Όσοι, όπως η ταπεινότητά μου, έχουν συσσωρεύσει εμπειρίες στην πολιτική, γνωρίζουν έναν και μόνο βασικό κανόνα που πρέπει να ισχύει πάντα. Όταν ως κράτος είσαι στριμωγμένος στην οικονομία σου, δεν βρίσκεσαι στην κατάλληλη θέση να «ανοίξεις» ή να διαχειριστείς παράλληλα τα λεγόμενα μεγάλα εθνικά σου ζητήματα, δηλαδή τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής.
Και αυτό γιατί στην εξωτερική πολιτική, για να δημιουργήσεις ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επίλυση των ζητημάτων που σε απασχολούν, οφείλεις να έχεις εσύ από πριν επιλέξει το timing, να έχεις διασφαλίσει εθνική ομοψυχία και κυρίως να έχεις δημιουργήσει στέρεες διεθνείς συμμαχίες και συσχετισμούς που ευνοούν την πατρίδα σου.
Και δυστυχώς η Ελλάδα χωρίς να έχει εξασφαλίσει καμία από τις παραπάνω προϋποθέσεις βρέθηκε στο σημείο να πρέπει να διαχειριστεί, από απολύτως αρνητική θέση, όλα τα ζωτικά της ζητήματα, έχοντας παράλληλα απλωμένο το χέρι της στους δανειστές της, μήπως και καταφέρει και κρατήσει ζωντανή την καρκινοβατούσα οικονομία της.
Μέσα στην τελευταία διετία όπου η ριζοσπαστική αριστερά του κ. Τσίπρα βρίσκεται στο τιμόνι της χώρας, η Τουρκία για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες αμφισβήτησε (εκτός από τις πάγιες αμφισβητήσεις της υφαλοκρηπίδας, της ΑΟΖ και του Εναέριου χώρου) τη συνθήκη της Λωζάνης, την Ελληνική κυριαρχία επί δεκάδων νησιών και νησίδων, την κρατική υπόσταση (ακόμα και τη σημαία) της Κυπριακής Δημοκρατίας, η Αλβανία αμφισβήτησε την κυριαρχία μας επί του Ιονίου Πελάγους, εγείροντας παράλληλα επί της ουσίας (εδαφικό) θέμα Τσαμουριάς, ενώ Βούλγαροι και Σκοπιανοί ύψωναν τείχη στα Βόρεια σύνορά μας, απομονώνοντάς μας με αυτόν τον τρόπο από την κεντρική Ευρώπη.
Όπως εξήγησα προηγουμένως, οι γείτονές μας τοποθετούν στο τραπέζι όλες τις παρανοϊκές τους απαιτήσεις, ακριβώς επειδή η Ελλάδα, έχοντας απολέσει εντελώς την διεθνή της ακτινοβολία και επιρροή, δεν μπορεί να αντιδράσει.
Και άλλωστε, πώς ακριβώς θα μπορούσε να αντιδράσει; Με βάση ποιες συμμαχίες; Μήπως εκείνες που θεωρούνται παντού αλλού στον κόσμο προβληματικές, εκτός (ασφαλώς) από την Ελλάδα της ιδεοληπτικής αριστεράς; Πώς άραγε μπορεί να επηρεάσει ο Ραούλ Κάστρο ή ο Νικολάς Μαδούρο την διεθνή κοινότητα για τα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα; Σίγουρα μπορούν να επηρεάσουν αλλά μόνον αρνητικά.
Μόλις χθες τα ξημερώματα ο κ. Τσίπρας, συγκρίνοντας μάλιστα την Ελληνική Επανάσταση με την επανάσταση του μακαρίτη Κάστρο, επιτέθηκε και πάλι στον πολιτισμένο δυτικό κόσμο.
Επιτέθηκε και πάλι στους συμμάχους από τους οποίους ζητά την επιρροή τους σε όλα τα ανοιχτά μας ζητήματα. Εκτός από το ατυχές της σύγκρισης των επαναστάσεων, μιας και είναι προφανές ότι ελευθερία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δημοκρατία, οποιοσδήποτε νοήμων άνθρωπος αναρωτιέται γιατί άραγε το κάνει αυτό ο κ. Τσίπρας; Μήπως λόγω έλλειψης πολιτικής εμπειρίας; Μήπως για να αποπροσανατολίσει την εγχώρια κοινή γνώμη; Για όποιον όμως λόγο και αν το κάνει, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο για την πατρίδα μας. Διεθνής απομόνωση και ακόμα μεγαλύτερη πίεση σε όλα τα προβλήματα.
