Αυτή τη στιγμή τα εμβόλια που βρίσκονται στο στάδιο των κλινικών δοκιμών για τον καρκίνο, έχουν περάσει τις προδιαγραφές ασφαλείας και δοκιμάζονται σε πραγματικούς ασθενείς στη φάση 3, είναι όλα θεραπευτικά εμβόλια. Γίνονται σε διεγνωσμένους καρκινοπαθείς και μάλιστα με δύσκολους καρκίνους, όπως είναι πχ το επιθετικό μελάνωμα σταδίου 4 με μετάσταση, για το οποίο δοκιμάζεται και το πιο εξελιγμένο κλινικά εμβόλιο.
Νομίζω ότι τα εμβόλια για τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ ειδικά για πολύ συγκεκριμένους καρκίνους, κυρίως συμπαγείς, ίσως και αιματολογικούς, και θα είναι σίγουρα θεραπευτικά. Τις πολύ ενδιαφέρουσες επισημάνσεις κάνει σε συνέντευξη που παραχωρεί στο Πρακτορείο Fm και στην Τάνια Μαντουβάλου, ο διευθυντής του τομέα Βιοχημείας στο Ολλανδικό Ινστιτούτο για τον Καρκίνο, ερευνητής στο Ινστιτούτο Oncode και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Ουτρέχτης, Αναστάσης Περράκης, ο οποίος μάλιστα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρξουν μελλοντικά και προληπτικά εμβόλια. «Το να υπάρξουν προληπτικά εμβόλια για ασθενείς με πολύ μεγάλη πιθανότητα να εμφανίσουν καρκίνο για γενετικούς λόγους, δεν είναι κάτι που μπορούμε να αποκλείσουμε στο μέλλον. Είναι μία πιθανότητα που συζητείται στην επιστημονική κοινότητα, ωστόσο αυτά δεν βρίσκονται στην παρούσα φάση σε στάδιο κλινικών δοκιμών».
Στο ερώτημα αν τα θεραπευτικά εμβόλια που θα κυκλοφορήσουν σε πρώτη φάση θα είναι προσωποποιημένα, ή θα απευθύνονται σε μεγαλύτερες ομάδες ασθενών, ο ειδικός στην δομική βιολογία και τις δομές μακρομορίων για σχεδιασμό νέων οδηγών αντικαρκινικών φαρμάκων, απαντά: «Πιστεύω και τα δύο. Αυτή τη στιγμή το εμβόλιο που έχει κάνει τη μεγαλύτερη επιτυχία στο επιθετικό μελάνωμα, και για το οποίο γίνονται κλινικές δοκιμές και στην Ελλάδα σε τέσσερα κέντρα, όπως έχετε ήδη γράψει, είναι προσωποποιημένο. Δηλαδή, βασίζεται σε βιοψία του όγκου συγκεκριμένων ασθενών. Όμως, πολλά άλλα εμβόλια, τα οποία βρίσκονται επίσης σε αρκετά εξελιγμένα στάδια δοκιμών, απευθύνονται σε ομάδες ασθενών που έχουν κάποιες συγκεκριμένες υποομάδες καρκίνων, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, σε συγκεκριμένα όργανα». Στο τελικό στάδιο των κλινικών δοκιμών, σε φάση 3 αυτή τη στιγμή, βρίσκεται μόνο το εμβόλιο για το μελάνωμα, αναφέρει ο καθηγητής, για να επισημάνει στη συνέχεια ότι υπάρχουν μελέτες για καρκίνο του στήθους, καθώς επίσης πολλές ιδέες για το πάγκρεας, και το συκώτι.
Ελπίδες από την ανοσοθεραπεία για δύσκολους όγκους -Σε εξέλιξη 2000 κλινικές δοκιμές
Και το ερώτημα που εύλογα προκύπτει είναι αν η επιστημονική κοινότητα για αυτούς τους δύσκολους καρκίνους, σε πάγκρεας, συκώτι ή εγκέφαλο, μπορεί να ελπίζει σε κάποιο εμβόλιο, για καλύτερες από τις υφιστάμενες εκβάσεις. «Αυτή τη στιγμή σε όλους τους καρκίνους και σε αυτούς τους τρεις που λέτε, μαζί με τον πνεύμονα φυσικά, που έχουν τις πιο δυσμενείς εκβάσεις σε γενικές γραμμές, τη μεγάλη διαφορά κάνει η ανοσοθεραπεία. Δηλαδή, χρησιμοποιούμε κάποιο συστατικό του ανοσοποιητικού μας συστήματος, με διάφορες προσεγγίσεις που υπάρχουν και αυτή η αντιμετώπιση έχει δημιουργήσει πάρα πολλές ελπίδες. Μάλιστα, αυτή τη στιγμή υπάρχουν 2.000 κλινικές δοκιμές ανοσοθεραπείας για διαφορετικούς καρκίνους. Τα εμβόλια είναι και αυτά μία μορφή ανοσοθεραπείας. Το γνωρίζουμε καλά από τον κορονοϊό, όπου κάνουμε το εμβόλιο, ώστε το ανοσοποιητικό μας σύστημα, να είναι έτοιμο να αντιμετωπίσει τον ιό. Στον καρκίνο είναι λίγο διαφορετικό. Κάνουμε το εμβόλιο, ώστε να “διατάξουμε” κατά κάποιο τρόπο το ανοσοποιητικό μας σύστημα να αντιμετωπίσει άμεσα την κακοήθεια». Υπό την ευρύτερη έννοια της ανοσοθεραπείας, τονίζει ο κ. Περράκης, υπάρχουν τεράστιες εξελίξεις για πολλούς καρκίνους. «Πολλές από αυτές τις προσπάθειες βρίσκονται ήδη στην κλινική. Έχουν αλλάξει την έκβαση του μελανώματος, πολλών μορφών του καρκίνου στον πνεύμονα, ακόμα και στο συκώτι υπάρχει μεγάλη διαφορά, αλλά και στον εγκέφαλο αρχίζουμε να έχουμε αποτελέσματα».
