Η συρρίκνωση των δικαιωμάτων και φτωχοποίηση ακόμη και όσων έχουν εργασία είναι η μόνη σταθερά στην εργατική πολιτική ΣΥΡΙΖΑ
Στα χρόνια του Τσίπρα το 1/4 των μισθωτών αμείβεται με λιγότερα από 500 ευρώ το μήνα, ενώ η πλήρης απασχόληση υποχώρησε στο 67%. Με αποτέλεσμα οι μερικώς απασχολούμενοι να κάνουν δύο και τρία 4ωρα την ημέρα προκειμένου να συμπληρώσουν το ελάχιστο εισόδημα επιβίωσης των ίδιων και των οικογενειών τους.
Με βάση τα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» μεταξύ 2014 και 2017 (τελευταία στοιχεία) έχουμε:
-Μείωση του μέσου μισθού στον ιδιωτικό τομέα κατά 30 ευρώ (από 1.011 σε 982).
-Μείωση του διάμεσου μισθού (της μέσης αμοιβής μεταξύ της χαμηλότερης και της υψηλότερης) κατά 42 ευρώ (από 854 στα 812).
-1 στις 2 θέσεις που δημιουργήθηκαν την τελευταία 3ετία αμείβεται με 500 έως 600 ευρώ μεικτά.
-1 στις 3 θέσεις εργασίας στο σύνολο της οικονομίας είναι μερικής η διαλείπουσας εργασίας (μόνο το 67% αφορά σε πλήρη απασχόληση).
-Διαπιστώνεται βίαιη μετακίνηση των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα προς τη φτώχεια καθώς ο ενδιάμεσος μισθός είναι μόλις 38% υψηλότερος του κατώτατου.
Ταυτόχρονα, τον Οκτώβριο καταγράφηκε αρνητικό ρεκόρ 20ετίας καθώς 17.000 άτομα κάθε εργάσιμη ημέρα απολύονταν (είχαμε 450.000 απολύσεις), ενώ το σύνολο των εργαζομένων μειώθηκε κατά 120.000.
Συνολικά τον Οκτώβριο η υποχρεωτική μερική απασχόληση και υπο-αμοιβή αφορά στο 61% των προσλήψεων.
Είναι προφανές ότι εκτός από την φοροεπιδρομή και τις επιβαρύνσεις στο ασφαλιστικό (αυξήσεις εισφορών, μειώσεις στις συντάξεις), επί ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ το μόνο που βρίσκεται σε πλήρη ανάπτυξη είναι το σχέδιο συμπίεσης των εργατικών αμοιβών κάτω από το όριο της απόλυτης φτώχειας.
Η κυβέρνηση, πριν καταδικαστεί από την Ελληνικό Λαό για την ακραία συμπεριφορά της απέναντι στις δυνάμεις της εργασίας, μία υποχρέωση έχει: Να επαναφέρει τον θεσμό των Συλλογικών Συμβάσεων ώστε οι κοινωνικοί εταίροι να ρυθμίζουν τις αμοιβές στον ιδιωτικό τομέα, να εντείνει τους ελέγχους στην αγορά εργασίας (ΣΕΠΕ) και να αναπτύξει προγράμματα ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης. Και όχι να αφήνει τα κονδύλια του ΟΑΕΔ κατατεθειμένα στην τράπεζα της Ελλάδας (640 εκ. ανεκτέλεστα προγράμματα το 2017) προκειμένου να εγγραφούν αυτά στα «πλεονάσματα» της Γενικής Κυβέρνησης και να πανηγυρίζει από πάνω όταν η πολιτική της οδήγησε σε αδιέξοδο όσους ψάχνουν απελπισμένα και δεν βρίσκουν δουλειά.