Η πρόσφατη ηχηρή και αναπάντεχη, όπως φάνηκε από πολλούς, ανάδειξη του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ επανέφερε στο επίκεντρο του δημόσιου διαλόγου το ζήτημα των ορίων ως προς την ενημέρωση και την πληροφόρηση.
Στο πλαίσιο αυτό υπάρχουν δύο διαφορετικές ερμηνείες. Η πρώτη εκτιμά ότι η επικράτηση αυτή, σε ένα σημαντικό βαθμό, οφείλεται κυρίως στη διασπορά ψευδών ειδήσεων, στις κατασκευασμένες πληροφορίες που διακινήθηκαν κυρίως από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και έγιναν αποδεκτές από μια κρίσιμη μάζα πολιτών με χαμηλό επίπεδο μόρφωσης. Η δεύτερη εκτιμά ότι το αποτέλεσμα αυτό αναδεικνύει την αντίδραση μιας σιωπηλής πλειοψηφίας απέναντι σε ένα διαπλεκόμενο σύστημα μεγάλων μέσων ενημέρωσης, που δαιμονοποιούσε και απαξίωνε κάθε διαφορετική άποψη προωθώντας μια ατζέντα που δημιουργούσε οργή και θυμό σε πολλές κοινωνικές ομάδες.
Είναι ξεκάθαρο ότι πίσω από αυτές τις δύο εντελώς διαφορετικές ερμηνείες αναδύεται ένα τεράστιο έλλειμμα εμπιστοσύνης. Εκλείπει δηλαδή μια ελάχιστη κοινή συν-αντίληψη για το πώς μπορεί μια κοινωνία να προχωρήσει, παρά τις αντικρουόμενες απόψεις και θέσεις.
Και οι δύο πλευρές αντιμετωπίζουν, η μία την άλλη, όχι σαν συμπολίτες που έχουν διαφορετικές απόψεις, αλλά σαν εχθρούς, των οποίων η επικράτηση θέτει σε κίνδυνο το δικό τους πρότυπο ζωής.
Αυτός ο βαθύς διχασμός, που αναδύεται στον χώρο των μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας, αντανακλά τη διαμόρφωση δύο στρατοπέδων, με εντελώς διαφορετικά αξιακά και πολιτισμικά πρότυπα.
Αυτή η κατάσταση είναι αποτέλεσμα διεργασιών πολλών ετών και εδράζεται κυρίως στο πώς και πόσο ο καθένας βελτιώνει τη ζωή του με βάση την εξέλιξη της οικονομίας, στο πώς και πόσο ο καθένας αισθάνεται ότι συμμετέχει στη λήψη αποφάσεων και στο πώς και πόσο η πολυπολιτισμική κοινωνία μπορεί να ενσωματώσει παραδοσιακές αξίες που ασπάζεται, αν όχι η πλειοψηφία, σίγουρα ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της αμερικανικής κοινωνίας.
Η εμβάθυνση όμως της δημοκρατίας και ο πραγματικός πλουραλισμός δεν εδράζεται στην ύπαρξη μέσων ενημέρωσης, δημοσιογράφων και διαμορφωτών κοινής γνώμης χωρίς δικό τους στίγμα και άποψη. Πρόβλημα δεν είναι ούτε η θέση, ούτε η άποψη και ακόμη περισσότερο η μαχητική υπεράσπισή τους. Πρόβλημα είναι η διαστρέβλωση, η στοχοποίηση και η αποστολή μηνυμάτων μίσους και εξόντωσης του «αντιπάλου».
Άρα, το ζητούμενο είναι η διαμόρφωση του προτύπου. Δεν αποτιμώνται όλα με likes, με κλικς, με δείκτες τηλεθέασης ή ακροαματικότητας.
Πώς όμως θα επιτευχθεί αυτό σε μια κοινωνία με ακραία ατομικιστικά πρότυπα, εξουθενωτικό ανταγωνισμό, υπερκαταναλωτισμό και υπερπληροφόρηση;
Μήπως είναι η φύση της ίδιας της οργάνωσης της κοινωνίας και των προτύπων που διαμορφώνει η υπεροχή της Οικονομίας και της Αγοράς έναντι της Πολιτικής;
Μήπως το ίδιο το πρότυπο της παγκοσμιοποίησης, που μέχρι τώρα εξήγαγαν οι ΗΠΑ σε όλο τον κόσμο, εμπεριέχει ένα αξιακό σύστημα το οποίο τροφοδοτεί τον διχασμό και τον κατακερματισμό;
Ο διάλογος για το πως θα διασφαλιστεί η δεοντολογία και η αξιοπιστία στον τομέα της ενημέρωσης δεν περνάει μόνο μέσα από διοικητικές, τεχνικές και δικαιικές πρωτοβουλίες, αλλά κυρίως μέσα από τον επαναπροσδιορισμό των κοινωνικών προτύπων, των αρχών και αξιών που διαμορφώνουν την κοινωνία. Αυτή η συζήτηση με διαφορετικές παραμέτρους, αλλά με το ίδιο βασικό ζητούμενο αφορά όλες τις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες , αυτές δηλαδή που απέναντι στις αντίστοιχες, ολοκληρωτικές και ολιγαρχικές ,διακηρύττουν την ηθική τους ανωτερότητα που βασίζεται στην ελευθερία και στη δικαιοσύνη.
(*) Ο Γιάννης Ράζος είναι Σύμβουλος Στρατηγικής Επικοινωνίας
ΑΠΕ-ΜΠΕ