Το πρώτο βιβλίο του Ανδρέα Μαρολαχάκη. Έτσι, έτοιμο από το πουθενά, από το παραμύθι σαν πραγματικότητα, από την πραγματικότητα σαν λογοτεχνία, σε επιστροφές δίχως επιστροφή και σε αγάπες δίχως αγάπη, με αγάπη.
Ανοίγοντας το βιβλίο ”Ιστορίες από το Κακοσούλι”, νιώθεις πως ανοίγεις ένα Παιδικό Μουσείο, καλοσωρίζοντας και αποχαιρετώντας χρόνους, εποχές του, ονόματα, ονομασίες, ανηφόρες, κατηφόρες, τόπους και άτοπους, όλα, άπαντα, αγιοφορώντας, βοώντας, βροντώντας… Θυσιαζόμενα, αναμένοντας στην αυλή γλυκό κουταλιού, σπιτικό, με αχλωρίοτο ύδωρ. Οι δρόμοι ολοστόλιστοι βημάτων, οι γειτονιές ζωγραφισμένες, οι ενορίες παρελθούσες λειτουργίες, ναοί λιβανισμένοι, τα σχολεία γραμματικές και προπαίδειες γεμάτα, κοντά παντελονάκια και ίσως λερωμένα, δακρυσμένα μάτια τρεχάτα στα νοσοκομεία, οι αναρρώσεις τα διασκεδάσματα βαθιές τιμωρίες… Αυτά, τα ανωτέρω, πίνακες εκθέσεων, πανηγυρικά ανεξίτηλων μυστικών, φανερώνοντας αβάσταχτα και φωτίζοντας το μέλλον.
Τι παιχνίδι είναι η ζωή, τι λογοπαίγνιο, τόση τρέλα για συντροφικότητα, καλή παρέα, στη μπάλα, στο πατίνι, στους χαρταετούς, βώλους, σφενδόνες, ποδήλατα, καραγκιόζης, φιδάκι, κρυφτό, περστέρια, ανυπάκουες διαθέσεις κι απρόβλεπτες, πρακτικές απροσάρμοστες, νοήματα και νήματα με χίλια δυο τσιμπήματα , μέλισσας πικρής, η αφήγηση φωτογραφίζοντας ή καλύτερα κινηματογραφίζοντας, Και οι ώμοι, τότε και τώρα , να κουβαλούν την αιωνιότητα σαν γιορτή και όχι σαν αγγαρία!
Είκοσι ιστορήματα, αφηγήματα, διηγήματα, παραμυθιάσματα, στις 190 σελίδες του βιβλίου, που με ένα επιτυχές άλμα, θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε μυθιστόρημα, αν αφαιρέσουμε τα κεφάλαια, όπου δυσκολεύουν τον αναγνώστη, να βρει σε ποιες πόλεις εξελίσσονται οι διαδραστικές ιστορίες στο βιβλίο. Τυχεροί οι Βεριείς, όσοι και όταν το ανακαλύψουν, γιατί βαδίζοντας στην πόλη, θα ακούν ψιθύρους, γέλια, βλέμματα, πιλάλες, μισού αιώνα πριν και βάλε, ανακαλύπτοντας κι αναγνωρίζοντας την απαρχή της μνήμης. Ακόμα, στο βιβλίο, παρατηρούμε, πως οι πρωταγωνιστές και οι συμπρωταγωνιστές, οι ήρωες τους, δρουν χωρίς επώνυμα, επίθετα λέγαμε κάποτε, και άρα μένουν έωλα τα ονόματα, τα πνεύματα, αναζητώντας την ταυτότητα τους. Έστω και με παρηχήσεις, θα μπορούσαν να στρωθούν τα επίθετα των ηρώων, ζώντας την δική τους ύπαρξη, πλάι στη δική μας. Μια παρατηρησησούλα παρά πάνω, οι λεζάντες των φωτογραφιών: δεν χρειάζονται να φυλακίζονται σε παρενθέσεις. Επισημάνσεις θα λέγαμε ασήμαντες, μπρος στο μεγαλείο των ρυθμών, των εξομολογήσεων, των αποκαλύψεων, με ρεαλιστικό ύφος, σπαραχτικής θεματολογίας και δυναμισμών νίκης ή ήττας, σπαρταρώντας να στηθεί, από