ήταν μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, εταιρικό αυτοκίνητο, τότε ναι το αλλάζουμε αυτό το δόγμα. Διότι δεν είναι σοβαρά πράγματα αυτά τα οποία λέγατε: τη μια θα πάρουμε φρεγάτες με leasing, την άλλη θα πάρουμε Fremm, όχι δεν θα πάρουμε Fremm θα πάρουμε Belharra.
Προφανώς αλλάζουμε και αυτό το δόγμα, διότι οι Ένοπλες Δυνάμεις χρειάζονται μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Και, ναι, το Γενικό Λογιστήριο χρειάζεται προβλεψιμότητα σε βάθος 10, 15 ετών για να μπορεί να διασφαλίσει στην πολιτική ηγεσία ότι οι πληρωμές οι οποίες θα γίνουν για τα εξοπλιστικά αυτά συστήματα δεν θα επιβαρύνουν δυσανάλογα πολύ τα δημόσια οικονομικά.
Εάν, κ. Τσίπρα, το δόγμα της χώρας ήταν να μιλάμε συνέχεια για την επίκληση του Διεθνούς Δικαίου αλλά να μην κάνουμε απολύτως τίποτα στο πεδίο, ναι και αυτό το δόγμα το αλλάζουμε. Γι’ αυτό και υπογράψαμε τη Συμφωνία με την Αίγυπτο. Γι’ αυτό υπογράψαμε τη Συμφωνία με την Ιταλία και γι’ αυτό επεκτείναμε τα χωρικά μας ύδατα από τα 6 στα 12 μίλια.
Αν το δόγμα μας, κ. Τσίπρα, ήταν να αφήνουμε τα υποβρύχιά μας χωρίς τορπίλες, να αφήσουμε τα πλοία επιφανείας μας σε μία κατάσταση που δυσχεραίνει ουσιαστικά τη δυνατότητα του Πολεμικού Ναυτικού να υπερασπιστεί το θαλάσσιο χώρο μας, ναι τότε και αυτό το δόγμα το αλλάζουμε κ. Τσίπρα.
Και τέλος αν το δόγμα μας ήταν να έχουμε Υπουργό Εθνικής Άμυνας τον κ. Καμμένο, όπου η γελοιότητα συναντούσε το κιτς και τη μεγαλομανία, ναι και αυτό το αλλάζουμε. Και είμαι υπερήφανος αυτή τη στιγμή για την ηγεσία του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, του Υπουργείου Εξωτερικών. Και κάντε τη σύγκριση αν θέλετε μεταξύ αυτής της κυβέρνησης και της κυβέρνησης την οποία εσείς είχατε το προνόμιο να ηγείστε.
Αναφερθήκατε σε κάτι ακόμα και νομίζω ότι όλοι αντελήφθησαν το υπονοούμενό σας. Είπατε ότι έχω πολύ μεγάλη αγωνία, έχω αγωνία να ολοκληρώσω και να κλείσω όλα τα εξοπλιστικά προγράμματα επί δικών μας ημερών, ωσάν αυτά τα οποία κάνουμε να μην απορρέουν από τον μακροχρόνιο σχεδιασμό των Ενόπλων Δυνάμεων, εγκεκριμένο από το ΚΥΣΕΑ και να υλοποιούμε εμείς ένα μέρος μόνο -το τονίζω- ένα μέρος μόνο των αιτημάτων των Ενόπλων Δυνάμεων. Διότι αυτά είναι αυτά τα οποία μπορούμε να υποστηρίξουμε οικονομικά.
Ναι, έχω αγωνία, κ. Τσίπρα. Έχω μεγάλη αγωνία. Όταν έχω την Τουρκία απέναντι με απειλή casus belli, έναν γείτονα ο οποίος είναι τύποις σύμμαχος στο ΝΑΤΟ πλην όμως φέρεται επιθετικά κατά της πατρίδος μας έχω αγωνία. Το ερώτημα είναι: εσείς είχατε αγωνία; Εσείς είχατε αγωνία; Γιατί εγώ έχω αγωνία, μεγάλη αγωνία έχω. Και είναι πρώτο μου μέλημα να θωρακίσω τη χώρα. Είναι πρώτο μου μέλημα να ξέρω ότι έχουμε μία ισχυρή αποτρεπτική δυνατότητα, αμυντική πάντα, αλλά να στείλουμε ένα μήνυμα ότι υπερασπιζόμαστε με τρόπο αξιόπιστο τα κυριαρχικά μας δικαιώματα και την κυριαρχία μας, έχοντας αξιόπιστες Ένοπλες Δυνάμεις.
