Θα ήθελα να προσθέσω λίγες μόνο σκέψεις στα όσα πολύ σημαντικά είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με αφορμή αυτή την σημαντική εκδήλωση με την οποία εκκινούμε ως ελληνική πολιτεία -με τη στήριξη του Ιδρύματος Μαριάννα Βαρδινογιάννη- τις εκδηλώσεις με τις οποίες θυμόμαστε και πάλι τα σπουδαία πράγματα που έγιναν σε αυτήν την χώρα πριν από 2.500 χρόνια.
Επιτρέψτε μου εισαγωγικά, παίρνοντας το νήμα από όσα είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, να υπερθεματίσω στην τελευταία του παρατήρηση και να τονίσω πόσο σημαντικό είναι οι ιστορικές αυτές αναφορές να μην παρερμηνευτούν στα πλαίσια μιας σύγχρονης ανάγνωσης περί πολέμων των πολιτισμών.
Δεν αφορούν αυτές οι εορταστικές εκδηλώσεις την αναβίωση αυτής της προσέγγισης/ανάγνωσης της σημερινής εξαιρετικά περίπλοκης παγκόσμιας πραγματικότητας. Έχει δίκιο ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, όταν λέει ότι αν κάτι μας λείπει σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, είναι ο διάλογος μεταξύ των πολιτισμών, η καλύτερη κατανόηση, οι ανοιχτές θύρες επικοινωνίας. Και όσο οχυρωνόμαστε πίσω από απλοϊκά στερεότυπα τα οποία ερμηνεύουν πολύπλοκες καταστάσεις τόσο κινδυνεύουμε και εμείς να γίνουμε θύματα αυτών των στερεοτύπων και αυτών των προκαταλήψεων. Ο σημερινός κόσμος είναι εξαιρετικά πολύπλοκος για να μπορούμε να τον αναλύουμε μόνο με τέτοια εργαλεία.
Η ιστορία όμως έχει την ιδιαίτερη σημασία της και επιτρέψτε μου να ξεκινήσω την τοποθέτησή μου φέρνοντας ξανά στο μυαλό μου τα λόγια του ιστορικού Βασίλη Παναγιωτόπουλου, ο οποίος έγραφε ότι, “Στην εποχή μας ο κόσμος στρέφεται και πάλι στις σελίδες του παρελθόντος, καθώς ο ρόλος της Ιστορίας γίνεται θεραπευτικός. Και αν αυτό δηλώνει μία εσωτερική τάση κοινωνικής αυτογνωσίας για αναζήτηση του εαυτού μας, τότε πρόκειται για κάτι πολύ θετικό”.
Το απώτατο παρελθόν μας -γεμάτο δόξα, αλλά και πισωγυρίσματα- πιστεύω ότι ακριβώς υπό αυτό το πρίσμα πρέπει να ιδωθεί.
Να σκάψουμε και να σκύψουμε, δηλαδή, ως τις ρίζες μας, να ξανασυνδεθούμε με αυτές. Όχι για να καταγράψουμε, απλά, γεγονότα, τα οποία είναι λίγο ως πολύ γνωστά καθώς έχουν συνοδεύσει την εκπαιδευτική μας διαδρομή από τα πρώτα σχολικά μας βήματα, αλλά για να τα ξανασυναντήσουμε αυτά τα γεγονότα, ερμηνεύοντας ξανά το νόημά τους. Να μετουσιώσουμε το φορτίο τους σε εφόδιο για το μέλλον.
Μόνο έτσι, η Ιστορία «εγκαταλείπει» τα ράφια των βιβλίων. Και μετατρέπεται σε έναν γόνιμο ορό εθνικής συνείδησης και στη συνέχεια των λαών.
Τι ενσαρκώνει, λοιπόν, σήμερα, αυτό το σημαντικό 480 π.Χ.; Η μάχη των Θερμοπυλών και κυρίως η Ναυμαχία της Σαλαμίνας του Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ.
Πρώτα από όλα, νομίζω, και το τόνισε και ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας μια πολύ σημαντική στιγμή εθνικής ομοψυχίας. Οι ελληνικές πόλεις-κράτη παραμερίζοντας τις διαφορές τους, ενώνονται για να υπερασπιστούν το σημαντικότερο αγαθό τους: την ελευθερία τους.
Όπως και τότε, έτσι και σήμερα, είμαστε λίγοι για να είμαστε διχασμένοι, όπως τονίζω σε κάθε ευκαιρία.
Κι αυτό είναι το πρώτο μεγάλο δίδαγμα με ηλικία 25 αιώνων.
