Είναι αλήθεια ότι κάθε φορά που παίρνουμε ρίσκα ουσιαστικά, αληθινά, υπάρχει ένας ιδιαίτερος ενθουσιασμός. Ίσως είναι στο DNA σας να ενθουσιάζεστε με τα ρίσκα, αλλά νομίζω ότι αξίζει τον κόπο.
Αγαπητοί φίλοι και φίλες, σας άκουσα με πολύ μεγάλη προσοχή. Είναι εξαιρετική η σύμπτωση αυτή και βεβαίως όταν, πριν από τις γιορτές, μου ανακοινώσατε ότι ετοιμάζετε μια τέτοια εκδήλωση και μου ζητήσατε να σας πω αν με ενδιαφέρει να απευθύνω έναν χαιρετισμό, δεν μπορούσα να φανταστώ ότι η μέρα, στην οποία θα απευθύνω αυτό τον χαιρετισμό, θα έχει και έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Θα είναι μια μέρα έντονων πολιτικών εξελίξεων, οι οποίες δρομολογήθηκαν, προφανώς, εξαιτίας αυτής της μεγάλης τελικά τομής, που προκαλεί η Συμφωνία των Πρεσπών που λειτουργεί ως καταλύτης για το πολιτικό σύστημα της χώρας.
Ανταποκρίθηκα με χαρά, λοιπόν, στο κάλεσμά σας να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση, θέλοντας να μοιραστώ μαζί σας μερικές σκέψεις για το κύριο θέμα της συζήτησης, που είναι η Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και, γενικότερα, για τις πολιτικές διεργασίες που αυτή προκαλεί στην Ελλάδα, αλλά και τις πολιτικές διεργασίες που συντελούνται, ανεξάρτητα από τη Συμφωνία των Πρεσπών, φυσικά, σε όλη την Ευρώπη. Διότι δεν μπορεί αυτές να τις παραγνωρίζουμε.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Εδώ και, δεν θα πω πάρα πολλά για την ιστορική διαδρομή, γιατί νομίζω ότι εξαντλήθηκε και από τα δύο πάνελ που είχαμε σήμερα και από τους πανεπιστημιακούς, τους ακαδημαϊκούς, αλλά και από το κατ’ εξοχήν πολιτικό πάνελ της σημερινής εκδήλωσης. Θέλω να πω, όμως, ότι το καλοκαίρι του 2017, εγώ από εκεί θα ξεκινήσω, όταν βρεθήκαμε μπροστά σε μία σημαντική πρόκληση, που ήταν η πολιτική αλλαγή στη γειτονική χώρα, στην πΓΔΜ – και γνωρίζοντας βεβαίως ότι είχαμε πίσω μας σχεδόν 30 χρόνια αδράνειας, από την πλευρά της ελληνικής διπλωματίας και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής- βρεθήκαμε, λοιπόν, σε αυτή τη σημαντική πολιτική αλλαγή, όπου ένας υπερεθνικιστής, ο Γκρουέφσκι, έδινε τη θέση του σε έναν προοδευτικό πολιτικό, τον Ζόραν Ζάεφ, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα μεγάλο δίλλημα, εγώ και ο Νίκος ο Κοτζιάς τότε, αλλά και σε μια πραγματική ευκαιρία.
Είτε μπροστά στο προφανές πολιτικό κόστος που θα είχαμε, να συνεχίζαμε αυτή την πολιτική των καθυστερήσεων και της αδράνειας. Μια πολιτική, όμως, που είχαμε πλήρη επίγνωση που θα οδηγούσε, καθώς είχαμε και πλήρη επίγνωση που είχε οδηγήσει μέχρι τότε τη χώρα. Την οδήγησε σταδιακά στην αναγνώριση από περισσότερες από 130 χώρες σε όλες τον κόσμο, της γειτονικής μας χώρας, με την ονομασία τη συνταγματική της «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Πόσο δε μάλλον, αν εμείς συνεχίζαμε αυτή την πολιτική των καθυστερήσεων και της αδράνειας μπροστά στον φόβο του πολιτικού κόστους, έχοντας, όμως, όχι τον Γκρουέφσκι απέναντι, αλλά έναν προοδευτικό ηγέτη, ο οποίος λέει: είμαι ανοιχτός να πάμε για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό, είμαι ανοιχτός, η ηγεσία αυτής της χώρας είναι ανοιχτή να πάμε σε μία αμοιβαία επωφελή συμφωνία και αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Τότε βεβαίως ήταν προφανές ότι θα οδηγούσαμε τη χώρα σε ακόμα μεγαλύτερη διεθνή απομόνωση και σε νέες εθνικές ήττες.