Πράγματι, αυτή η Συμφωνία ακριβώς αυτό κάνει. Και η ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής, όπως είναι διατυπωμένη, είναι ένα εξαιρετικά ισχυρό εργαλείο το οποίο, ναι, σε αυτές τις περιπτώσεις, σε αυτές τις Συμφωνίες, η πρώτη τους χρησιμότητα είναι να δρουν αποτρεπτικά, διότι επιβεβαιώνουν τη βούληση της Γαλλίας να συνδράμει την Ελλάδα σε περίπτωση που αυτή δεχτεί επίθεση.
Και επειδή πολλά άκουσα και από τον κ. Βαρουφάκη, για το πού ήταν οι Γάλλοι την εποχή της μεγάλης έντασης, θέλω να σας θυμίσω, κ. Βαρουφάκη, ότι η Γαλλία ήταν η μόνη ευρωπαϊκή χώρα η οποία έστειλε και πολεμικά πλοία και αεροσκάφη -είχαμε κι άλλες χώρες από τον Κόλπο οι οποίες έκαναν αισθητή την παρουσία τους στο θέατρο της Ανατολικής Μεσογείου- όταν τα πράγματα δυσκόλεψαν πολύ πέρυσι τον Αύγουστο. Καταλάβετέ το.
Και μερικές φορές πραγματικά δυσκολεύομαι με τη μικρότητα και με τη μικροπολιτική προσέγγιση των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για κάτι το οποίο αποτελεί μία εθνική κατάκτηση, εάν θεωρείτε ότι αυτή η ρήτρα πραγματικά έχει αξία. Ο κ. Βαρουφάκης έχει μία άλλη άποψη, θεωρεί ότι αυτή η ρήτρα δεν έχει καμία αξία και ουσιαστικά αυξάνει τις εντάσεις.
Αλλά εσείς δεν λέτε αυτό, κ. Τσίπρα. Λέτε ότι η ρήτρα αυτή είναι ατελής επειδή δήθεν προασπίζεται, υπερασπίζεται την κυριαρχία μας, άρα αυτό είναι καλό, αλλά αφήνει ακάλυπτες τις ανάγκες μας να υπερασπιστούμε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Σας ξαναρώτησα: καταθέστε μου μια συμφωνία αμυντικής συνδρομής η οποία να κάνει ρητή αναφορά σε Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη και σε υφαλοκρηπίδα.
Βρείτε μου μία. Κύριε Κατρούγκαλε, εσείς έχετε μεγάλη εμπειρία στα θέματα αυτά, καταθέστε μου μια Συμφωνία που να κάνει ρητή αναφορά στα ζητήματα αυτά. Η Συμφωνία αναφέρεται στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και στο άρθρο 51, που είναι το Δικαίωμα της Νόμιμης Αυτοάμυνας έναντι οποιασδήποτε επίθεσης η οποία θα θέσει σε αμφισβήτηση την Ελληνική επικράτεια.
Και γνωρίζετε πάρα πολύ καλά, πρώτα και πάνω από όλα εσείς κ. Κατρούγκαλε -φαντάζομαι το ξέρετε και εσείς κ. Τσίπρα- ότι η ρήτρα της Αμοιβαίας Συνδρομής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης, η παράγραφος 42, εδάφιο 7, είναι μεν μια έκφραση συνδρομής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά δεν έχει ουσιαστικό μηχανισμό ενεργοποίησης. Έχει αδυναμίες αυτή η ρήτρα, σημαντικές, τις οποίες θα πρέπει, στα πλαίσια της συζήτησης για την στρατηγική αυτονομία, να τις συζητήσουμε.
