Το 1989, στη μικρή περίοδο συγκυβέρνησης Νέας Δημοκρατίας- Συνασπισμού- ΔΗΑΝΑ, επιχειρήθηκε η ουσιαστική εθνική συμφιλίωση, έστω κι υπό ειδικές συνθήκες.
Τότε, μα και τώρα ακόμη, οι μεγάλες θρησκείες της ελληνικής κοινωνίας ήταν τρεις: Η Ορθοδοξία, η Αριστερά και το τραγούδι. Οι δυο τελευταίες μάλιστα, σχεδόν ενώθηκαν «εις σάρκα μία» κι όποιος δεν ανήκε στον στενό περίγυρο της πρώτης, δύσκολα τύγχανε αναγνώρισης. Δεν είναι υπερβολή αν γραφεί ότι το τραγούδι –πάσης φύσεως από ρεμπέτικο και λαϊκό έως έντεχνο- καπελώθηκε από την Αριστερά. Επένδυσε ιδεολογικά και συναισθηματικά η Αριστερά στην τέχνη και κυρίως στην μαζική τέχνη, δηλαδή τη μουσική και το τραγούδι. Μ’ αυτά τρύπωσε σε ψυχές και σπίτια. Κι αντί η κοινωνία να την εξοβελίζει, όπως γίνεται παντού, στη χώρα μας την θεωρεί… προοδευτική και… δημοκρατική δύναμη!
Επιπλέον, δεν υπήρχε περίπτωση ένας καλλιτέχνης να προχωρήσει και να δημιουργήσει την καριέρα που ονειρευόταν αν δεν δήλωνε Αριστερός.
Ο μόνος ίσως που το κατάφερε ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Ο οποίος όμως διέθετε το άλλοθι για την Αριστερά, ότι ως νέος ήταν Αριστερός κι είχε γράψει τον ύμνο της ΕΠΟΝ, ενώ ήταν γνωστή η αποστροφή του για τη φανατισμένη εθνικοφροσύνη της Δεξιάς.
Τότε λοιπόν, 1989, στην εποχή της συμφιλίωσης, μέλη της ΚΝΕ πήγαν στην επικεφαλής του τομέα Αθηνών του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα (τη μελλοντική γενική γραμματέα) και της ζήτησαν να καλέσουν στο φεστιβάλ τους τον Χατζιδάκι! Εκείνη τους άκουσε και χωρίς σκέψη απάντησε: «Ε όχι και τον Μάνο».
Καταλαβαίνετε; Η εθνική συμφιλίωση κατά το ΚΚΕ δεν χωρούσε τον μέγιστο Μάνο Χατζιδάκι! Όχι μόνο επειδή ήταν Δεξιός, αλλά επειδή ήδη το ΚΚΕ –μετά τον εμφύλιο και στην προσπάθειά του να εισέλθει στα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά δρώμενα- είχε κτίσει θεμέλια για την δήθεν ανωτερότητα της Αριστερής σκέψης, που αμφισβητούσε ο Χατζιδάκις. Όπως είχε καλλιεργήσει την αντίληψη ότι ευαισθησία διαθέτουν μόνο οι Αριστεροί, σε συνδυασμό με το περίφημο ηθικό πλεονέκτημα, κάτι στο οποίο αντιδρούσε ο Χατζιδάκις.
Ν’ αναφέρω κι άλλο περιστατικό. Ο Σταύρος Ξαρχάκος είναι μια προσωπικότητα που δεν μπορεί κάποιος να τον χαρακτηρίσει Δεξιό, μα ούτε Αριστερό. Διετέλεσε φυσικά βουλευτής κι ευρωβουλευτής της ΝΔ, μα δεν μπορεί κάποιος που μπορεί να ταυτιστεί μαζί της. Πήγε λοιπόν πριν λίγο καιρό να ακούσει ένα πρόγραμμα στο οποίο πρωταγωνιστούσε μια νέα αοιδός που μας έχει πει ότι ονειρεύεται να ανέβη στο βουνό και να κάνει επανάσταση! Μετά το πρόγραμμα πήγε η αοιδός στο τραπέζι του και πριν οτιδήποτε άλλο του είπε με μπόλικο θράσος: «Ξέρετε, εγώ είμαι κομμούνι»! Ο Ξαρχάκος μειδίασε κι άλλαξε κουβέντα. Απέφυγε να πει το παραμικρό επειδή η σοφία κι η εμπειρία του τον οδήγησαν στην αποφυγή οιασδήποτε συζήτησης, για να μη χαλάσει το βράδυ του με μια τοξική συζήτηση…
Έτσι σκέπτονται λοιπόν στην Αριστερά, ακόμη και σήμερα.