Το δίλλημα, λοιπόν, ήταν μπροστά στο προφανές πολιτικό κόστος, δεν αιφνιδιαστήκαμε για όλα όσα ακούστηκαν εδώ, για την υποκριτική στάση κομμάτων και ΜΜΕ, αλλά και προσώπων με διαδρομή στην πολιτική ζωή του τόπου. Γιατί είχαμε ήδη την εμπειρία, τον τρόπο με τον οποίο μας αντιμετωπίζουν εδώ και τρία χρόνια, δεν θα αναφερθώ στο πρώτο εξάμηνο, αλλά μετά που ήταν προφανές ότι είχαμε πάρει κρίσιμες αποφάσεις για την πορεία του τόπου. Δεν είχαμε καμία αμφιβολία ότι θα επιχειρήσουν όλη αυτή τη διαστρέβλωση, προκειμένου να αξιοποιήσουν αυτό τον εθνικιστικό παροξυσμό, που τον είδαμε και σε άλλες περιόδους -είναι αλήθεια, δεν τον βλέπουμε μόνο σήμερα.
Ή λοιπόν θα παίρναμε την απόφαση να κάνουμε κι εμείς αυτά που έκαναν όλοι οι προηγούμενοι, αλλά να μην πάρουμε το πολιτικό κόστος ή θα παίρναμε με θάρρος το πολιτικό κόστος, αλλά και τη μεγάλη ιστορική ευκαιρία θα την αρπάζαμε, τη μεγάλη ιστορική ευκαιρία της ύπαρξης δύο προοδευτικών δυνάμεων στο τιμόνι των δύο χωρών, προκειμένου να κάνουμε μια υπέρβαση, μια ιστορικού χαρακτήρα υπέρβαση, για την οποία πολλοί μίλησαν, είναι αλήθεια, όλα τα προηγούμενα χρόνια, αλλά σχεδόν κανείς, μετά τη σύναψη της «Ενδιάμεσης Συμφωνίας» του 1995, δεν πήρε στα αλήθεια την πρωτοβουλία και την τόλμη να προχωρήσει προς όφελος, βεβαίως, της σταθερότητας στην περιοχή, προς όφελος της ασφάλειας, της ειρήνης, της συνεργασίας, αλλά καταφανέστατα και προς όφελος αυτού που κατά γενική ομολογία μπορεί να αποκαλέσει κανείς εθνικό συμφέρον.
Άρα, λοιπόν, το δίλλημα ήταν: πολιτικό κόστος ή εθνικό συμφέρον;
Δεν ήταν απολύτως εύκολη αυτή η επιλογή. Όμως, ειλικρινά σας το λέω, αισθάνομαι απόλυτα περήφανος και δικαιωμένος, που μαζί με τον Νίκο Κοτζιά και όλους τους υπόλοιπους συντρόφους και φίλους και συναγωνιστές στην κυβέρνηση πήραμε αυτή την επιλογή, να κάνουμε το δεύτερο, να σηκώσουμε το ιστορικό βάρος, να προχωρήσουμε αναλαμβάνοντας το πολιτικό ρίσκο, αναλαμβάνοντας το πολιτικό κόστος όλης αυτής της διαδικασίας.
Η υπόθεση της Συμφωνίας δεν ήταν εξαρχής δεδομένη. Θέλω να το επισημάνω, δεν ήταν εξαρχής δεδομένη. Βεβαίως, ξέραμε ότι απέναντί μας είχαμε έναν συνομιλητή, ο οποίος ήταν αξιόπιστος ή τουλάχιστον έμοιαζε αξιόπιστος, αποδείχθηκε ότι ήταν όντως, αλλά γνωρίζαμε πάρα πολύ καλά, πρώτον ότι εμείς δεν ήμασταν και δεν είμαστε οπαδοί της όποιας συμφωνίας, αλλά μιας πραγματικά θετικής για τη χώρας συμφωνίας και ότι από την άλλη πλευρά θα υπήρχαν πολλές δυνάμεις που θα προσπαθούσαν να φρενάρουν αυτές τις καλές προθέσεις, που επεδείκνυε εκείνη την περίοδο η κυβέρνηση Ζάεφ.
Εργαστήκαμε σκληρά, για να καταλήξουμε σε μια Συμφωνία, που θα σέβεται τις ευαισθησίες και των δύο λαών.
Ταυτόχρονα, από την πλευρά μας, κάναμε το παν, ώστε να διασφαλίσουμε ότι σε αυτή τη Συμφωνία θα περιλαμβάνονται όλες εκείνες οι παράμετροι που διασφαλίζουν πλήρως την εδώ και πολλά χρόνια διαμορφωμένη «εθνική γραμμή». Τα τελευταία είκοσι χρόνια, τουλάχιστον, είναι αυτή η λεγόμενη «εθνική γραμμή» διαμορφωμένη. Δηλαδή ποια; Της σύνθετης ονομασίας, σύνθετης ονομασίας με τον όρο «Μακεδονία» προφανώς, με γεωγραφικό προσδιορισμό, έναντι όλων.
Πιστεύω ότι το αποτέλεσμα μας έχει δικαιώσει. Και αυτό το αποδεικνύουν, όχι τα δικά μου λόγια, αλλά τα ίδια τα άρθρα. Κάθε άρθρο αυτής της Συμφωνίας αποδεικνύει ότι όλα όσα έχουν κατά καιρούς ακουστεί ως ρήτρες, ως προϋποθέσεις, προκειμένου να προασπιστούν τα δικά μας συμφέροντα, χωρίς να παραβιάζεται το Διεθνές Δίκαιο, όλες οι προϋποθέσεις που έχουν κατά καιρούς τεθεί από όλες τις πλευρές του πολιτικού κόσμου στην κατεύθυνση της Συμφωνίας βεβαίως, η ίδια η Συμφωνία των Πρεσπών τις περιλαμβάνει. Και βεβαίως για όποιους έχουν τις όποιες αμφιβολίες, δεν έχουν παρά να αναγνώσουν την ίδια τη Συμφωνία ή να προστρέξουν σε σοβαρούς ακαδημαϊκούς, ιστορικούς, οι οποίοι έχουν τοποθετηθεί επ’ αυτής.