Γιατί το θέμα αυτό το έθεσα στο ανώτατο επίπεδο, στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, τώρα που σε επίπεδο Επιτροπής τουλάχιστον, με αφορμή την λεγόμενη συζήτηση για την στρατηγική πυξίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα βάλουμε στο τραπέζι τις επιλογές μας, αν θέλουμε πραγματικά να προχωρήσουμε σε αυτό τον δρόμο της ευρωπαϊκής αυτονομίας.
Έχουμε λοιπόν εδώ μια ρήτρα, μια παράγραφο, την παράγραφο 2, η οποία είναι πολύ πιο ισχυρή από αυτό το οποίο διαθέταμε. Δεν μπορεί να μην αναγνωρίζετε ότι αυτό είναι τελικά θετικό για την χώρα. Και μας δίνει την δυνατότητα να συμπράξουμε με μια χώρα η οποία, εν πάση περιπτώσει, έχει σταθεί στο πλευρό της Ελλάδος, ιστορικά, με τρόπο αποτελεσματικό και ουσιαστικά.
Κάνατε μια αναφορά στο αν μπορούμε να αγοράσουμε και τις φρεγάτες Belharra, αν αντέχουμε να αγοράσουμε και τα Rafale. Σας διαβεβαιώνω ότι ναι, αντέχουμε να αγοράσουμε και τα δυο. Διότι τα μεν Rafale θα αποπληρωθούν το ‘21 και το ‘22 κάνοντας χρήση, ναι, και της ρήτρας διαφυγής. Κατά συνέπεια δεν θα επιβαρύνουν το έλλειμμά μας τα δυο χρόνια αυτά.
Οι δε Belharra θα αρχίσουν να αποπληρώνονται από το 2025 και μετά. Το ερώτημα όμως εδώ, κ. Τσίπρα, είναι εάν αυτή η Συμφωνία η οποία συνδέει προφανώς την απόκτηση των υπερσύγχρονων φρεγατών με την υπογραφή μίας συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας και εγκαθίδρυσης στρατηγικής εταιρικής σχέσης είναι ικανοποιητική και αν την είχατε επιδιώξει εσείς ή όχι στο παρελθόν.
Ξέρετε, μερικές φορές το να ψάχνει κανείς τα αρχεία του για να δει τι έχει πει ο πολιτικός του αντίπαλος έχει μεγάλη χρησιμότητα. Θυμάστε τι είχατε πει σε μία συνέντευξη που δώσατε στον ιστότοπο Militaire τον Δεκέμβριο του 2020; Το θυμάστε; Να σας το υπενθυμίσω λοιπόν εγώ: «Δεν έχω κανένα πρόβλημα με τα αεροσκάφη Rafale διότι η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων μου λέει ότι είναι ένα πολύ καλό και χρήσιμο όπλο».
«Αν μου έλεγε η άλλη πλευρά», προφανώς σε εμάς αναφέρεστε, ότι θα πάρουμε και Rafale αλλά «θα επιμείνουμε και σε φρεγάτες όπως οι Belharra, όχι κατά ανάγκη οι συγκεκριμένες, επαναλαμβάνω, δεν μπαίνω εγώ σε αυτή τη συζήτηση, αλλά σε κάθε περίπτωση που θα εξασφάλιζαν και μία αμυντική συμφωνία με τη Γαλλία». Αυτό το οποίο λέγατε ήρθαμε εμείς και το κάναμε και τώρα έρχεστε και το καταψηφίζετε.
Ξέρετε τι κάνατε κ. Τσίπρα σε αυτή τη συνέντευξη; Θεωρήσατε ότι βάζοντας τον πήχη τόσο ψηλά για την πατρίδα μας θα ήταν αδύνατον να τον φτάσουμε. Αυτό κάνατε. Δυστυχώς για εσάς, ευτυχώς για τη χώρα, περάσαμε πάνω από τον υψηλό πήχη τον οποίον βάλατε. Και τώρα εσείς είστε ο εκτεθειμένος, γιατί πρέπει να εξηγήσετε στον ελληνικό λαό γιατί αυτό το οποίο ζητούσατε να γίνει τον Δεκέμβριο του 2020 έρχεστε τώρα και το απορρίπτετε.
