Χαμηλώνει το πήχη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η έκθεση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο της ετήσιας υπουργικής Συνόδου του Οργανισμού, στην οποία την Ελλάδα εκπροσώπησε ο υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρης Παπαδημητρίου.
Σύμφωνα με την έκθεση του ΟΟΣΑ το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας αναμένεται να αυξηθεί φέτος, σε ποσοστό 1,1%, έναντι 1,8% που είναι η πρόβλεψη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης. Μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ σε ποσοστό της τάξης του 2,8% προβλέπει ο ΟΟΣΑ για το 2018.
Ευοίωνες είναι οι προβλέψεις του Οργανισμού και για την ανεργία, η οποία εκτιμά ότι θα μειωθεί σταδιακά, καθώς η οικονομία θα αναπτύσσεται και περισσότεροι άνθρωποι θα μπαίνουν στην αγορά εργασίας. Άνοδο θα σημειώσουν επίσης οι επενδύσεις, οι εξαγωγές και η κατανάλωση. Ωστόσο, η αυξανόμενη εγχώρια ζήτηση θα οδηγήσει σε υψηλότερες εισαγωγές. Την ίδια στιγμή ο ΟΟΣΑ σημειώνει πως η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης έχει υπονομεύσει την καταναλωτική και επιχειρηματική εμπιστοσύνη και έχει κρατήσει υψηλά τα spreads στις αποδόσεις των ομολόγων. Εντούτοις, η προκαταρκτική συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης που επιτεύχθηκε τον Μάιο έχει ήδη βελτιώσει τις προοπτικές για μια αντιστροφή στο οικονομικό αίσθημα και έχει περιορίσει τα spreads στις αποδόσεις των ομολόγων.
Στην έκθεση υπογραμμίζεται επίσης, ότι παρά τη σταδιακή αλλά σταθερή χαλάρωση των capital controls, οι συνθήκες χρηματοδότησης παραμένουν σφιχτές.
Από την πλευρά τους οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να βασίζονται, αν και σε μικρότερο βαθμό, στον Μηχανισμό Έκτακτης Ρευστότητας της Τράπεζας της Ελλάδος.
Αναφορικά με το ελληνικό δημόσιο χρέος ο ΟΟΣΑ προβλέπει ότι θα μειωθεί σε αναλογία με το ΑΕΠ αλλά θα παραμείνει υψηλό για ένα διάστημα, υπογραμμίζοντας ότι η ελάφρυνση του χρέους θα αυξήσει την ανάπτυξη και θα ισχυροποιήσει την ικανότητα της Ελλάδας να διαχειριστεί το χρέος της.
Η ελάφρυνση του χρέους θα ανοίξει τον δρόμο για περίληψη στο πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και, σε συνδυασμό με περαιτέρω πρόοδο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και στη φορολογική συμμόρφωση, θα επιτρέψει χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και περισσότερες δημόσιες δαπάνες σε υψηλής ποιότητας επενδυτικά πρότζεκτ, όπως περιγράφονται στο Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2018-2021.
Παράλληλα, στην έρευνα αναφέρεται ότι η συνεχιζόμενη αξιολόγηση στις δαπάνες μπορεί να μεταβάλει τις προτεραιότητες, δίνοντας τη δυνατότητα να αυξηθούν οι πόροι για προγράμματα κοινωνικής υποστήριξης, όπως προγράμματα κατά της φτώχειας, αναζήτησης εργασίας και κατάρτισης.
Επίσης, η ενίσχυση του εγγυημένου κατώτατου εισοδήματος, στοχευμένα προγράμματα σίτισης στα σχολεία και αρωγής για στέγαση, θα ανακούφιζαν τη φτώχεια.
Σε ότι αφορά τις ιδιωτικοποιήσεις, η επιτάχυνση του προγράμματος είναι κρίσιμης σημασίας για να έρθει χρηματοδότηση από τον ιδιωτικό τομέα και να αυξηθεί τα έσοδα του κράτους και η αξία των περιουσιακών στοιχείων του κράτους.
Ύψιστης σημασίας για να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα είναι και η συνέχιση στη βελτίωση της φορολογικής διοίκησης και της διεύρυνσης της φορολογικής βάσης.