Και, βεβαίως, οι τελευταίες εξελίξεις, είναι αυτές οι οποίες άρουν και κάθε αμφιβολία, που μπορεί να έχει κανένας σε σχέση με τον δημόσιο διάλογο. Και αναφέρομαι στο αποτέλεσμα της Συνταγματικής Αναθεώρησης, που προχθές, μόλις, επιτυχώς ολοκληρώθηκε στα Σκόπια.
Η γειτονική χώρα, λοιπόν, προχθές, μετά από 23 χρόνια, αφήνει πίσω της την μεταβατική της ονομασία, αυτή που αποφασίστηκε το 1995 στην «Ενδιάμεση Συμφωνία», αφήνει πίσω της την ονομασία πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι αφήνει πίσω της τη συνταγματική της ονομασία, την οποία αναγνωρίζουν πάνω από 130 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο, μεταξύ των οποίων οι σημαντικότερες χώρες, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Κίνα και άλλες μεγάλες σημαντικές χώρες.
Και από προχθές η επίσημη και συνταγματικά κατοχυρωμένη ονομασία της είναι «Δημοκρατία της Βόρεια Μακεδονίας».
Δηλαδή, αυτό που τόσα χρόνια διεκδικούσε η ελληνική πλευρά, μία σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό και, μάλιστα, για όλες τις χρήσεις, τόσο εκτός όσο και εντός της γειτονικής χώρας.
Επίσης, η Βόρεια Μακεδονία αποδέχθηκε, μέσα από τη Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά και από τις συνταγματικές μεταρρυθμίσεις της, ότι η γλώσσα της, αναγνωρισμένη από το 1977 από τον ΟΗΕ –τι διαβολική σύμπτωση, σε Σύνοδο που έγινε στην Αθήνα- είναι μια νότιο-σλαβική γλώσσα και ότι ο πολιτισμός της δεν έχει καμία σχέση με τον αρχαιοελληνικό μακεδονικό πολιτισμό.
Επίσης, απάλειψε από το Σύνταγμά της κάθε υποψία αλυτρωτισμού, καθώς και οποιαδήποτε, έστω και έμμεση, αναφορά σε μειονότητα. Ενώ στο νέο Σύνταγμά της δηλώνεται ρητά ότι η ιθαγένεια, όπως θα αναγράφεται στα ταξιδιωτικά της έγγραφα, δεν καθορίζει, ούτε προκαταλαμβάνει την εθνότητα των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας.
Με δυο λόγια, η άλλη πλευρά έκανε όλα όσα είχαν ποτέ τεθεί επισήμως ως προαπαιτούμενα από τη πλευρά μας και ακόμη περισσότερα. Ακόμη περισσότερα, προκειμένου να προχωρήσουμε σε αυτό που εδώ και είκοσι χρόνια αποτελούσε, υποτίθεται, κοινό τόπο όλων των δυνάμεων εκείνων που διεκδικούσαν ή είχαν τη διακυβέρνηση του τόπου. Όχι όλων των πολιτικών δυνάμεων, αλλά της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτικών δυνάμεων.
Και μετά από όλα αυτά, αναρωτιέμαι και αναρωτιέμαι ενώπιον σας σήμερα δημοσίως, τι ακριβώς βρίσκουν πια όσες πολιτικές δυνάμεις εναντιώνονται στη λύση και στη Συμφωνία, ως πρόσχημα να εναντιωθούν.
Αλλά επιτρέψτε μου να προσδιορίσω ότι δεν θέλω να αναφερθώ, το λέω για άλλη μια φορά, γενικά και αόριστα σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά σε όλους όσοι δήλωναν ή ακόμη και σήμερα έχουν το θράσος, ενώ εναντιώνονται σε αυτή τη Συμφωνία, να δηλώνουν ότι δεν είναι ενάντια στη λεγόμενη εθνική γραμμή, της σύνθετης ονομασίας με τον όρο «Μακεδονία» με γεωγραφικό προσδιορισμό έναντι όλων.
Αναφέρομαι, δηλαδή, σε όλους όσοι κυβέρνησαν τον τόπο όλα τα προηγούμενα χρόνια με αυτή τη θέση και την έχουν υπερασπιστεί στις κυβερνήσεις τους και την έχουν αναγγείλει και ψηφίσει σε προγραμματικές δηλώσεις κυβερνήσεων τους και την έχουν υπερασπισθεί όλα αυτά τα χρόνια, σε όλα τα ευρωπαϊκά και διεθνή φόρα, όπου συμμετείχαν.
