Απλή, διαφανής και δόλια – Γράφει ο Γιώργος Παγουλάτος*

Ένα χρόνο μετά την παρ’ ολίγον ρευστοποίηση της οικονομίας με το μοιραίο δημοψήφισμα του 2015, η κυβέρνηση Τσίπρα επανέρχεται με ένα σχέδιο ρευστοποίησης της πολιτικής. Η σκοπιμότητα νομοθέτησης της απλής αναλογικής είναι απλή, διαφανής, και απολύτως δόλια.

Giorgow Pagoulatos
Γράφει ο Γιώργος Παγουλάτος – καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Τα κίνητρα είναι ορατά όσο κι η πορεία του ήλιου από την ανατολή στη δύση. Ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ διαβλέπει τη διαφαινόμενη ήττα του στις ερχόμενες εκλογές. Θέλει λοιπόν να εμποδίσει τη Ν.Δ. να σχηματίσει κυβερνητική πλειοψηφία, ακόμα και με ποσοστά του 40%+. Θέλει να καταστήσει την επόμενη κυβέρνηση όμηρο του ΣΥΡΙΖΑ. Συνεπής προς τις καλύτερες παραδόσεις φοιτητικού συνδικαλισμού, όπου ο στόχος ήταν να μαγειρεύεις τους κανόνες του παιχνιδιού ώστε να διατηρείς την εξουσία ακόμα κι από θέση μειοψηφίας.

Η χώρα έχει παράδοση οπορτουνιστικών εκλογικών νόμων, όμως αυτός τερματίζει το κοντέρ της κομματικής ιδιοτέλειας. Οι προηγούμενοι εκλογικοί νόμοι (μπόνους των 50 για το πρώτο κόμμα) τουλάχιστον φτιάχτηκαν για να διευκολύνουν μια αδύναμη πλειοψηφία να κυβερνήσει. Ο νόμος Τσίπρα επιδιώκει να αφαιρέσει από την πλειοψηφία το δικαίωμα να κυβερνήσει. Συναγωνίζεται τον αχρείο νόμο Κουτσόγιωργα του 1989, που στέρησε την πλειοψηφία σε ένα κόμμα του 47%.

Ο (κατά πολλά αμαρτωλός) δικομματισμός είχε το μεγάλο πλεονέκτημα ότι παρήγαγε κυβερνητική σταθερότητα. Το πρώτο κόμμα μπορούσε να εφαρμόσει την πολιτική του, κι ο λαός μπορούσε να το κρίνει, να το επανεκλέξει ή να το στείλει στην αντιπολίτευση. Αναγκαία (αν και όχι επαρκής) προϋπόθεση καλής διακυβέρνησης είναι ότι κάποιος φέρει την ευθύνη. Επιτυχία και αποτυχία έχουν ονοματεπώνυμο – τον εκάστοτε ένοικο του Μαξίμου. Όμως η απλή αναλογική οδηγεί σε τόσο ρευστές, ετερόκλητες και ασταθείς κυβερνήσεις, που η ευθύνη διαχέεται, χάνεται. Ο καθένας μπορεί με ασφάλεια να περνάει το μπαλάκι στους άλλους.

Αυτό δεν είναι πολιτική συναίνεση, γιατί η συναίνεση προϋποθέτει αμοιβαία ανάληψη ευθύνης. Οι κυβερνήσεις της απλής αναλογικής ενθαρρύνουν το αντίθετο, την αμοιβαία επίρριψη ευθυνών, την οικουμενική δραπέτευση από το κυβερνητικό καθήκον. Στην περίπτωσή μας η απλή αναλογική θα υποχρέωνε τη Ν.Δ. να κυβερνήσει μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, σε μια μη-κυβέρνηση του ελάχιστου κοινού παρονομαστή. Και με έξτρα μπόνους για τη χώρα, τη Χρυσή Αυγή ως αξιωματική αντιπολίτευση.

Κάποιοι θεωρούν ότι η απλή αναλογική θα μπορούσε να οδηγήσει σε κουλτούρα ευρύτερων συναινέσεων. Μακάρι, πιθανόν, μακροχρόνια. Πριν από αυτό όμως, η χώρα θα περνούσε επισήμως σε διαβάθμιση υψηλού πολιτικού ρίσκου, απομακρύνοντας διά παντός όσους ελάχιστους επενδυτές θα είχαν απομείνει. Η απλή αναλογική θα παρήγε με βεβαιότητα ασταθείς, αναποτελεσματικές και βραχύβιες κυβερνήσεις. Σε μια χώρα που –επιτέλους!– αγωνιά να κυβερνηθεί και δεν έχει πια άλλο χρόνο να κάψει.

