Οι έγκυες που έχουν αϋπνία, υπνική άπνοια, ναρκοληψία ή άλλη διαταραχή ύπνου, κινδυνεύουν περισσότερο να γεννήσουν πρόωρο παιδί, σε σχέση με τις γυναίκες που κοιμούνται κανονικά, σύμφωνα με μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, την πρώτη που εξετάζει τις συνέπειες του κακού ύπνου για την εγκυμοσύνη. Πρόωρος θεωρείται ο τοκετός, όταν γίνεται πριν την 37η εβδομάδα της κύησης.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια στο Σαν Φρανσίσκο, με επικεφαλής την ψυχολόγο Τζένιφερ Φέλντερ του Τμήματος Ψυχιατρικής, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γυναικολογίας “Obstetrics & Gynecology”, ανέλυσαν στοιχεία για 2.265 γυναίκες με διαταραχές ύπνου, καθώς και για μια άλλη ομάδα γυναικών χωρίς τέτοια προβλήματα.
Διαπιστώθηκε ότι πρόωρα γέννησε το 14,6% των εγκύων με διαταραχή ύπνου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ήταν 10,9% μεταξύ των εγκύων χωρίς προβλήματα ύπνου. Οι γυναίκες με αϋπνία είχαν κατά μέσο όρο 30% αυξημένο κίνδυνο πρόωρου τοκετού και αυτές με υπνική άπνοια 40%, σύμφωνα με τους «Τάιμς της Νέας Υόρκης» και το “Nature”.
Η πιθανότητα πολύ πρόωρου τοκετού πριν την 34η εβδομάδα της κύησης ήταν υπερδιπλάσια για τις εγκύους με υπνική άπνοια και σχεδόν διπλάσια για τις γυναίκες με αϋπνία.
Οι ερευνητές επεσήμαναν τη σημασία αντιμετώπισης των διαταραχών ύπνου κατά την εγκυμοσύνη, με δεδομένους τους αυξημένους κινδύνους του πρόωρου τοκετού για το μωρό και την μετέπειτα ζωή του. Όπως ανέφεραν, επειδή οι έγκυες αποφεύγουν να πάρουν φάρμακα, θα μπορούσαν να καταφύγουν σε κάποια σχετικά γρήγορη θεραπεία με ψυχολόγο, όπως η γνωστική-συμπεριφορική.
Κάθε χρόνο περίπου 15 εκατομμύρια μωρά γεννιούνται πρόωρα στον κόσμο, πάνω από τρεις εβδομάδες νωρίτερα από την πλήρη κύηση των 40 εβδομάδων. Τα παιδιά αυτά είχαν λιγότερο χρόνο για να αναπτυχθούν μέσα στη μήτρα και είναι πιο ευάλωτα απο άποψη σωματικής και ψυχικής υγείας.
Παύλος Δρακόπουλος