Οι ελλείψεις σε εμβόλια οι οποίες έχουν παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια, δοκιμάζουν σημαντικά τα εθνικά συστήματα εμβολιασμού και συνήθως σχετίζονται με μειωμένη παραγωγή εμβολίων στην περιοχή της Ευρώπης, γεγονός που δημιουργεί ανισορροπία ανάμεσα στη ζήτηση και την προσφορά και κίνδυνο «κενού ανοσοποίησης».
Αυτά ανέφερε, μεταξύ άλλων, στην άτυπη Σύνοδο Υπουργών Υγείας της ΕΕ, στην Μπρατισλάβα, ο υπουργός Υγείας Α. Ξανθός, μιλώντας για
τις ειδικές προκλήσεις στο ζήτημα των εμβολιασμών, πι οποίες προέκυψαν και μετά τις προσφυγικές ροές προς την Ευρώπη.
«Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να συνεισφέρει στην αντιμετώπιση των διασυνοριακών απειλών για την υγεία, δίνοντας προτεραιότητα στο ζήτημα των εμβολιασμών και στον συντονισμό και την επιστημονική συνεργασία με τα κράτη-μέλη, προωθώντας την εμβολιαστική κουλτούρα και την εναρμόνιση των Εθνικών Προγραμμάτων Εμβολιασμών», τόνισε ο Έλληνας υπουργός Υγείας και επισήμανε ότι η Ελλάδα στηρίζει και συμμετέχει σε αυτές τις δράσεις, αναφέροντας μάλιστα το παράδειγμα που αφορά στην ενιαία διαχείριση και κοινή προμήθεια εμβολίων για την πανδημική γρίπη.
Το ελληνικό σύστημα δημόσιας υγείας, έχει αυτή την περίοδο επιφορτιστεί και με μια ακόμα κρίσιμη υποχρέωση – τον εμβολιασμό προσφύγων και μεταναστών και ιδιαίτερα του παιδικού πληθυσμού, που υπερβαίνει το 1/3 των ανθρώπων που φιλοξενούνται στη χώρα μας, εξήγησε στην παρέμβαση του, ο Α.Ξανθός.
«Σε αυτό το πολύ απαιτητικό έργο, που θωρακίζει όχι μόνο την υγεία των συγκεκριμένων πληθυσμών και τη δημόσια υγεία στην Ελλάδα, αλλά συμβάλλει και στη διατήρηση ενός ασφαλούς επιπέδου ανοσοποίησης στην Ευρώπη, δημιουργούνται εύλογα αυξημένες ανάγκες σε εμβόλια», τόνισε χαρακτηριστικά.
Σε αυτό το πλαίσιο, η συνέχιση της επιστημονικής-τεχνικής υποστήριξης από τον WHO και το ECDC, καθώς και της οικονομικής ενίσχυσης των χωρών υποδοχής και φιλοξενίας από τα διαρθρωτικά Ταμεία της ΕΕ, έχει κρίσιμη υγειονομική και πολιτική σημασία, επισήμανε.
Ο υπουργός Υγείας, είπε ότι πέρα από τα προγράμματα εμβολιασμών, επιπρόσθετα προβλέπεται εμβολιασμός των νεογνών για φυματίωση, καθώς και σε περίπτωση επιδημικών εξάρσεων ή συρροής κρουσμάτων, ο εμβολιασμός για μηνιγγιτιδόκοκκο, γρίπη, ηπατίτιδα Α και ανεμοβλογιά.
Αντίστοιχα, αποκάλυψε ότι είναι αυξημένες και οι ανάγκες ανοσοποίησης του υγειονομικού και υποστηρικτικού προσωπικού που εργάζεται στα κέντρα φιλοξενίας.
Η ελληνική εμπειρία καταγράφει το συστηματικό εμβολιασμό του παιδικού πληθυσμού σε ποσοστό 95-96%. Αυτό το «υγειονομικό κεκτημένο» οφείλουμε να το διαφυλάξουμε με συνεργασίες σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με στόχο να διασφαλιστεί η αξιόπιστη και αποτελεσματική διαχείριση των νέων αναγκών που έχει δημιουργήσει η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση.
Όσον αφορά στο ζήτημα της επιφυλακτικότητας του πληθυσμού απέναντι στον εμβολιασμό, το φαινόμενο δεν έχει λάβει στη χώρα μας σημαντικές διαστάσεις, σύμφωνα με τα όσα είπε ο Α.Ξανθός.
Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα του London School of Tropical Medicine and Hygiene, αποτυπώνει την άποψη ενός 25% των γονιών στην Ελλάδα, πως τα εμβόλια δεν είναι ασφαλή – γεγονός που επιβάλλει τον εντοπισμό των αιτιών αυτής της επιφύλαξης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, την αξιολόγηση της ασφάλειας των εμβολίων μέσω του ΕΜΑ και του ECDC, καθώς και συνεχή εγρήγορση και συστηματική ενημέρωση των πολιτών για την «ασπίδα προστασίας» που παρέχουν οι εμβολιασμοί.