Προφανώς, λοιπόν, αναφέρομαι στη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, που ως ΠΑΣΟΚ υπερασπίστηκε αυτή τη γραμμή. Σε αυτά τα δυο κόμματα, αλλά και στους αρχηγούς τους, που υπήρξαν κορυφαίοι υπουργοί αυτών των κομμάτων τα προηγούμενα χρόνια και κυβέρνησαν τον τόπο και υπερασπίστηκαν αυτή τη γραμμή.
Πόση μεγαλύτερη υποκρισία πια;
Πόσος μεγαλύτερος λαϊκισμός;
Πόση μεγαλύτερη προσπάθεια εξαπάτησης και ψηφοθηρίας ;
Και μάλιστα σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, σε ένα θέμα που η εξέλιξή του δεν αφορά μονάχα το εσωτερικό, τις πτυχές της εσωτερικής πολιτικής αντιπαράθεσης, αλλά θα έχει συνέπειες πάρα πολύ σοβαρές, όπως γνωρίζουμε ότι το θέμα αυτό μας απασχολεί από το 1990 σχεδόν, 1992, θα έχει πολύ σοβαρές ιστορικές συνέπειες για τη χώρα.
Κι αφού, λοιπόν, διατύπωναν διαδοχικά και τα δυο αυτά κόμματα θέσεις υπεκφυγής, από το να πάρουν θέση, κατά τη διάρκεια που διαπραγματευόμασταν με τους γείτονες. Και αφού, διαρκώς, όσο έβλεπαν ότι προσεγγίζουμε μία λύση εθνικά ωφέλιμη, η οποία πιθανότατα θα καρποφορήσει, θα έχει αποτέλεσμα, μετατοπίζονταν διαρκώς από τις αρχικές τους θέσεις, προκειμένου να βρουν λόγο και αιτία να διαφοροποιηθούν. Αφού είδαν στο τέλος ότι διαμορφώνεται μια λύση, η οποία είναι εξαιρετικά δύσκολο, σε σχέση με όλα όσα έλεγαν μέχρι σήμερα, να τους οδηγήσει σε διαφοροποίηση, επέλεξαν να αναδείξουν ψευδείς ισχυρισμούς και λαθροχειρίες. Τα περί εθνότητας, μετατρέποντας τον όρο εθνικότητα σε εθνότητα. Και για την περιβόητη γλώσσα, την οποία δήθεν εμείς παραχωρούμε, ενώ έχει αναγνωριστεί από το 1977.
Κι όταν άρχισαν να βλέπουν ότι ακόμα και αυτά, τα ψευδή επιχειρήματα αποδομούνται το ένα μετά το άλλο, ορισμένοι έφτασαν σε τέτοιο σημείο πολιτικής απελπισίας, χωρίς να διστάσουν ακόμη και να εκτεθούν διεθνώς, υιοθετώντας τη ρητορική της ακροδεξιάς συνομωσιολογίας και της ακροδεξιάς παραδοξολογίας, ότι δήθεν ανταλλάξαμε με τους Ευρωπαίους εταίρους μας τη διάσωση των συντάξεων με τη λύση του Μακεδονικού ζητήματος, εις βάρος των εθνικών μας συμφερόντων.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι
Αυτό που κάναμε στην πραγματικότητα και είμαστε περήφανοι για αυτό, είναι ότι είμαστε οι πρώτοι που είχαμε το θάρρος όχι να ανταλλάξουμε, αλλά να απαλλάξουμε την χώρα και την εξωτερική της πολιτική από μια 30ετή παραλυτική κυριαρχία μιας λογικής εθνικισμού και πατριδοκαπηλίας.
Δεν ανταλλάξαμε, απαλλάξαμε τη χώρα από τη λογική της πατριδοκαπηλίας σε ένα τόσο κρίσιμο εθνικό θέμα.
Και επιτρέψτε μου να σας πω ότι αυτό δεν το κάναμε μόνο εμείς. Ακριβώς το ίδιο έγινε και στην άλλη πλευρά των συνόρων. Το ίδιο πέτυχε και ο Ζόραν Ζάεφ με την κυβέρνησή του, επισφραγίζοντας την όλη προσπάθεια με τη γενναία Συνταγματική Αναθεώρηση, μέσω της οποίας διασφαλίζεται η μακροημέρευση αυτής της Συμφωνίας.
Και επιτρέψτε μου σε αυτό εδώ το σημείο να συγχαρώ από αυτό το βήμα, γιατί είναι η πρώτη φορά μετά τη θετική ολοκλήρωση της διαδικασίας στα Σκόπια, επιτρέψτε μου να συγχαρώ τον Πρωθυπουργό της Βόρειας Μακεδονίας, τον Ζόραν Ζάεφ, για το κουράγιο, για την τόλμη που επέδειξε από την αρχή έως το τέλος αυτής της διαδικασίας.
Να τον συγχαρώ γιατί δεν έκανε πίσω απέναντι στα εθνικιστικά συλλαλητήρια του μίσους, που διοργάνωνε εκεί το VMRO, o εταίρος, δηλαδή, της ΝΔ στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που επένδυσε στη βία και στην πρόκληση πολιτικής ανωμαλίας, προσπαθώντας να ακυρώσει αυτή την ιστορική προσπάθεια.
