Η πανδημία του COVID-19 διέλυσε βεβαιότητες, αλλάζοντας τις πολιτικοοικονομικές συνθήκες παγκοσμίως.
Τα πρωτοφανή δημοσιονομικά μέτρα που πάρθηκαν σε πολλές χώρες για τη στήριξη των οικονομιών και των θέσεων εργασίας, έχουν βέβαια ημερομηνία λήξης. Την ίδια στιγμή, με το νέο εργασιακό νομοσχέδιο, η κυβέρνηση κάνει ακόμα πιο ευάλωτη τη θέση χιλιάδων εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα.
Μέρος του νομοσχεδίου αφορά θετικές και αναγκαίες ρυθμίσεις που ενσωματώνονται από σχετικές Ευρωπαϊκές οδηγίες, όπως για παράδειγμα οι διατάξεις για την εξάλειψη της παρενόχλησης και της βίας στον χώρο εργασίας αλλά και οι προβλέψεις για την άδεια πατρότητας. Από την άλλη πλευρά, κανονικοποιεί ορισμένες κακές πρακτικές που εντοπίζονται στην Ελληνική αγορά εργασίας.
Συγκεκριμένα, η διευθέτηση του χρόνου εργασίας μέσω ατομικών συμβάσεων, παραγνωρίζει την άνιση σχέση εργοδότη και εργαζόμενου, χωρίς καν πρόβλεψη για προηγούμενη καταχώριση αυτών στο σύστημα ΕΡΓΑΝΗ, άρα και χωρίς έλεγχο.
Επιπλέον, οι ρυθμίσεις για την αστική ευθύνη των συνδικάτων ακόμα και για πράξεις τρίτων, αντιβαίνουν την αρχή της αναλογικότητας ενώ ακόμα και η καθιέρωση ενός θετικού μέτρου όπως είναι η ηλεκτρονική ψηφοφορία στις Γενικές Συνελεύσεις όλων των βαθμίδων, γίνεται χωρίς να διασφαλίζεται η μυστικότητα της ψήφου, όπως σημειώνει και η Έκθεση του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής.
Επιπλέον, το εργασιακό νομοσχέδιο δεν κατοχυρώνει τα δικαιώματα των νέων εργαζομένων. Με την ανεργία στους νέους να βρίσκεται στο 25% και δεδομένου ότι απασχολούνται κατά κύριο λόγο στην παροχή υπηρεσιών, ως προσωρινά απασχολούμενοι, παραμένουν η πιο ευάλωτη εργασιακή ομάδα.
Ενώ λοιπόν στην υπόλοιπη Ευρώπη όλο και περισσότερες χώρες αναγνωρίζουν τους εργαζομένους στις πλατφόρμες, ως υπαλλήλους, η κυβέρνηση τους θεωρεί ως ανεξάρτητους συνεργάτες, κάτι που συνεπάγεται λιγότερα εργασιακά δικαιώματα. Στην ίδια μοίρα βρίσκονται και οι νέοι επιστήμονες (μεταδιδακτορικοί ερευνητές/τριες, διδάσκοντες/ουσες με προγράμματα ΕΣΠΑ) που εργάζονται με «μπλοκάκι» στην έρευνα και τη διδασκαλία.
Ακόμα και οι ρυθμίσεις για νέες μορφές εργασίας, όπως η τηλεργασία, μοιάζουν άτολμες. Η τηλεργασία θα μπορούσε να ενθαρρυνθεί περαιτέρω και να αποτελέσει το βασικό εργαλείο για την ένταξη στην αγορά εργασίας Ατόμων με Ειδικές Ανάγκες, την επίτευξη της αποκέντρωσης από τα μεγάλα αστικά κέντρα και την εξυπηρέτηση οικογενειακών και άλλων αναγκών, που καθίστανται πιο επιτακτικές, ιδιαίτερα, σε ένα πλαίσιο συνεχούς αποδυνάμωσης του κοινωνικού κράτους.
Η διεύρυνση των λόγων που δικαιολογούν το καθεστώς τηλεργασίας και η επιβολή της υποχρέωσης στον εργοδότη να τεκμηριώνει τυχόν άρνηση του σχετικού αιτήματος θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση για την εφαρμογή της τηλεργασίας σε ευρύτερο και μονιμότερο πλαίσιο.
Συνολικά, οι ρυθμίσεις για την αγορά εργασίας δεν αποτελούν μέρος ενός συγκροτημένου σχεδίου για την μελλοντική πορεία της Ελληνικής οικονομίας. Δεδομένου ότι η πλειονότητα των Ελληνικών επιχειρήσεων είναι μικρές ή και πολύ μικρές, είναι άτοπο να περιμένει κάποιος ότι η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας θα εξισορροπήσει δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν όπως είναι η δυσχέρεια στην πρόσβαση τραπεζικού δανεισμού και ο χαμηλός βαθμός εξωστρέφειας.
Η φιλοσοφία αυτή δεν οδηγεί σε μία βιώσιμη ανταγωνιστικά ανθεκτική, σύγχρονη οικονομία. Σε μία εποχή που ακόμα και τα πιο ισχυρά κράτη αλλάζουν την πολιτική τους σε θέματα που στο παρελθόν ήταν ταμπού, όπως φάνηκε και από την απόφαση των G7 για τη φορολογία των μεγάλων επιχειρήσεων, η κυβέρνηση παραμένει προσκολλημένη στο δόγμα της εσωτερικής υποτίμησης.