Στην Ελλάδα έχουμε κάποια σύνδρομα, τα οποία έχουν μεν τους λόγους τους για να υπάρχουν, αλλά κάποια στιγμή, κάπως, πρέπει να τα ξεπεράσουμε. Σε ένα τέτοιο σύνδρομο οφείλεται και το γεγονός ότι όταν η αστυνομία κάνει τη δουλειά της, πολύ συχνά μιλάμε για «αστυνομοκρατία». Όταν λέμε «κάνει τη δουλειά της», δεν εννοούμε την καταστολή μόνο, αλλά και την πρόληψη.
Ο βασικός λόγος που υπάρχει, βέβαια, η αστυνομία είναι η καταστολή… Δεν νοείται κράτος δικαίου, πρώτον, χωρίς διαρκή σεβασμό στους νόμους του, ο οποίος μεταφράζεται σε σταθερή υλοποίησή τους και στην καθολικότητα της εφαρμογής τους, και δεύτερον, χωρίς αποτελεσματική αστυνομία στην άσκηση της καταστολής. Η πρόληψη είναι δουλειά του κράτους γενικότερα, μέσω πολλών και διαφόρων μέτρων, μέρος της πρόληψης όμως είναι και η αστυνομία, με τον εξής απλό τρόπο: Να δηλώνει παρούσα.
Αυτό σημαίνει ότι δεν χρειάζεται να τελούμε υπό ένα ολοκληρωτικό καθεστώς για να βλέπουμε σώματα της αστυνομίας στο δρόμο. Στην Ελλάδα, ωστόσο, έχει καλλιεργηθεί εδώ και πολλά χρόνια μία καχυποψία απέναντι στα όργανα της τάξης, που έχει τις ρίζες της στην περίοδο της δικτατορίας και διαιωνίζεται για ευνόητους λόγους από την εγχώρια Αριστερά, η οποία τρέφει, όμως, με αυτόν τον τρόπο την Ακροδεξιά που υποτίθεται ότι απεχθάνεται.
Ως εκ τούτου, θεωρείται γενικώς αποδεκτό και αναμενόμενο αφενός να γίνεται λόγος για «αστυνομοκρατία», «αυταρχισμό» και «καθεστωτικές πρακτικές» όταν η αστυνομία επιτελεί κανονικά το έργο της, και αφετέρου ο αντίλογος σε αυτό να μην είναι, λ.χ., η αναγκαιότητα να επιβάλλεται ο νόμος ακόμα κι αν χρειάζεται βία, αλλά ο εξωραϊσμός αυτής της βίας… Λες και όταν δέρνει η αστυνομία οι υπόλοιποι θα έπρεπε να το ευχαριστιόμαστε. Πρόκειται για ένα ακόμα ζήτημα στο οποίο στην Ελλάδα έχουμε χάσει το μέτρο…
Μέρος αυτής της απώλειας του μέτρου είναι και το ίδιο το γεγονός ότι, μέχρι και πολύ πρόσφατα, η αστυνομία έκανε τη δουλειά της στο δημόσιο χώρο κυρίως – αν όχι αποκλειστικά – μέσω των ΜΑΤ, μίας μονάδας δηλαδή που σκοπός της εξ ορισμού είναι η καταστολή. Αυτή η ανωμαλία προέκυψε μεν από τη δυσπιστία της κοινωνίας απέναντι στην αστυνομία, αλλά παράλληλα δικαίωνε κιόλας σε ένα βαθμό αυτή τη δυσπιστία. Αν θυμάστε τις παλιές καλές μέρες, που δεν μας απασχολούσαν οι κορονοϊοί και τα μνημόνια, στις ειδήσεις το μισό δελτίο ασχολιόταν με διαρρήξεις και κλοπές και το άλλο μισό με την τάδε πορεία ή διαδήλωση της τάδε επαγγελματικής ή κοινωνικής ομάδας. Ανάμεσα στα ρεπορτάζ και τις αναλύσεις περί τούτων, οι αναφορές στην αστυνομία κινούνταν μεταξύ του ενός άκρου, ότι η αστυνομία είναι πλήρως απούσα από το κέντρο της πόλης ή την επαρχία, και του άλλου άκρου, που έλεγε ότι η αστυνομία προκαλεί με την παρουσία της. Για κάτι ενδιάμεσο, μεταξύ «αναρχίας» και «αστυνομοκρατίας», ούτε λόγος.
Αφού λοιπόν δεν μας άρεσε οι αστυνομικοί να είναι ανύπαρκτοι, αλλά δεν θέλαμε και να τους βλέπουμε, χάθηκε το μέτρο στην παρουσία τους και μας έμεινε μόνο η υπερβολή: Μέχρι πριν λίγα χρόνια που ιδρύθηκε η ομάδα ΔΙΑΣ, αν συναντούσες τυχαία στο δρόμο ένστολο αστυνομικό, αυτός θα ήταν μέλος των ΜΑΤ και σπανίως οτιδήποτε άλλο, λες και οι αστυνομικοί μπορούν να απομακρυνθούν από το τμήμα μόνο εξοπλισμένοι με γκλοπ και ασπίδες. Κι επειδή η ζυγαριά της κοινωνίας πρέπει κάπου να ισορροπήσει, στον αντίποδα δημιουργήθηκαν περιοχές «άβατα» για τα όργανα της τάξης και το ευρύ κοινό έγινε υπερβολικά ανεκτικό σε χαμηλής έντασης παρανομίες.
Αυτές τις ανωμαλίες προσπαθούμε ως χώρα να θεραπεύσουμε τα τελευταία χρόνια που ήρθε η οικονομική κρίση και μας ταρακούνησε, αλλά δεν είναι καθόλου εύκολο. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι εύκολο, με κοινοβουλευτικά κόμματα να λένε ότι τα Εξάρχεια είναι «κατεχόμενη ζώνη» επειδή πλέον υπάρχουν και εκεί αστυνομικοί, να κάνουν λόγο για «αυταρχισμό» όταν επιστρατεύονται τα ΜΑΤ τις μέρες που όλοι ξέρουμε ότι επίκεινται έκτροπα από κουκουλοφόρους ή να κατηγορούν την αστυνομία για «βίαιη καταστολή» όταν προσάγονται ή συλλαμβάνονται άνθρωποι που πολύ απλά παρανόμησαν… Γιατί, τη βδομάδα που διανύουμε, αυτά ακριβώς συνέβησαν…