Σαχέλ. Η συμφωνία κ. Τσίπρα -την έχετε διαβάσει φαντάζομαι- λέει ξεκάθαρα στο άρθρο 18 «η συνεργασία αυτή μπορεί να λάβει, χωρίς να περιορίζεται σε αυτές, τις εξής μορφές» και λέει όντως κοινές δραστηριότητες, εκπαίδευση και στρατιωτικές ασκήσεις, συμμετοχή σε κοινές αναπτύξεις δυνάμεων ή αναπτύξεις σε θέατρα επιχειρήσεων, όπως για παράδειγμα της υπό Γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ.
Πόσες είναι οι επιχειρήσεις στο Σαχέλ κ. Τσίπρα, τις ξέρετε; Ποιες είναι οι δύο επιχειρήσεις στο Σαχέλ; Υπάρχει η βασική επιχείρηση, η Γαλλική επιχείρηση Barkhane, αμιγώς Γαλλική με στρατιωτική ισχύ σημαντική, η οποία προφανώς και εμπλέκεται σε εχθροπραξίες, πρωτίστως με τρομοκρατικές οργανώσεις οι οποίες συνδέονται με τον ISIS και με τα ακραία στοιχεία του ισλαμικού εξτρεμισμού.
Υπάρχει και μία ακόμα επιχείρηση, που είναι η Task Force Takuba, η οποία έρχεται και παρέχει υποστήριξη στη συνολική Γαλλική παρουσία στο Σαχέλ. Ποιες χώρες συμμετέχουν σε αυτήν την επιχείρηση, κ. Τσίπρα; Το Βέλγιο, η Δανία, η Εσθονία, η Ιταλία, η Νορβηγία, η Σουηδία, η Τσεχία. Συμμετέχουν υποστηρικτικά στις Γαλλικές επιχειρήσεις. Εξ όσων γνωρίζω όλες αυτές οι χώρες δεν έχουν υπογράψει καμία συμφωνία με την Γαλλία. Εξ όσων γνωρίζω οι πιο πολλές από αυτές τις χώρες δεν βρίσκονται καν στη Μεσόγειο.
Κρίνουν όμως σκόπιμο να υπάρχει μία δικιά τους παρουσία στο Σαχέλ υποστηρικτική -το τονίζω- της Γαλλίας, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί εν τη γενέσει του ένα φαινόμενο το οποίο απειλεί την ίδια την σταθερότητα της Ευρώπης, διογκώνει τις μεταναστευτικές ροές από το δίαυλο της Λιβύης και τελικά θέτει σε κίνδυνο ζωτικά συμφέροντα της Ευρώπης.
Θέλω να είμαι απολύτως σαφής, η Ελλάδα δεν έχει συμφωνήσει να συμμετάσχει σε αυτή τη δύναμη. Αλλά και να το έκανε, θα το έκανε μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όπως το κάνουν οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες. Οι λαϊκισμοί σας περί επιστροφών φερέτρων με την Ελληνική σημαία είναι ό,τι αθλιέστερο έχω ακούσει σε αυτή την αίθουσα από τότε που ανέλαβα την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου.
Και κλείνω με δύο γενικότερες παρατηρήσεις που αφορούν δύο αποστροφές σας, στην πρωτολογία σας. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει τίποτα πιο αστείο από το να αναφέρεστε εσείς, ειδικά εσείς κ. Τσίπρα, στη φράση του ποιητή μας ότι το εθνικό είναι το αληθές. Νομίζω ότι καταλαβαίνετε την ειρωνεία όταν εσείς μιλάτε για αλήθεια. Νομίζω ότι έχετε κατοχυρώσει στη συνείδηση του ελληνικού λαού αυτό το οποίο λέει ο Μπέρναρντ Σω «η τιμωρία του ψεύτη δεν είναι ότι δεν τον πιστεύουν, αλλά ότι αυτός δεν μπορεί να πιστέψει κανέναν».
Και τέλος πρέπει να σας πω ότι με ενόχλησε -και δεν νομίζω ότι ήμουν ο μόνος- μία αποστροφή την οποία κάνατε για τη «μικρή» Ελλάδα. Μιλήσατε για τη «μικρή» Ελλάδα. Η Ελλάδα κ. Τσίπρα είναι μικρή μόνον αν τη βλέπετε εσείς έτσι. Εμείς δεν βλέπουμε την Ελλάδα μικρή. Εμείς βλέπουμε μια χώρα με αυτοπεποίθηση, με ισχύ, με γεωπολιτική παρουσία, η οποία έχει ρόλο στην Ευρώπη, η οποία αποτελεί σταθεροποιητικό παράγοντα στην ανατολική Μεσόγειο.