Και θέλω να μεταφέρω κι ένα μήνυμα στους Έλληνες πολίτες και ειδικότερα σε κάθε υγιώς και ελεύθερα σκεπτόμενο Έλληνα πολίτη, ανεξαρτήτως των πολιτικών του πεποιθήσεων. Όπως δεν έκαναν πίσω εκεί ούτε κι εμείς πρόκειται να κάνουμε πίσω.
Και το λέω αυτό, το λέω αυτό γιατί παρόμοια σχέδια πολιτικής αποσταθεροποίησης αντιμετωπίσαμε και αντιμετωπίζουμε κι εδώ, στη χώρα μας και από τη πρώτη στιγμή μάλιστα.
Γνωστοί ακροδεξιοί, εθνικιστικοί κύκλοι, με τις σφραγίδες συλλόγων και σωματείων και την πολιτική καθοδήγηση, κρυφή ή φανερή, της Χρυσής Αυγής και άλλων πολιτικών, επιχειρηματικών παραγόντων, αλλά και παραθρησκευτικών οργανώσεων, που βεβαίως δεν εκφράζουν ευτυχώς την επίσημη θέση της Εκκλησίας και εδώ δοκίμασαν τα πάντα, για να ακυρώσουν αυτή την ελπιδοφόρα ιστορική προοπτική.
Οργάνωσαν επιθέσεις εναντίον γραφείων και στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο. Γέμισαν το διαδίκτυο με ορυμαγδό ψευδών ειδήσεων και ανιστόρητων κηρυγμάτων μίσους. Ενορχήστρωσαν ακόμη και σχολικές καταλήψεις, σπέρνοντας το μίσος στα μυαλά εφήβων μαθητών, επιχειρώντας να τους πείσουν τι; Ότι «η Δημοκρατία πούλησε τη Μακεδονία».
Και τις τελευταίες μέρες, αφού είδαν όλες αυτές τις απόπειρες αποπροσανατολισμού, εκφοβισμού και εκφασισμού, θα πω εγώ, να αποτυγχάνουν πλήρως, έφτασαν στο σημείο να κλέβουν και να δημοσιεύουν προσωπικά δεδομένα, στοιχεία και τηλέφωνα βουλευτών, καλώντας ανοιχτά τους παρακολουθητές τους να απειλήσουν, να εκβιάσουν, να τρομοκρατήσουν τους δημοκρατικά εκλεγμένους εκπροσώπους του ελληνικού λαού.
Με αυτούς τους κύκλους, δυστυχώς, και αυτές τις σκοτεινές επιδιώξεις, προκειμένου βεβαίως να υπηρετήσει άλλα πολιτικά συμφέροντα, δυστυχώς όμως, εναγκαλίζεται και ο κ. Μητσοτάκης και η Νέα Δημοκρατία. Η οποία μέχρι χθες, θα μπορούσε κανείς να την κατηγορήσει και να τους κατηγορήσει για την ανοχή τους σε αυτά τα φαινόμενα. Σήμερα, όμως, με την ένοχη σιωπή, προσωπικά του κ. Μητσοτάκη και της ΝΔ, στις πράξεις επώνυμων στελεχών τους, που ήδη ερευνώνται από τη Δικαιοσύνη, αποδεικνύουν ότι δυστυχώς περνάν τον Ρουβίκωνα, περνάν από τη στάση της ανοχής στη στάση της ενορχήστρωσης και της καθοδήγησης.
Ας το βάλουν, όμως, καλά στο μυαλό τους οι κάθε λογής πατριδοκάπηλοι: Αυτές οι αθλιότητες δεν έχουν στο στόχαστρο τη σημερινή κυβέρνηση, έχουν στο στόχαστρο την ίδια τη Δημοκρατία. Και οι βουλευτές του Κοινοβουλίου, από όποια κόμματα και αν προέρχονται, που θα κληθούν να πάρουν ιστορικές ευθύνες, θα υψώσουν ανάστημα συνείδησης και θα πράξουν και θα ψηφίσουν σύμφωνα με τη συνείδησή τους και σύμφωνα με αυτό που πιστεύουν ότι αποτελεί το εθνικό συμφέρον.
Και σε ό,τι δε αφορά εμάς, εντάξει. Ενδεχομένως τους βουλευτές, τους προερχόμενους από την Αριστερά, να μην τους έχουν βάλει και τόσο πολύ στο στόχαστρο αυτές τις μέρες. Ίσως γιατί ξέρουν ότι το δικό μας το σκαρί, το δικό μας το DNA είναι μαθημένο, είμαστε μαθημένοι από αγώνες για την υπεράσπιση της Δημοκρατίας στον τόπο μας. Δεν πρόκειται λοιπόν να μας πτοήσουν τέτοιου είδους ενέργειες. Αντιθέτως, θα μας δυναμώσουν με μεγαλύτερο πείσμα να υπερασπιστούμε και το εθνικά ωφέλιμο για τον τόπο, αλλά και την ίδια τη Δημοκρατία.
