Σύμφωνα με έρευνα που δημοσίευσε το Euronews, το 53% των Ελλήνων πιστεύει ότι ζούσαμε καλύτερα πριν 50 χρόνια.
Περιττό να σημειώσουμε ότι είμαστε πρώτοι ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ. Κανένα άλλο κράτος-μέλος δεν ξεπέρασε το 50%.
Όπως είμαστε πρώτοι και στον ευρωσκεπτικισμό, στη δυσπιστία απέναντι στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, στη δυσπιστία απέναντι στην παγκοσμιοποίηση και γενικώς σε οτιδήποτε άλλο ήμασταν τελευταίοι πριν εμφανιστεί η οικονομική κρίση.
Ωραίες εποχές τότε, πριν 50 χρόνια.
Λίγα αυτοκίνητα, μονοκατοικίες, δραχμή, κρέας κάθε
Χριστούγεννα και Πάσχα, ούτε κινητά ούτε ίντερνετ…
Έπρεπε να ρωτηθούμε και για 100 χρόνια πριν, που ήταν ακόμα καλύτερα. Χωριό, καθαρό νερό από το βουνό, φωτιά για θέρμανση, δραχμή, ούτε δρόμοι ούτε ηλεκτρικό ρεύμα…
Γενικώς, ησυχία και δραχμή.
Για να αφήσουμε τα αστεία, είναι προφανές ότι ο κόσμος που απάντησε, άφησε την οικονομική κρίση να τον επηρεάσει και δεν είναι τυχαίο ότι και σε άλλες χώρες της ΕΕ τα ποσοστά τού «παλιά ήταν καλύτερα» ήταν υψηλά.
Είναι αλήθεια πως ζούμε σε μία δύσκολη συγκυρία. Στην Ελλάδα του ‘60 τα πράγματα ήταν πιο αισιόδοξα απ’ ό,τι αυτή τη στιγμή. Ωστόσο, όταν σε ρωτούν «πότε ήταν καλύτερη η ζωή» (“Life is better or worsethan 50 years ago?”) αντικείμενο είναι η ζωή εν γένει, όχι η ψυχολογία σου.
Η ψυχολογία βέβαια δεν γίνεται να μην επηρεάσει την κρίση μας και αν είναι η μνήμη μας ή η ανάγνωσή μας για την ιστορία να είναι επιλεκτική, στην προκειμένη περίπτωση, θα είναι σε βάρος του παρόντος. Επειδή όμως το παρόν είναι ένα και το ζούμε, ενώ το παρελθόν είναι ό,τι θυμάται ή πιστεύει ο καθένας, το «παλιά ήταν καλύτερα» έχει πολλά ποδάρια. Άλλος μπορεί να σκέπτεται το χωριό του, άλλος τις ταινίες του Δαλιανίδη, άλλος τη Χούντα…
Από την άλλη, το «σήμερα είναι καλύτερα» έχει το εξής ένα: Τις απεριόριστες επιλογές.
Σήμερα έχουμε την επιλογή να ζήσουμε όπως το ‘60, ενώ το ‘60 δεν γινόταν να ζούμε όπως τώρα. Όντως την έχουμε. Το γιατί δεν την πραγματοποιούμε αφού λέμε ότι μας αρέσει- ή, γενικώς, γιατί δεν κάνουμε ό,τι λέμε- είναι μία άλλη συζήτηση. Η ουσία είναι πως έχουμε δυνατότητες που ούτε φανταζόμασταν παλιότερα, ακόμα και τώρα που ζούμε μέσα σε μία μεγάλη οικονομική κρίση.
Κατά τ’ άλλα, είναι αδιαμφισβήτητο πως κάθε εποχή έχει τα δικά της χαρακτηριστικά και πως είναι πολύ δύσκολο να μετρήσει κανείς την ανθρώπινη ευτυχία, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο που να είναι συγκρίσιμες δύο εποχές με διαφορετικές συνθήκες και ήθη.
Εντούτοις, αν πρέπει οπωσδήποτε να τις συγκρίνουμε, η κοινωνικοπολιτική πρόοδος- που έφερε το ασφαλές περιβάλλον της ΕΕ και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα- και αντικειμενικοί δείκτες, όπως το προσδόκιμο ζωής, η αντιμετώπιση της ακραίας φτώχιας και το βιοτικό επίπεδο στη βάση της κατά κεφαλήν κατανάλωσης, δεν αφήνουν πολλά περιθώρια στο «αναπολούν» 53% να υπερασπιστεί τη θέση του.
Από την άλλη, υπάρχει και η άποψη που λέει ότι μαζί με τη σύγχρονη, άνετη καθημερινότητα και τα αγαθά της, έρχονται και τα σύγχρονα, περίπλοκα προβλήματα. Φυσικά δεν είναι όλα ρόδινα, αλίμονο. Προβλήματα υπάρχουν πάντα και, ακόμα και όταν οι υφιστάμενες επιλογές δεν είναι αρκετές, η πολυπρόσωπη παγκοσμιοποίηση της εποχής μας έχει τη δυναμική να τα αντιμετωπίσει, έχοντας ως αυτοσκοπό να δημιουργούνται συνεχώς νέες (επιλογές).
Αλλά ακόμα κι αν κάποιος λατρεύει το παρελθόν σε τέτοιο βαθμό που διαφωνεί με όλα τα παραπάνω, περισσότερη σημασία έχει να τονιστεί το εξής:
Η ίδια η παγκοσμιοποίηση δεν είναι επιλογή.
Όπως έχουμε γράψει και παλιότερα, ξεκίνησε πριν χιλιάδες χρόνια και είναι μια διαδικασία που δεν αντιστρέφεται. Μπορεί να κάνει ενίοτε βήματα πίσω, αλλά είναι τόσο δεδομένη όσο και η ανθρώπινη φύση.
Όσο κι αν αναπολούμε τις παλιές εποχές που οι άνθρωποι ήταν καλόκαρδοι (λες και τώρα δεν είναι), ανθεκτικοί στις αλλεργίες, ανεπηρέαστοι από τη διεθνή τιμή του πετρελαίου, χαρούμενοι στη φύση σαν τον βοσκό του Παπαδιαμάντη στο «Όνειρο στο Κύμα», είναι σκόπιμο να καταλάβουμε πως αν θέλουμε πραγματικά να γυρίσουμε στο ‘60- ή αλλιώς, στη δραχμή- μπορούμε να το κάνουμε, με δεδομένο ότι γύρω μας δεν θα έχουμε τον πλανήτη του ‘60.
Θα είμαστε ολομόναχοι…
Με ό,τι αυτό συνεπάγεται…