Δεν είμαστε μια μικρή χώρα. Δεν πάσχουμε από μεγαλοϊδεατισμό, ξέρουμε που πατάμε, ξέρουμε πού θέλουμε να πάμε αυτή τη χώρα και δεν θα επιτρέψουμε σε κανέναν να φέρει την Ελλάδα στο μικρό δικό σας μέγεθος.
Τριτολογία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη
Σας οφείλω πράγματι, κα Γεννηματά, κάποιες απαντήσεις, διότι ασχολήθηκα δυσανάλογα στη δευτερολογία μου απαντώντας στον κ. Τσίπρα.
Δύο θέματα θίξατε, τα οποία θεωρώ ότι είναι σημαντικά. Το πρώτο αφορά τους δημοσιονομικούς στόχους από το ’23 και μετά. Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα έχει βρεθεί στην πρώτη γραμμή της ευρωπαϊκής συζήτησης για την αναμόρφωση του Συμφώνου Σταθερότητας, έτσι ώστε να ξεφύγουμε από ένα ασφυκτικό πλαίσιο ποσοτικών στόχων το οποίο την τελευταία δεκαετία απεδείχθη παντελώς ανεπαρκές να απαντήσει στις μεγάλες προκλήσεις της ζώνης του ευρώ.
Είμαστε, λοιπόν, στην πρώτη γραμμή αυτής της συζήτησης. Θα είναι μια εξαιρετικά σύνθετη διαπραγμάτευση αυτή η οποία θα γίνει. Αφορά όμως συνολικά την πορεία της ευρωζώνης από εδώ και στο εξής. Προφανώς και αφορά χώρες όπως η Ελλάδα οι οποίες έχουν μεγάλο χρέος και θα διεκδικήσουμε σε κάθε περίπτωση πολύ μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία από αυτήν που μας παρείχαν οι προηγούμενοι κανόνες.
Μέρος, λοιπόν, της συζήτησης αυτής είναι το κατά πόσο υπάρχουν είδη δαπανών τα οποία ενδεχομένως θα πρέπει να εξαιρεθούν από τον υπολογισμό των στόχων για τους οποίους θα δεσμευτούμε. Ενδεχομένως, λοιπόν, οι αμυντικές δαπάνες οι οποίες όντως βαρύνουν δυσανάλογα χώρες όπως η Ελλάδα που λόγω της γεωπολιτικής τους θέσης αναγκάζονται να ξοδέψουν περισσότερα χρήματα στην άμυνα -δεν είμαστε Λουξεμβούργο, δεν είμαστε Δανία, υποχρεωνόμαστε να έχουμε αυτές τις αμυντικές δαπάνες προκειμένου να είμαστε ασφαλείς και να έχουμε ισχυρή αποτρεπτική δύναμη- μέρος, λοιπόν, της συζήτησης θα αφορά και τη δυνατότητα να αντιμετωπίσουμε με διαφορετικό τρόπο δαπάνες που λόγω της θέσης μας, στην περίπτωση της Ελλάδος και όχι μόνο, είναι δυσανάλογα μεγάλες.
Το ίδιο ενδεχομένως θα μπορούσε να αφορά και τις δαπάνες του προσφυγικού. Είναι σωστή λοιπόν η παρατήρησή σας, σε αυτή την κατεύθυνση κινούμαστε και είναι μια συζήτηση η οποία θα έχει και βάθος και διάρκεια. Και θα έχουμε την ευκαιρία, σίγουρα, να συζητήσουμε αναλυτικά και στο εθνικό κοινοβούλιο τις προτάσεις της κυβέρνησης ενόψει αυτής της εξαιρετικά κρίσιμης διαπραγμάτευσης, που εκτιμώ ότι θα ξεκινήσει εντός του 2022.