Υπήρξε, όμως, ειδικά και η Ναυμαχία της Σαλαμίνας, μια στιγμή δικαίωσης του σχεδιασμού και της προνοητικότητας. Ήταν τα “ξύλινα τείχη” του Θεμιστοκλή που σταμάτησαν τον εισβολέα και στάθηκαν η βάση της ακτινοβολίας της Αθήνας.
Και αξίζει αγαπητή κυρία Υπουργέ Πολιτισμού να σκύψουμε με λίγο μεγαλύτερη προσοχή στο τι έγινε σε αυτό το κρίσιμο διάστημα μεταξύ της μάχης του Μαραθώνα και της ναυμαχίας της Σαλαμίνος και τι αποφάσεις πήρε τότε η πόλη της Αθήνας απέναντι σε άλλου είδους πιέσεις. Για το πώς θα μπορούσε τότε ενδεχομένως να ξοδευτεί ο πλούτος της πόλης, κάποιοι προνόησαν να επενδύσουν στην αμυντική της θωράκιση και να χτίσουν τις βάσεις για κάτι το οποίο αποτελεί και το σύγχρονο χαρακτηριστικό του ελληνικού έθνους, την ναυτοσύνη.
Η Ελλάδα έβλεπε και τότε μέσα από την Αθήνα, βλέπει και θα βλέπει πάντα προς την θάλασσα.
Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ναυμαχία της Σαλαμίνας άνοιξε επίσης το δρόμο για την απελευθέρωση εδαφών που βρισκόντουσαν τότε υπό περσική κυριαρχία. Επί 30 χρόνια μετά, οι Έλληνες αποδύθηκαν σε εκστρατείες ενσωμάτωσης της Ιωνίας.
Έδωσαν, έτσι, την πρώτη εικόνα ενός Έθνους με πατρίδα την Ελλάδα, αλλά με ορίζοντες σ΄ ολόκληρο τον κόσμο, τουλάχιστον, της Ανατολικής Μεσογείου εκείνης της εποχής.
Και σπονδή σ’ αυτόν τον Οικουμενικό Ελληνισμό αποτελεί στις μέρες μας και η επιλογή της κυβέρνησής μας να ψηφίζουν επιτέλους από τον τόπο τους και οι Έλληνες που διαμένουν μόνιμα εκτός των συνόρων της πατρίδας μας.
Κυρίες και κύριοι,
Όσο μακρινή και αν φαντάζει εκείνη η περίοδος, οι αντιστίξεις στο παρόν ηχούν διδακτικά. Υπενθυμίζουν, για παράδειγμα, τη σημασία της Ειρήνης στην ανέκαθεν φουρτουνιασμένη Ανατολική Μεσόγειο. Αλλά και προσδίδουν νέο νόημα στο ρόλο της σημερινής Ελλάδας ως παράγοντα, ως πυλώνα σταθερότητας, ειρήνης και ευημερίας στην ευρύτερη περιοχή. Και, βέβαια, το τέλος των Μηδικών πολέμων ακολούθησε ο Χρυσός Αιώνας του Πολιτισμού και της Δημοκρατίας.
Δύο στοιχεία που σφράγισαν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Οριοθέτησαν πρώτα την Ευρώπη και τις αρχές της. Και δύο προκλήσεις που, από την φύση τους, μένουν ανοιχτές ακόμα στη διαρκή εξέλιξη και πρόοδο. Σε μια εποχή όπου, δυστυχώς, και η ίδια η έννοια της Δημοκρατίας φαίνεται να υποχωρεί παγκόσμια, όπου αναπτύσσεται μια φιλολογία για την έννοια της ανελεύθερης Δημοκρατίας, είναι πολύ σημαντικό να ξανασκύψουμε πάνω στα διδάγματα της αθηναϊκής Δημοκρατίας, με τις ιδιαιτερότητες μιας άμεσης Δημοκρατίας που αναπτύχθηκε στην πόλη-κράτος της Αθήνας, για να αναζητήσουμε ξανά γιατί αυτό το οποίο έγινε αυτά τα 50 χρόνια μετά τους Μηδικούς πολέμους έχει τη δική του ξεχωριστή σημασία στον σημερινό ταραγμένο κόσμο.
Διότι χωρίς την αντίσταση των Ελλήνων στους Περσικούς πολέμους, ούτε η φιλοσοφία θα έριχνε τόσο φως στη σκέψη και στους βαθύτατους εσωτερικούς προβληματισμούς των ανθρώπων, ούτε η μέχρι τότε ωμή κοινωνική βία της διοίκησης ή των δεσποτικών καθεστώτων, θα μετατρεπόταν, σταδιακά, σε θεσμούς. Σε επιχειρήματα και λαϊκή συμμετοχή. Δηλαδή, στην έννοια της «πολιτικής», όπως την ξέρουμε, όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα. Ακόμη και η Ευρώπη η ίδια, αυτό το οποίο αποκαλούμε σήμερα «Δύση», ενδεχομένως να είχε διαφορετική πορεία εάν η κατάληξη των μαχών αυτών να ήταν διαφορετική.