Ακούστηκαν πολύ σημαντικές απόψεις, θέσεις, τοποθετήσεις σε σχέση με την ουσία της Συμφωνίας. Σχεδόν όλα τα σημαντικά επιχειρήματα ακούστηκαν. Εγώ θέλω να πω, επισφραγίζοντας, κλείνοντας μάλλον αυτή την ημερίδα, μια φράση, μια πρόταση για αυτή τη Συμφωνία, που πιστεύω ότι μπορεί να συμπυκνώσει αυτό που επιχειρούμε.
Η Συμφωνία αυτή, λοιπόν, είναι και ιστορική –ακούστηκε αυτό- και εθνικά ωφέλιμη – ακούστηκε αυτό – θα προσθέσω και έναν ακόμα όρο, και πατριωτική. Γιατί; Γιατί ο αληθινός πατριωτισμός δεν είναι να μισείς τις πατρίδες των άλλων, των γύρω σου, των διπλανών σου, ο αληθινός πατριωτισμός είναι να αγωνίζεσαι για να αναδείξεις την πατρίδα σου σε πρωταγωνίστρια δύναμη ειρήνης, συναδέλφωσης, οικονομικής και κοινωνικής προόδου, να δημιουργήσεις τις προϋποθέσεις εδώ στην πατρίδα σου, στην περιοχή γύρω από την πατρίδα σου, να είναι μια περιοχή σ’ έναν κόσμο που διαρκώς προχωράει προς τα μπρος, δεν αποσταθεροποιείται, που είναι πυλώνας ασφάλειας, ειρήνης και συνεργασίας.
Και όλα αυτά σε μια Ευρώπη και σε μια περίοδο, όπου η Ευρώπη σκεπάζεται ολοένα περισσότερο από το σκοτάδι του σωβινισμού, του ρατσισμού και του εθνικισμού.
Για αυτό και πιστεύω ότι το μήνυμα της Συμφωνίας των Πρεσπών, σε αυτές τις μέρες, όχι στη δεκαετία του 1990, όχι στη δεκαετία του 2000, αλλά τώρα, αυτές τις μέρες, το 2018-2019, είναι πολύ πιο σημαντικό μήνυμα. Γιατί αποδεικνύουμε στην πράξη ότι μπορούμε να έχουμε το θάρρος να παίρνουμε πρωτοβουλίες κόντρα στο ρεύμα, να κλείνουμε πληγές του παρελθόντος, ακόμη κι αν έχουμε απέναντι εξαιρετικά δυσμενείς συσχετισμούς δυνάμεων, ακόμη και σε μια εποχή που εντείνονται γύρω μας οι γεωπολιτικές κρίσεις, οι συγκρούσεις και οι εθνικές περιχαρακώσεις, ότι μπορούμε, αποδεικνύουμε ότι μπορούμε σε αυτές τις δύσκολες συνθήκες, αλλά αποδεικνύουμε ότι όταν οι προοδευτικές δυνάμεις είναι στη διακυβέρνηση, μπορούν να γυρίζουν την πλάτη τους στους εθνικισμούς, ακόμη και αν αυτές είναι το κυρίαρχο ρεύμα.
Ακόμη και όταν αυτοί οι εθνικισμοί, στη δική μας περιοχή, δεν μιλάμε για οποιαδήποτε περιοχή, μιλάμε για τα Βαλκάνια, έχουν αφήσει βαρύ το στίγμα τους, δίνοντας στην περιοχή το προσωνύμιο «Πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης».
Εμείς, λοιπόν, οι προοδευτικές κυβερνήσεις έχουμε το θάρρος, έχουμε την τόλμη – αυτό αποδεικνύουμε με αυτή τη Συμφωνία – να πάμε κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα, για να περάσουμε τους λαούς μας, από μια ιστορία αιώνων γεμάτη συγκρούσεις, σε μια νέα, ιστορική φάση ειρήνης, πολυμερούς συνεργασίας, συνανάπτυξης και ευρωπαϊκής προοπτικής.
Επιτρέψτε μου, όμως, να μείνω λίγο – να μην το περάσω έτσι – σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ακροδεξιό κίνδυνο στην Ευρώπη. Γιατί μιλάμε αρκετά χρόνια γι’ αυτό, όμως νομίζω ότι σήμερα πια δεν πρόκειται για μια αόρατη απειλή. Έχει πάψει εδώ και καιρό να αποτελεί ένα δυστοπικό σενάριο. Είναι πλέον μια εφιαλτική πραγματικότητα, που απειλεί την ίδια την ύπαρξη της ευρωπαϊκής ιδέας, διεκδικώντας και κατακτώντας, μάλιστα, σε πολλές χώρες ακόμα και κυβερνητικές ευθύνες, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Με σημαία της την «πολιτισμική καθαρότητα», η νέα ευρωπαϊκή ακροδεξιά στοχοποιεί, καταδιώκει και επιστρατεύει τη ρατσιστική βία ενάντια στους πιο αδύναμους, όπως πάντα, ενάντια στους κατατρεγμένους των πολέμων και των παγκόσμιων ανισοτήτων και της παγκόσμιας φτώχειας, στους ξένους, στους μετανάστες. Σπέρνει το μίσος και το φόβο, παραπληροφορώντας με ορυμαγδό συνομωσιολογίας και ψεύτικών ειδήσεων, τα λεγόμενα fake news. Και αυτό είναι ένα κυρίαρχο φαινόμενο σήμερα στην Ευρώπη. Αυτή η νέα ακροδεξιά δεν αναπτύσσεται από το πουθενά. Το έδαφος για την ανάδυσή της, το έδαφος για να μπορέσει να μπολιαστεί μέσα στα λαϊκά στρώματα, σε κοινωνικές δυνάμεις, σχεδόν σε όλες, στις περισσότερες, θα πω εγώ, ευρωπαϊκές χώρες – κακά τα ψέματα – το έστρωσαν οι πολιτικές που αποξένωσαν τους πολίτες από την ευρωπαϊκή διαδικασία.