Το αργότερο μέχρι το 2026 θα κυκλοφορήσει το εμβόλιο για το μελάνωμα, αν επιβεβαιωθούν τα καλά αποτελέσματα της φάσης 2
Όσον αφορά το εμβόλιο του μελανώματος που είναι σε τελική φάση κλινικής δοκιμής, ο καθηγητής ερωτάται πότε αναμένεται να κυκλοφορήσει, αν όλα πάνε καλά μέχρι τέλους. «Οι κλινικές δοκιμές διαρκούν δύο με τρία χρόνια. Εν προκειμένω, έχουν αρχίσει εδώ κι έξι με εννέα μήνες. Πίσω από αυτό το εμβόλιο βρίσκεται μία φαρμακευτική εταιρεία μεγαθήριο, η οποία έχει προσβάσεις σε κέντρα αποφάσεων, τα οποία εάν τα αποτελέσματα από κλινική άποψη, είναι όσο ενθαρρυντικά περιμένουμε με δεδομένα της φάσης 2, το ρυθμιστικό κομμάτι που επίσης παίρνει χρόνο, θα πρέπει να προχωρήσει γρήγορα. Μία αισιόδοξη πρόβλεψη που θα έκανα είναι το καλοκαίρι του 2025. Θα μου έκανε μεγάλη εντύπωση αν δεν είναι μέσα στο 2026 ευρέως προσβάσιμο το συγκεκριμένο εμβόλιο. Υπάρχει περίπτωση λόγω καλών αποτελεσμάτων, οι δοκιμές να σταματήσουν νωρίτερα από το προβλεπόμενο και μία φαρμακευτική ουσία να κυκλοφορήσει πιο γρήγορα; Συμβαίνει αυτό; ερωτάται στη συνέχεια ο κ. Περράκης: «Συμβαίνει σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις, όταν είναι σαφές το κλινικό προβάδισμα μίας θεραπείας, πέραν αμφιβολίας. Δεν περιμένουμε να τελειώσουν όλοι οι ασθενείς. Αν πχ οι πρώτοι εκατό ασθενείς, έχουν σαφέστατα καλύτερη έκβαση, από αυτούς που δεν παίρνουν το εμβόλιο, είναι φυσικά ανήθικο να συνεχίζεις να μην δίνεις το εμβόλιο. Και υπάρχουν προβλέψεις μέσα σε ένα πολύ αυστηρό ρυθμιστικό πλαίσιο, για να σταματήσουν και νωρίτερα οι δοκιμές».
Τα εμβόλια θα αποτελούν μονοθεραπεία; Ή θα γίνονται επικουρικά με άλλες θεραπείες για τον καρκίνο, ρωτήθηκε ο κ. Περράκης. «Είναι βέβαιο ότι αυτά τα εμβόλια θα είναι επικουρικά. Για παράδειγμα το εμβόλιο mrna για το μελάνωμα, δίνεται μετά από τη χειρουργική αφαίρεση του όγκου μαζί με ανοσοθεραπεία και δρα επικουρικά, στην καλύτερη απόκριση του ανοσολογικού συστήματος. Το ίδιο περιμένουμε και σε αιματολογικούς καρκίνους, όπου έχει μεγάλες δυνατότητες η θεραπεία T λεμφοκυττάρων. Υπάρχει και μεγάλη προοπτική για συνδυασμό εμβολίων μαζί με κυτταρική θεραπεία, κυρίως για αιματολογικούς καρκίνους, αλλά όχι μόνο». Για τον ρόλο που θα παίξει η τεχνητή νοημοσύνη στην ανάπτυξη αυτών των εμβολίων, ο Αναστάσης Περράκης εξηγεί ότι υπάρχουν κάποιοι αλγόριθμοι μηχανικής μάθησης, οι οποίοι επιτρέπουν στους επιστήμονες πιο εύκολα από παλαιότερα να κάνουν ανάλυση μεγάλων δεδομένων γρήγορα.
ΑΠΕ-ΜΠΕ