τον συγγραφέα, το παιδί σαν ώριμος άνδρας κι ο ώριμος άνδρας να σώζεται σαν παις! Ο Ανδρέας Μαρολαχάκης μας εξομολογείται: Σε καμιά φάση της παιδικής μου ηλικίας δεν μπορώ να ισχυριστώ πως ήμουν ήσυχο παιδάκι, το αντίθετο! Οι περισσότεροι με χαρακτήριζαν άτακτο και απροσάρμοστο, προσδιορισμοί που δεν γνώριζα τη σημασία τους. Γεγονός είναι πως σε όλες τις φάσεις της παιδικής ηλικίας μου, ήμουν ήρωας άτακτος, με άπειρες τιμωρίες, ο ”επίδικος” αριθμός ήμουν.Είναι καθήκον η προσωπικότητα; Αφήνουμε αναπάντητο το ερώτημα, για να αφεθούμε…
Η Ευδαιμονία, γράφοντας και διαβάζοντας, είναι ακριβή ζωή, κοσμική, δυσεύρετη κι αρμονική, οι επιλογές της να φανερωθεί, να διαρκέσει, ακονισμένες μαχαιριές, δεν γεμίζει κενά, και τα γεμάτα δεν τ’ αδειάζει, δεν έχει καμία σχέση με τις τσέπες, τα πρωινάδικα, τα μεσημεριανάδικα, τα βραδυνάδικα, στις φαρμακωμένες ειδήσεις. Έρχεται αρματομένη συσκευάστρια άστρων γευστικών, αντοχής αρωμάτων, αυτόφωτη, καταστρέφοντας σκιές και στέγαστρα, αποβάλλοντας τις μιμήσεις Και στις εκφάνσεις της είναι μια συμφωνία ανήσυχης ενηλικίωσης, πονηρία αφελής ημών κι υμών…Οπότε όταν καταφτάνει μας ανθολογεί, μας διαλέγει διαλεκτικά. Άρα η Ευδαιμονία συγγραφής ενός βιβλίου και η ευδαιμονία ανάγνωσης του, είναι η θεία αρμονία του βιώματος!
Η βιωματική λογοτεχνία σε μέγιστα ύφη και ύψη, θηριώδη θέματα και πόκερ ανασκαφών, δικαίως δεν αναφέρεται στα γεγονότα και δεν θα μπορούσε, όπως διαδραματίστηκαν, παρά όπως άντεξαν, μίλησαν, έζησαν κι εκδιώχθηκαν , στην αιώνια στιγμή της ώρας, της ημέρας, της εβδομάδας, του μήνα, του έτους, που ο συγγραφέας άρπαξε, οδήγησε, πέταξε έως το σήμερα, εποφθαλμιώντας το μέλλον, που είναι το αύριο κι ιδέα δεν έχουμε. Η βιωματική γραφή λοιπόν, είναι η πιο πρακτική χρήση του λόγου και το κάλεσμα της έρχεται να διευθύνει εμπειρίες του σύμπαντος, έννομου χάους και έντρομου συμφέροντος φυσικής και χημείας και μαθηματικά αισθημάτων!!!
Αν ο Ανδρέας Μαρολαχάκης καταφέρει να ξεδιπλώσει και να ανατείλει τους μαγικούς καταλύτες των επιλόγων του στα διηγήματα του, θα συναντήσουμε έναν λογοτέχνη εκπληκτικών αποδόσεων στο κοντινό μας μέλλον, έναν μερακλή της γραφής, ορατό και μοναχικό, ανοίγοντας ομπρέλες σε ήλιους και βροχές. Ο Μπόρις Πάστερνακ, ποιητής, έλεγε: Στις απεικονήσεις, υπάρχουν όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά και οι λεπτομέρειες, που μετατρέπουν το χρόνο, σε μια ιστορική εικόνιση του κόσμου”.
Αυτό επιχειρεί και ο Ανδρέας Μαρολαχάκης, με πολλαπλές επιφάνειες ορίων στο χαρτογραφούμενο Κακοσούλι, την παλαιά Βέροια. Για το Κακοσούλι μίλησα κι εγώ, δεκαετίας ’50 και ’60. Καλοταξιδεμένα!!!