Οι πολιτικές που διεύρυναν θεαματικά τις ανισότητες μέσα στην Ευρώπη και σε κάθε χώρα ξεχωριστά, αλλά, και μεταξύ των χωρών της Ευρώπης διεύρυναν τις ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό, σπάζοντας αυτό που είχαμε ονομάσει μεταπολεμικό κοινωνικό συμβόλαιο.
Οι πολιτικές που αποξήλωσαν μια από της βασικές, ιδρυτικές αρχές του ευρωπαϊκού οράματος, την αρχή της αλληλεγγύης, της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.
Το χειρότερο, όμως, είναι ότι αυτές οι πολιτικές, οι δρακόντειοι νόμοι του νεοφιλελευθερισμού, δυστυχώς, εφαρμόστηκαν πάντα στο όνομα της Ευρώπης, στο όνομα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Στρέφοντας σημαντικά τμήματα των ευρωπαϊκών κοινωνιών όχι μόνο εναντίον των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων που τις εφάρμοσαν, αλλά συνολικά ενάντια στην ιδέα της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Σε αυτό το έδαφος, εύφορο για να πατήσει κανείς, με αυτές τις απλές, απλουστευτικές αναλύσεις και απόψεις, σε αυτό το έδαφος πάτησε ο ακροδεξιός λαϊκισμός, που σήμερα ευαγγελίζεται την περιχαράκωση στο σιδερόφρακτο έθνος-κράτος. Και στο ότι ο καθένας θα αντιμετωπίζει τα προβλήματα από μόνος του, αν μπορεί. Αν δεν μπορεί να μας αδειάσει τη γωνιά.
Και στο σημείο αυτό, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, πρέπει να είμαστε ειλικρινείς.
Όλες οι πολιτικές δυνάμεις που αυτοτοποθετούμαστε στον αριστερό, προοδευτικό, δημοκρατικό χώρο. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις που ασκούμε κριτική για την αποτυχία και τις κοινωνικές συνέπειες του νεοφιλελεύθερου μοντέλου. Όλες οι πολιτικές δυνάμεις που θέτουμε ως προτεραιότητα τη μάχη ενάντια στις ανισότητες και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Όσοι και όσες επιμένουμε ότι δεν μπορεί να υπάρχει διέξοδος από την κρίση χωρίς την προστασία, ταυτόχρονα, αλλά και την ανάκτηση των δικαιωμάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας. Όσοι και όσες θέλουμε να ξαναχτίσουμε την ευρωπαϊκή ενοποίηση στη βάση ενός νέου, βιώσιμου κοινωνικού και περιβαλλοντικού συμβολαίου. Όλοι εμείς έχουμε ήδη αργήσει να ανταποκριθούμε στην ιστορική μας ευθύνη.
Κι όσο συνεχίζουμε να κωλυσιεργούμε, και να προτάσσουμε τις διαφωνίες μας που είναι υπαρκτές, πάντοτε ήταν και θα είναι, τόσο αφήνουμε χώρο για την ακόμη μεγαλύτερη ενδυνάμωση του ακραίου συντηρητισμού.
Γι αυτό και, κλείνοντας, θα ήθελα από το βήμα της εκδήλωσης σας, να απευθυνθώ σε σας, σε όλο το ακροατήριο, αλλά και σε όσους προοδευτικούς, δημοκρατικούς πολίτες παρακολουθούν – και το γνωρίζω – με ιδιαίτερο ενδιαφέρον και αγωνία τις πολιτικές εξελίξεις. Και να πω το εξής: ο πολιτικός χώρος του οποίου έχω τη τιμή να ηγούμαι δε συγκροτήθηκε χθες. Από το 2008 ηγούμαι του Συνασπισμού, αργότερα ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν είναι ένας χώρος που συγκροτήθηκε χθες. Έχει μεγάλη παράδοση και διαδρομή αγώνων αλλά και ανεκτίμητης συνεισφοράς σε πολιτικά ρεύματα σκέψης που διαμόρφωσαν, χαρακτήρισαν τον ευρύτερο προοδευτικό και δημοκρατικό χώρο στη χώρα μας από τη μεταπολίτευση και μετά. Πάντοτε, ακόμη και όταν τα εκλογικά μας ποσοστά ήταν εξαιρετικά μικρά, ο πολιτικός αυτός χώρος αναπτύχθηκε, οικοδομώντας την ενότητα και ταυτόχρονα σεβόμενος τη διαφορετικότητα των ιστορικών και ιδεολογικών καταβολών, των πολιτικών προσεγγίσεων, των πρότερων κομματικών προελεύσεων.
