Το έχουμε πει πολλές φορές στο παρελθόν: Το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα δεν βγαίνει. Δεν-βγαίνει. Τουλάχιστον όχι όπως είναι τώρα. Η νέα κυβέρνηση προσπαθεί να το αλλάξει ώστε να πλησιάζει στα ευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά, και πάλι, το κατά πόσο το νεότερο σύστημα θα είναι βιώσιμο εξαρτάται από την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Στο μεταξύ, «ευρωπαϊκά πρότυπα» δεν σημαίνει απλά χαμηλότερες συντάξεις, σημαίνει και αυτονομία των ασφαλιστικών ταμείων. Για αυτό το λόγο άλλωστε καταργήθηκε και το ΕΚΑΣ: Για να μην επιβαρύνονται τα ασφαλιστικά ταμεία με δαπάνες που δεν συνδέονται με εισφορές, όχι γιατί κάποιοι στην Ευρώπη θέλουν να βασανίζουν χαμηλοσυνταξιούχους.
Αν συνυπολογίσουμε σε αυτά και τη μεταβατική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η εγχώρια αγορά, γίνεται εύκολα κατανοητό πως μία επιβάρυνση της τάξης των 26 δισ. δεν πηγαίνει απλά την όλη προσπάθεια πολύ πίσω, αλλά αποτελεί μία κανονική βόμβα στην ελληνική οικονομία και στέλνει στα σκουπίδια μία ολόκληρη δεκαετία σκληρών θυσιών από τον ελληνικό λαό, ειδικά τους συνταξιούχους.
Μιλάμε βεβαίως για τη δίκη που ξεκίνησε την περασμένη Παρασκευή στο Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα αναδρομικά ύψους έως και 26 δισ. που διεκδικούν οι συνταξιούχοι, από τις περικοπές που υπέστησαν κατά την εφαρμογή μνημονιακών νόμων. Οι δικαστές στην προκειμένη περίπτωση ουσιαστικά καλούνται να διαλέξουν μεταξύ των δικαίων των συνταξιούχων και τη δημοσιονομική ισορροπία του ελληνικού κράτους. Φαίνεται σαν δύσκολη δουλειά – για αυτό άλλωστε στο ΣτΕ βάζουμε θεωρητικά τους καλύτερους δικαστικούς μας – αλλά αν λάβουμε υπόψη το κόστος που μπορεί να επιφέρει η μία ή η άλλη απόφαση, ίσως και να μην είναι τόσο δύσκολη.
Το είπαμε ήδη: Μία απόφαση υπέρ των συνταξιούχων θα είναι βόμβα. Αν το κράτος βρεθεί να τους χρωστά 26 δισ. δεν μιλάμε απλά για μία μεγάλη επιβάρυνση στα ταμεία του – για να έχουμε ένα μέτρο σύγκρισης, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 ήταν 3,16 δισ. – αλλά για ένα δημοσιονομικό εκτροχιασμό που, υπό τις παρούσες συνθήκες, είναι πολύ πιθανό να αλλάξει την εικόνα που εκπέμπει προς τις διεθνείς αγορές η οικονομία μας, οπότε και αυτή η αλλαγή θα αποτυπωθεί στο ύψος των επιτοκίων των ελληνικών ομολόγων. Βλέπετε, οι εποχές που απλά χρηματοδοτούσαμε τα ελλείμματά μας με ατελείωτα δάνεια έχουν περάσει ανεπιστρεπτί.
Κάποιος, πιθανότατα συνταξιούχος, μπορεί να πει ότι δεν πρέπει να υποκύψουμε στη δικτατορία των αγορών. Ας αφήσουμε κατά μέρος το πόσο ακριβά έχουμε πληρώσει αυτή την εντελώς στρεβλή οπτική και ας δούμε την ουσία: Το παραμύθι περί «δικτατορίας» των κακών αγορών πηγάζει, μεταξύ άλλων, και από την όχι παράλογη άποψη πως έχουμε το δικό μας κράτος δικαίου, το οποίο θα πρέπει να υπολογίζουμε πάνω από οποιονδήποτε εξωτερικό παράγοντα και, σε αυτό το πλαίσιο, οι συνταξιούχοι έχουν σοβαρά επιχειρήματα που δύσκολα μπορεί να αγνοήσει το δικαστήριο. Για να το γενικεύσουμε και να δούμε το ζήτημα πιο δομικά, από την πρώτη στιγμή που η χώρα μπήκε στην περιπέτεια των μνημονίων, ενισχύθηκε η άποψη που λέει πως ο (εγχώριος) θεσμικός παράγοντας πρέπει να υπερισχύει του (διεθνούς) οικονομικού. Σε ένα μεγάλο βαθμό αυτή η άποψη πιθανόν να έχει δίκαιο. Ωστόσο, υπάρχουν και ιδιαίτερες περιπτώσεις, όπως ολόκληρη οικονομική κρίση που ήρθε και ουσιαστικά χρεοκόπησε τη χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, είναι γεγονός ότι το μνημόνιο ταρακούνησε και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να ταρακουνά τους επίσημους θεσμούς μας – από το ασφαλιστικό μέχρι το δικαστικό μας σύστημα – αλλά η αλήθεια είναι πως αυτό συνέβη γιατί οι θεσμοί μας για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν να αποτρέψουν την οικονομική μας καταβαράθρωση. Το να επανέλθουμε σε μία βιώσιμη κατάσταση οικονομικά, δεν συνιστά επικυριαρχία της οικονομίας επί των θεσμών, αλλά συνέχιση της ικανότητας του κράτους να υπάρχει ώστε να υπάρχουν και οι θεσμοί.
Το πώς ακριβώς θα επανέλθουμε, βέβαια, το τι μίγμα πολιτικής θα ακολουθήσουμε δηλαδή, μπορεί να είναι αντικείμενο συζήτησης, αλλά ειδικά για το ασφαλιστικό μας σύστημα η συζήτηση είναι μάλλον περιττή. Τα πράγματα είναι απλά: Οι συντάξεις πρέπει να δίνονται από τα ασφαλιστικά ταμεία. Αν οπωσδήποτε χρειάζεται να συνεισφέρει το κράτος, σίγουρα πρέπει να συνεισφέρει στο μέτρο που μπορεί. Αν δεν συμβεί αυτό και πρόκειται να ζητήσει, πάλι, δάνεια που υπερβαίνουν τις δυνατότητές του, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο απλά: Για άλλη μία φορά, οι παλιές γενιές των Ελλήνων χαντακώνουν τις νέες.