Αυτά τα γεγονότα λοιπόν, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα που καταδεικνύουν πολλά. Καταδεικνύουν κυρίως, ότι σε κλίμα Αριστερής κουλτούρας και σκέψης μετά την μεταπολίτευση, οι καλλιτέχνες θα επιβίωναν ΜΟΝΟ αν στρατεύονταν στην διάχυση της ουτοπίας. Αλλιώς δεν θα του έδινε σημασία ούτε ένας ακροατής ή θεατής. Ούτε φυσικά το κόμμα, τα ΜΜΕ, η διανόηση ή οι πολιτικές νεολαίες για να τους καλούν στα φεστιβάλ… Αυτό έγινε καθεστώς και συνεχίζεται…. Η Αριστερά αυτοδιορίστηκε κριτής του Πολιτισμού και θεωρεί τους μη ανήκοντες ιδεολογικά σ’ αυτή, παρίες κι αποσυνάγωγους. Καλλιτέχνες κάθε είδους, αγκάλισαν την Αριστερά για να σκαρφαλώσουν στα ψηλά πατώματα. Να πληρώνονται με δυσθεώρητες αμοιβές, ειδικά μέσω κρατικών/δημοτικών εκδηλώσεων. Τραγουδιστές, τραγουδοποιοί μα και ηθοποιοί, πριν και μετά τη μεταπολίτευση, έπιαναν λάσπη και κάρβουνο κι αυτά μετατρέπονταν σε χρυσάφι λόγω της φωναχτής Αριστερίλας τους. Όλης της Αριστερίλας. Της κομμουνιστικής, του εσωτερικού, της ριζοσπαστικής, της επαναστατικής, της ευρωπαϊκής, της παλαβής, των διανοουμένων μα και των μολότοφ…
Τα τελευταία χρόνια, πλην της ποικιλόμορφης επήρειας της Αριστεράς στα πολιτισμικά και κυρίως μουσικά και θεατρικά δρώμενα, βλέπουμε όλο και περισσότερους Αριστερούς καλλιτέχνες να εκτοξεύουν μίσος και τοξικότητα προς την κοινωνία. Καλλιτέχνες που κατά τα άλλα διαθέτουν πλουσιότατα αποθέματα ευαισθησίας κι έχουν καταγράψει χιλιάδες χιλιόμετρα πνευματικής δημιουργίας.
Είδαμε το σύμβολο της ευαισθησίας Σταμάτη Κραουνάκη να «προσεύχεται» για τη σωτηρία της ψυχής μόνο του Τσίπρα. Είδαμε τη μέγιστη Χαρούλα Αλεξίου, να φορά κόκκινα γάντια και να συντάσσεται με την κορύφωση του λαϊκισμού. Είδαμε ηθοποιούς να βρίζουν όσους δεν εκφράζουν ή δεν ασπάζονται τον λόγο του Τσίπρα, είδαμε απειλές και φοβέρες, είδαμε κι ακούσαμε κραυγές του τύπου «φάτε τους» ή απειλές για «εξέγερση», που «δεν θα είναι αναίμακτη», από την υπέροχη, εκφραστική κι ευαίσθητη, κατά τα άλλα, Τάνια Τσανακλίδου.
Η κατάσταση αυτή αλλάζει, θ’ αλλάξει. Όχι μόνο επειδή στην πραγματική ζωή κι όχι στην Αριστερή ουτοπία, δεν μπορεί ν’ αναπαραχθεί πια ο Αριστερός λόγος. Μα κυρίως επειδή αρχίζει και κατανοεί η κοινωνία. Κατανοεί πια ότι αν η πλειοψηφία των Ελλήνων αοιδών, ηθοποιών και δημιουργών ζούσε στο εξωτερικό και δη σε χώρες του πρώην ανατολικού συνασπισμού, θα ήταν οι ίδιοι αποσυνάγωγοι δηλώνοντας Αριστεροί ή κομμουνιστές, αφού θα υποστήριζαν μια σκληρή δικτατορία.
Μπορεί κάποιος να σκεφτεί οποιονδήποτε αοιδό να άδει δίπλα σε σφυροδρέπανο, σε μια άλλη χώρα; Θα μπορούσαν, επί παραδείγματι, να το πράξουν ο Γιώργος Νταλάρας, ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης, ο Στέλιος Ρόκος, η Μποφίλιου, ο Παπακωνσταντίνου και τόσοι άλλοι, στη Ρωσία, στη Τσεχία, στην Ουγγαρία; Ή, υπάρχει άραγε χώρα που η διανόηση, οι αοιδοί, οι ηθοποιοί θα προσέφεραν στήριξη ή αφωνία σε μια συγκυβέρνηση Αριστεράς και ψεκασμένης Δεξιάς;
Ας τελειώνουμε λοιπόν με άλλον ένα μύθο της Αριστεράς και της κοινωνίας μας…