Ελληνική προστιθέμενη αξία και ναυπηγεία. Έχετε διατελέσει Αναπληρώτρια Υπουργός Εθνικής Άμυνας και γνωρίζετε πολύ καλά ότι η ιστορία ναυπήγησης πλοίων του Πολεμικού Ναυτικού στα Ελληνικά ναυπηγεία ενίοτε υπήρξε εξαιρετικά πονεμένη ιστορία. Και γνωρίζετε πολύ καλά ότι, δυστυχώς, ο Έλληνας φορολογούμενος επωμίστηκε ένα εξαιρετικά υψηλό τίμημα απόκτησης πλοίων μόνο και μόνο για να λέμε ότι κρατάμε ζωντανά ναυπηγεία τα οποία, τουλάχιστον στο παρελθόν, δεν μπορούσαν να είναι ανταγωνιστικά και ούτε καν συνεπή στις δεσμεύσεις τους απέναντι στο Πολεμικό Ναυτικό.
Και το γνωρίζει πολύ καλά και ο Υπουργός, πόσο επώδυνη είναι αυτή η ιστορία και πόσο ακόμα δεν έχουμε παραλάβει την 7η πυραυλάκατο τύπου Ρουσσέν. Μιλάμε για ένα πρόγραμμα το οποίο είχε δρομολογηθεί πριν από 20 χρόνια.
Η επιλογή, λοιπόν, της Ελληνικής Κυβέρνησης για τις φρεγάτες -το τονίζω- ήταν σαφής: επίτευξη του καλύτερου δυνατού κόστους και της μεγαλύτερης δυνατής ταχύτητας. Και δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι αν επιλέγαμε ναυπήγηση πλοίου στην Ελλάδα το κόστος θα ήταν υψηλότερο. Και μάλιστα σε ναυπηγεία τα οποία δεν γνωρίζουμε αυτή τη στιγμή αν έχουν την δυνατότητα να χτίσουν με αξιοπιστία ένα τέτοιο πλοίο.
Πήραμε, λοιπόν, μία απόφαση. Διαπραγματευόμαστε όμως και έχουμε συμφωνήσει -γιατί υπάρχουν και πράγματα τα οποία έχουν συζητηθεί σε επίπεδο Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, αποτυπώνεται αυτό στη Συμφωνία αλλά θα γίνει πολύ πιο συγκεκριμένο όταν θα κλείσει η Συμφωνία οριστικά για τις Belharra- τη μεγαλύτερη δυνατή Ελληνική προστιθέμενη αξία, όπως το κάναμε και για τα Rafale, με πλοία όμως τα οποία θα χτιστούν στη Γαλλία.
Και μιας και μιλάμε για κόστος, κ. Τσίπρα, στη διαπραγμάτευση την οποία παραλάβαμε το κόστος για τα δύο πλοία ήταν υψηλότερο από το κόστος που θα πληρώσουμε για τρία πλοία. Γιατί έγινε αυτό; Είπατε δεν ήμασταν έτοιμοι πριν από ένα χρόνο. Ναι, δεν μας ικανοποιούσε η πρόταση των Γάλλων, δεν μας ικανοποιούσε.
Δεν χρειάζεται δα να είναι κανείς μεγάλος γνώστης των γεωπολιτικών ανακατατάξεων για να καταλάβει κανείς ότι μετά από αυτό το οποίο έγινε με τη συμφωνία με την Αυστραλία υπήρξε μία ευκαιρία μεγάλη για την Ελλάδα να μπορέσουμε να διαπραγματευτούμε πλοία σε πολύ καλύτερη τιμή και την αρπάξαμε αυτή την ευκαιρία και πήραμε και μία αμυντική συμφωνία. Τι παραπάνω θέλετε να κάνουμε δηλαδή;
Και βέβαια, μιας και μιλάμε για ναυπηγεία, δεν χρειάζεται να θυμίσω την κατάσταση στην οποία παραλάβαμε συνολικά το ναυπηγοεπισκευαστικό κλάδο στην χώρα μας, να μην το θυμηθώ αυτό.