Η επέτειος, συνεπώς, που σε λίγο θα γιορτάζουμε δεν αφορά απλώς ένα ιστορικό γεγονός που ανήκει στην μακρά ελληνική παράδοση. Αλλά μία από τις πιο κρίσιμες καμπές στην πορεία της ανθρωπότητας.
Στους καιρούς μας, οι προκλήσεις, προφανώς, είναι διαφορετικές. Κύματα προσφύγων και οικονομικών μεταναστών πολιορκούν τώρα τις ευρωπαϊκές χώρες. Η κρίση δεν αφορά μόνο σύνορα και οικονομίες. Αφορά, πλέον, και την ίδια την περιβαλλοντική απειλή. Ενώ δημοκρατικοί κανόνες και δικαιώματα, την εποχή της ψηφιακής επανάστασης, απαιτούν καινούργιες επεξεργασίες. Η ίδια η Ευρώπη καλείται, να αναμετρηθεί και πάλι με τα ίδια της τα ιδανικά για να απαντήσει σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Και η Ελλάδα, βέβαια, καλείται να ανανεώσει το ρόλο που είχε πάντα: Ως σύμβολο Δημοκρατίας και Πολιτισμού και ως σημείο συνάντησης των λαών στον δρόμο της πρόοδο.
Θέλω, λοιπόν, να ευχαριστήσω από καρδιάς, την Διεθνή Οργανωτική Επιτροπή, την πρόεδρο της Κοσμητείας, την κ. Μαριάννα Βαρδινογιάννη, για την ενεργή της συνεισφορά στην όσο το δυνατόν καλύτερη και πιο βαθιά επεξεργασμένη, τολμώ να πω, ευκαιρία που μας δίνεται να γιορτάσουμε αυτήν την σημαντική επέτειο. Και θέλω να συγχαρώ προσωπικά την κ. Βαρδινογιάννη διότι ασχολείται με αυτήν την σημαντική ημερομηνία, εδώ και πολλά χρόνια. Πολύ πριν ίσως αντιληφθεί τη σημασία της η ελληνική πολιτεία. Και θέλω επίσης, να τονίσω πόσο σημαντικό είναι σε τέτοιες δράσεις να μπορούμε να συναντιόμαστε με την κοινωνία των πολιτών.
Το ίδιο το οργανωμένο κράτος, η Τοπική Αυτοδιοίκηση, η οποία εκπροσωπείται σήμερα και από όλους τους Δημάρχους, οι οποίοι θα έχουν το δικό τους σημαντικό, ξεχωριστό ρόλο να παίξουν σε αυτές τις επετειακές οργανώσεις και η επίσημη πολιτεία δια του Υπουργείου Πολιτισμού, δια του Υπουργείου Εσωτερικών, σε μια γόνιμη σύνθεση, η οποία θα μας επιτρέψει να κάνουμε πράξη αυτό το οποίο επικαλούμαι συχνά, τη σύμπραξη δημόσιου-ιδιωτικού τομέα της κοινωνίας των πολιτών ώστε να πετύχουμε αυτήν την γόνιμη σύνθεση.
Οι δράσεις, βέβαια, οι οποίες θα αναληφθούν, θα πρέπει να δέσουν αρμονικά, ειδικά αυτές που αφορούν τη Σαλαμίνα και με εκείνες της γειτονικής Ελευσίνας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 2021. Και χρέος μας, λοιπόν, είναι να μετατρέψουμε τα 2.500 χρόνια από τη Μάχη των Θερμοπυλών και τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας σε αφετηρία μιας αντίστροφης διαδρομής εθνικής αυτογνωσίας. Μια διαδρομή η οποία θα συνεχιστεί, δεν θα ολοκληρωθεί, διότι αυτές οι διαδρομές δεν ολοκληρώνονται ποτέ, αλλά θα συνεχιστεί και θα ενταθεί με αφορμή και τη σημαδιακή επέτειο του 2021, τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Να πορευτούμε ξανά, λοιπόν, από την αρχαία Ελλάδα προς την σύγχρονη. Με στόχο και προορισμό, να ταξιδέψουμε όλοι μαζί στην Ελλάδα του αύριο.
Και πάλι θέλω να συγχαρώ θερμά όλους τους συντελεστές αυτού του σημαντικού κύκλου δράσεων και εκδηλώσεων και να ευχηθώ σε όλους μας καλή επιτυχία!
Σας ευχαριστώ πολύ».