Δυστυχώς φτάσαμε στο σημείο, με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, να ανοίγουν τα κεφάλαια ένταξης της Αλβανίας στην Ε.Ε., παράλληλα με τις πιο αλυτρωτικές και αδιανόητες απαιτήσεις της. Όπως φτάσαμε στο σημείο να συζητάμε (αν είναι ποτέ δυνατόν) αν η συνθήκη της Λωζάννης πρέπει να αλλάξει διότι αδικεί την Τουρκία, στερώντας της «ζωτικής σημασίας εδάφη». Ή να τρέμουμε στην ιδέα ο Ερντογάν να ανοίξει τα σύνορα και η απροετοίμαστη και άμοιρη πλέον χώρα να κατακλυστεί από εκατομμύρια μετανάστες…
Αυτά -έχω την πεποίθηση- ότι δεν θα είχε επιτρέψει να συμβούν κανένας από τους πρωθυπουργούς που κυβέρνησαν τη χώρα κατά τα τελευταία 40 χρόνια.
Οποιοσδήποτε από αυτούς τους πρωθυπουργούς, δεν θα πηγαινοερχόταν για ταξίδια επαναστατικής γυμναστικής στην Κούβα, αλλά θα είχε ήδη συγκαλέσει Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών διερευνώντας εθνική στρατηγική, θα είχε ταξιδέψει στην Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική αναζητώντας ουσιαστικές συμμαχίες, θα είχε κινητοποιήσει την απανταχού ομογένεια, θα είχε ενημερώσει με ειλικρίνεια τον Ελληνικό λαό. Όπως θα έκανε και κάθε υπουργός ή εκπρόσωπος της χώρας παρουσιαζόταν στο ΝΑΤΟ, στην Ε.Ε., στο Ευρωκοινοβούλιο ή οπουδήποτε αλλού.
Δεν είμαι σίγουρος αν στάση τους είναι αυτή γιατί απλώς δεν αντιλαμβάνονται τα σύνθετα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής ή γιατί (και λόγω ιδεοληψίας) δεν τους ενδιαφέρουν. Και δεν διστάζω να πω ότι θεωρώ ως κολοσσιαία χαμένη ευκαιρία την ιστορική επίσκεψη του Προέδρου Ομπάμα, όπου υποβαθμίστηκαν τα εθνικά μας θέματα σε βάρος των ελάχιστων λεκτικών ψιχίων συμπάθειας για το δυσβάσταχτο εθνικό μας χρέος.
Γι’ αυτό και ανησυχώ ιδιαίτερα για την εξέλιξη των εθνικών μας θεμάτων. Γιατί με αποκλειστική ευθύνη του κ. Τσίπρα η Ελλάδα εμφανίζεται χωρίς στρατηγική, χωρίς καν εθνική θέση που μπορεί να παρουσιαστεί σε φίλους και αντιπάλους. Και αποκλειστικά, λόγω της δικής του ανεπάρκειας, η χώρα καθημερινά χάνει έδαφος και επιρροή παντού.
Κάποιοι με ρωτούν ποια θα μπορούσε να είναι -πλέον- η λύση. Και απαντώ χωρίς περιστροφές: Η λύση είναι μία: Πολιτική σταθερότητα που μόνο μία αταλάντευτα φιλοδυτική, κυβέρνηση υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη μπορεί να εξασφαλίσει.
Με ταχύτατη επαναξιολόγηση των εθνικών προτεραιοτήτων και των διεθνών συμμαχιών.
Με ταχύτατη αναζήτηση της εθνικής συναίνεσης σε αυτά τουλάχιστον, τα αυτονόητα ζητήματα.
Με ταχύτατη αποκατάσταση της σχέσης εμπιστοσύνης της πολιτείας με την κοινωνία.
Η Ελλάδα, δυστυχώς, βγαίνει βαθιά τραυματισμένη, σε όλα τα μέτωπα, από την περιπέτεια του κ. Τσίπρα.
Προλαβαίνει άραγε να επουλώσει τις πληγές της πριν τα τραύματά της καταστούν μοιραία;