Η περίπτωση του Σκαραμαγκά, η οποία ευτυχώς φαίνεται να βαίνει προς ευτυχή κατάληξη -αποκτήθηκε από ένα σημαντικό Έλληνα εφοπλιστή και ελπίζω και εύχομαι ότι θα μπορέσει να αναβιώσει την ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη στην Ελλάδα- αποτελούσε ένα πρόβλημα το οποίο όχι απλά δεν το ακουμπήσατε, το κάνατε πολύ χειρότερο.
Το ίδιο ίσχυε και με την περίπτωση της Σύρου, από την οποία με επισκέφτηκαν πριν από δύο-τρεις μέρες οι εργαζόμενοι. Ευχαρίστησαν την Ελληνική Κυβέρνηση για την βοήθεια που παρείχε. Έχουμε σήμερα ένα ανταγωνιστικό ναυπηγείο στη Σύρο, ζουν 700 οικογένειες από αυτό το ναυπηγείο, το οποίο μπορεί και παρέχει εξαιρετικές υπηρεσίες για βασικές επισκευές στους Έλληνες πλοιοκτήτες.
Έχουμε και τη μεγάλη εκκρεμότητα της Ελευσίνας, η οποία θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να συμμετέχει και αυτή στο χτίσιμο άλλων πλοίων, όχι φρεγατών -το τονίζω- μικρότερων πλοίων. Ενδεχομένως ναι, θα μπορούσαμε να έχουμε προστιθέμενη αξία από την Ελευσίνα.
Ο Σκαραμαγκάς θα μπορούσε βεβαίως να εμπλακεί σε επισκευές. Θυμίζω ότι οι ΜΕΚΟ -νομίζω τρεις από τις ΜΕΚΟ- χτίστηκαν στον Σκαραμαγκά. Θα μπορούσε, λοιπόν, ο Σκαραμαγκάς να εμπλακεί στο κομμάτι της αναμόρφωσης μέσης ζωής των ΜΕΚΟ.
Άρα θέλουμε προστιθέμενη αξία και για τα ναυπηγεία μας και πιστεύουμε ότι θα καταφέρουμε και τα τρία ναυπηγεία μας να τα κρατήσουμε ζωντανά. Και η Ελλάδα πρέπει να ξαναμπεί στη ναυπηγοεπισκευαστική δραστηριότητα και μπορούμε να το κάνουμε. Έχουμε τους τεχνίτες, έχουμε τους ανθρώπους, έχουμε την ποιότητα, έχουμε τη γνώση, έχουμε την ανταγωνιστικότητα με άλλα λόγια.
Δεν θα ανταγωνιστούμε ποτέ την Τουρκία σε επίπεδο τιμών, ειδικά στις επισκευές, και δεν θα έπρεπε, αλλά σε επίπεδο σχέσης κόστους, ταχύτητας, χρόνου που μένει ένα πλοίο μέσα στο ναυπηγείο, πράγματα πολύ σημαντικά για έναν εφοπλιστή, ιδιοκτήτη πλοίων ο οποίος θα επιλέξει να επισκευάσει το πλοίο του σε ένα Ελληνικό ναυπηγείο. Και βέβαια το Πολεμικό Ναυτικό πρέπει να διαθέτει τουλάχιστον ένα ναυπηγείο Ελληνικό για να μπορεί να κάνει τις βασικές επισκευές του. Αυτός είναι ο σκοπός μας, λοιπόν, και αυτό είναι το σχέδιό μας.
Θα κλείσω με μία αναφορά σε ένα ζήτημα το οποίο θίξατε και οι δυο σας. Δεν θέλω να το αφήσω αναπάντητο. Αναφερθήκατε στη διαγραφή του κ. Μπογδάνου.
Κοιτάξτε να δείτε, από την πρώτη στιγμή που εκλέχθηκα Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και σίγουρα από τότε που ανέλαβα Πρωθυπουργός, ανέλαβα μία δέσμευση απέναντι στον Ελληνικό λαό: να μην ξύνουμε τις πληγές του παρελθόντος αλλά να εργαζόμαστε για να τις επουλώσουμε. Και αυτή τη δέσμευσή μου κάνω πράξη. Και όποιος ξεπεράσει τα όρια τα οποία θέτουμε ως παράταξη συνολικά σε αυτή την κατεύθυνση, θα γνωρίζει ότι δεν έχει θέση στην Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας. Σας ευχαριστώ.