Σήμερα, στη νέα αυτή φάση, τη δύσκολη φάση για την Ευρώπη, αλλά, και για τη χώρα μας, θέλω να σας πω με ειλικρίνεια, ότι αυτός ο χώρος επιθυμεί να γίνει ξανά καταλύτης των προοδευτικών πολιτικών εξελίξεων στον τόπο μας. Και χωρίς ηγεμονισμούς, να γίνει ο κορμός μιας νέας ενωτικής διαδικασίας αριστερής και προοδευτικής συμπαράταξης ενός πλατιού προοδευτικού, δημοκρατικού μετώπου. Ενός πλατιού δημοκρατικού, προοδευτικού μετώπου, που θα δώσει από κοινού τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές μάχες στις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις, που έχουμε μπροστά μας το επόμενο διάστημα. Μεγάλες κοινωνικές μάχες και πολιτικές μάχες.
Η μάχη της αυτοδιοίκησης, που πάνω στο έδαφος της απλής αναλογικής, ανοίγει ο δρόμος για πλατιές προοδευτικές πλειοψηφίες, που θα φράξουν το δρόμο σ’ αυτό το εξαμβλωματικό φλερτ της ΝΔ και της Χρυσής Αυγής και θα προωθήσουν βιώσιμες αναπτυξιακές πολιτικές προς όφελος των τοπικών κοινωνιών.
Στις Ευρωεκλογές, στις ευρωπαϊκές εκλογές για να συνεισφέρουμε στην οικοδόμηση μιας μεγάλης συμμαχίας της ευρωπαϊκής αριστεράς, της οικολογίας και της σοσιαλδημοκρατίας, που σιγά-σιγά απεγκλωβίζεται από την αυτοκαταστροφική προσκόλληση στο νεοφιλελεύθερο και συντηρητικό πλαίσιο. Και να είμαστε παρόντες στις διεργασίες στο νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Αλλά και στη μεγάλη μάχη. Τη μεγάλη μάχη για τη διακυβέρνηση, την προοδευτική διακυβέρνηση της επόμενης μέρας για το τόπο μας. Τη μάχη των εθνικών εκλογών, που είναι μπροστά μας, τον Οκτώβριο, λέω εγώ – και το πιστεύω- του 2019.
Για να διαφυλάξουμε την έξοδο από την κρίση με κοινωνικό πρόσημο.
Για να μην γυρίσει η χώρα μας στο παρελθόν της διαφθοράς, του εκμαυλισμού, της κατασπατάλησης, αλόγιστης κατασπατάλησης δημόσιων πόρων.
Για να μην γυρίσει η χώρα μας στις έξαλλες – και απάνθρωπες θα πω εγώ – νεοφιλελεύθερες πολιτικές, που αυτές έχουν την ευθύνη για τα υπέρογκα ελλείμματα που μας οδήγησαν στα Μνημόνια, που μας οδήγησαν στην αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας, στο πάνω από 1 εκατομμύριο ανέργων στη χώρα μας.
Για να συνεχίσουμε, τέλος, τις πολιτικές ενδυνάμωσης της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Με έμφαση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, στην καθολική πρόσβαση σε μια αναβαθμισμένη δημόσια παιδεία και υγεία, στην διεύρυνση των μηχανισμών κοινωνικής προστασίας, στην ενίσχυση των δυνάμεων της εργασίας, στην εμπέδωση της κοινωνικής συνοχής.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι
Πιστεύω ότι από αυτό το προσκλητήριο δεν μπορεί και δεν δικαιούται να λείψει κανείς. Αλλά και κανείς δεν θα έχει τη πολυτέλεια να κρυφτεί μπροστά στις ευθύνες της ιστορίας. Έχει παρέλθει προ πολλού η πολυτέλεια της βολικής για κάποιους σιωπής. Η ιστορία θα καταγράψει σε αυτή την κρίσιμη καμπή, τις δυνάμεις της δημοκρατίας και της κοινωνικής προόδου, που με τη συσπείρωσή τους, θα είναι αυτές, που θα αποτρέψουν την επιστροφή του σκοτεινού παρελθόντος. Και θα αγωνιστούν για να οικοδομήσουν ένα παρόν και μέλλον προκοπής για τον τόπο μας, για το λαό μας, για τους λαούς της Βαλκανικής αλλά και για τους λαούς ολόκληρης της Ευρώπης.
Κανείς, λοιπόν, δεν πρόκειται να κρυφτεί από αυτές τις βαριές ιστορικές ευθύνες. Δεν υπάρχει η πολυτέλεια της σιωπής. Και κανείς δεν θα αποκλεισθεί από αυτή τη μεγάλη προσπάθεια να προχωρήσουμε μπροστά για το αύριο του τόπου και του λαού μας. Διότι μπροστά στα ιστορικά διλήμματα ο καθένας οφείλει να παίρνει ιστορικές αποφάσεις.
Σας ευχαριστώ θερμά.
Καλή δύναμη και καλή αντάμωση.