Ο δικομματισμός (προϊόν ενισχυμένης αναλογικής) υποχρέωνε σε κόμματα μεγάλα, ευρύχωρα και πολυσυλλεκτικά. Έτσι, οι ιδεολογικές τάσεις και αντιθέσεις συνθέτονταν και λειαίνονταν αναγκαστικά στο εσωτερικό των κομμάτων, χωρίς να αποσταθεροποιούν τη χώρα. Η απλή αναλογική οδηγεί στην πολιτική ρευστοποίηση, σε κομματικές πολυδιασπάσεις, που συχνά ευνοούν τους ακραίους, τους διεφθαρμένους, τους λαϊκιστές. Κάθε βουλευτής αποκτά υπέρμετρη εξουσία να πιέζει, να εκβιάζει, να αποστατεί. Η πολιτική διαδικασία εκφυλίζεται σε ένα ατέλειωτο πολιτικό αλισβερίσι, τα κόμματα καθίστανται σημαίες ευκαιρίας. Και η ρευστότητα της απλής αναλογικής είναι ο παράδεισος των εξωθεσμικών συμφερόντων, μιντιαρχών και λοιπόν «παραγόντων». Και διάφορων μικρομέγαλων «αρχηγών» (του 3% ή του 0,3%) που ράβουν για τον εαυτό τους κοστούμι ρυθμιστή με τα κουρέλια της κατεστραμμένης πολιτικής αξιοπιστίας της χώρας.

«Το Βέλγιο έμεινε χωρίς κυβέρνηση για 1,5 χρόνο», αντιτείνει ένας υπουργός. Όμως το Βέλγιο ως ομοσπονδία έχει δομές διακυβέρνησης που λειτουργούν αυτόνομα στα χαμηλότερα επίπεδα. Στην Ελλάδα ακόμα κι οι πιο ασήμαντες λειτουργίες του κράτους χρειάζονται υπουργικές αποφάσεις για να διεκπεραιωθούν. H Ιταλία, από την άλλη, πέρασε 45 χρόνια μεταπολεμικής αστάθειας μέχρι να καταφέρει να αλλάξει την απλή αναλογική, που είχε οδηγήσει σε κυβερνήσεις μέσης διάρκειας 9 μηνών. Η Βουλή της ήταν θίασος ποικιλιών και η χώρα όδευε από κρίση σε κρίση. Κι η Ιταλία (αντίθετα με μας) διέθετε πάντα ισχυρούς κρατικούς θεσμούς.

Δυστυχώς, ο εκλογικός νόμος της κυβέρνησης δεν περιορίζεται καν στη δολιότητα της απλής αναλογικής. 427.000 παραγωγικοί Έλληνες έχουν μεταναστεύσει από ανάγκη για να βρουν δουλειά στο εξωτερικό, οι περισσότεροι προσδοκώντας να επιστρέψουν. Η κυβέρνηση τους αρνείται το δικαίωμα ψήφου, απορρίπτοντας τις πιέσεις της αντιπολίτευσης και συλλογικών πρωτοβουλιών όπως το αξιόλογο Brain Gain.

Προφανώς αντιλαμβάνεται ότι οι άνθρωποι που ξενιτεύτηκαν για μια καλύτερη ζωή ή για να θρέψουν τις οικογένειές τους έχουν ελάχιστη συμπάθεια στους τακτικισμούς των αιώνιων φοιτητοσυνδικαλιστών που σήμερα κυβερνούν τη χώρα. Εισηγείται όμως η κυβέρνηση ψήφο στα 17 (δηλαδή στα 16), αποβλέποντας προφανώς στις εύπλαστες μαθητικές πελατείες, εκμαυλίσιμες με υποσχέσεις κατάργησης της μισητής αριστείας και ελεύθερης εισαγωγής στα πανεπιστήμια.

Στα πολιτικά εγχειρίδια υπάρχει ως κατηγορία ο πολιτικός κυνισμός. Και έπειτα, ως εξαιρετική περίπτωση, συναντάται η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.


*Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στο Κολέγιο της Ευρώπης.

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδα εφημερίδων της Τρίτης 12 Ιουλίου 2016
Επόμενο άρθροO Σάντος κι ο ΠΑΟΚ – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος