Τα διλήμματα των προσεχών εκλογών θέτει, σε άρθρο του στην ιστοσελίδα euro2day, ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος. Συγχρόνως, προχωρά στη σύγκριση των οικονομικών πεπραγμένων της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. «Η χώρα έχει μπροστά της τεράστιες ευκαιρίες. Θα τις αδράξουμε ή θα τις αφήσουμε να πάνε χαμένες γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου πίσω;», είναι το ερώτημα που παραθέτει ο κ. Σκέρτσος.
«Τι διακυβεύεται σε λίγες εβδομάδες; Αν θα συνεχίσει η χώρα να κινείται προς τα μπρος και να βελτιώνει διαρκώς τη θέση της στην ΕΕ και τον κόσμο υπέρ των πολλών ή αν αυτή η πορεία θα ανακοπεί και θα επιστρέψουμε σε καταστάσεις που οι περισσότεροι και οι περισσότερες θέλουμε να ξεχάσουμε. Αυτό είναι ουσιαστικά το δίλημμα που καλούνται να απαντήσουν οι πολίτες», αναφέρει εισαγωγικώς και προσθέτει:
«Μπορεί το 2015 να μείναμε στην ΕΕ αλλά για χρόνια βρισκόμασταν στην τελευταία θέση και αποκλίναμε από τον σκληρό ευρωπαϊκό πυρήνα, πληρώνοντας ακριβά τον λαϊκισμό, την κομματική τύφλωση και την πόλωση. Από το 2019 η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα ανασύνταξης, κέρδισε αρκετό από το χαμένο έδαφος σε πολλά πεδία. Όμως, η χώρα χρειάζεται να κάνει άλματα για να “κλειδώσει” τη θέση που μπορεί και αξίζει μεταξύ των προηγμένων οικονομιών της ΕΕ. Γι’ αυτό επ’ ουδενί δεν πρέπει το πολιτικό σύστημα να γίνει ξανά παράγοντας κρίσης και αιτία εκτροχιασμού της χώρας. Δεν αντέχουν η χώρα και η κοινωνία πολιτικά πειράματα σαν αυτά που δοκιμάστηκαν στο πρόσφατο παρελθόν. Ούτε πεζοδρομιακού τύπου δημοκρατία σαν αυτή που όψιμα θυμήθηκε πάλι η αξιωματική αντιπολίτευση, περιφρονώντας την κοινοβουλευτική δημοκρατία, τους πολίτες, την εκλεγμένη κυβέρνηση και αποχωρώντας από τη Βουλή. Μπορεί ένας “κοπανατζής” της δημοκρατίας να αποτελεί ταυτόχρονα και θεματοφύλακά της; Ή μια αξιόπιστη και υπεύθυνη πρόταση εξουσίας; Πολύ αμφιβάλλω».
Σύμφωνα, δε, με την προσέγγιση του υπουργού Επικρατείας, «σε συνθήκες πολυκρίσεων σαν αυτές που ζούμε τα τελευταία χρόνια χρειαζόμαστε ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις για να παίρνουν γρήγορες και δύσκολες αποφάσεις και φυσικά να τρέξουν τις μεταρρυθμίσεις που τόσο έχουμε ανάγκη για τον μετασχηματισμό κράτους και οικονομίας».
Στο δεύτερο μέρος του άρθρου του, ο κ. Σκέρτσος παραθέτει συγκριτικά στοιχεία στους οικονομικούς δείκτες της παρούσας και της προηγούμενης κυβέρνησης. Έτσι: Η κυβέρνηση της ΝΔ «πέτυχε ανάπτυξη 1,73% κατά μέσο όρο, σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο στην Ευρωζώνη που ήταν 1%. Την περίοδο 2015-2019 ο μέσος όρος ανάπτυξης στη χώρα μας ήταν 0,53%, το ¼ του μέσου ευρωπαϊκού όρου που είχε φτάσει στο 2,08%».
Επιπλέον, «το δημόσιο χρέος επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ το 2018 αυξήθηκε στο 181,2% ως ποσοστό του ΑΕΠ από 178,9% το 2014. Εκείνη την περίοδο ο λόγος δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ μειώθηκε σε όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης με δύο εξαιρέσεις, μία εκ των οποίων είναι η Ελλάδα. Αντιθέτως, το 2022 το δημόσιο χρέος σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση στην Ευρώπη κατά 35 μονάδες (μετά την αναγκαία δημοσιονομική επέκταση της πανδημίας), μειώθηκε στο 169% και αναμένεται να μειωθεί περαιτέρω στο 161% έως το τέλος του 2023».
Αναφορικά με την ανεργία, αυτή «μειώθηκε κατά 7 μονάδες επί ΣΥΡΙΖΑ σε 4,5 χρόνια. Όμως περίπου 705.000 θέσεις εργασίας ήταν επισφαλείς part time ή full time δουλειές με μισθούς κάτω των 700 ευρώ. Επί Νέας Δημοκρατίας, μέσα σε 3,5 χρόνια και παρά τις εξωγενείς επάλληλες κρίσεις, η ανεργία μειώθηκε κατά επιπλέον 6 ποσοστιαίες μονάδες. Το σημαντικότερο, ωστόσο, είναι ότι μαζί με την υποχώρηση της ανεργίας μειώθηκαν κατά 255.000, δηλαδή κατά ⅓οι θέσεις εργασίας που αμείβονταν με μισθούς κάτω των 700 ευρώ έως το 2019 και αυξήθηκαν σημαντικά στις υψηλότερες μισθολογικές κλίμακες. Άρα και περισσότερες και καλύτερες δουλειές», σύμφωνα με τον ίδιο.
Σε έναν άλλο δείκτη, «μεταξύ 2015 και 2018 η Ελλάδα ήταν η χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που παρουσίασε τη μικρότερη αύξηση του κατά κεφαλή πραγματικού διαθέσιμου εισοδήματος νοικοκυριών, μόνο κατά 1,1%, τριπλάσιο ήταν στην ΟΝΕ, 6πλάσιο στην ΕΕ. Το εννεάμηνο του 2022, η άνοδος του διαθέσιμου εισοδήματος είναι 10 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2019. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε 2 φορές κατά σχεδόν 10% (και αναμένεται να αυξηθεί ξανά τον Απρίλιο), ο μέσος μισθός πάνω από 12%, ενώ υπήρξαν περισσότερες από 50 μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που κατατάσσουν την Ελλάδα στη 2η θέση μεταξύ των μελών του ΟΟΣΑ στη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης», τονίζει ο υπουργός Επικρατείας.
Ταυτοχρόνως, επισημαίνει ότι «ιστορικό ρεκόρ σημείωσαν οι εξαγωγές ελληνικών προϊόντων και υπηρεσιών 41% ως μερίδιο του ΑΕΠ το 2021, παρά την πανδημία».
Ακόμη, «ο ΣΥΡΙΖΑ παρέλαβε τα “κόκκινα” δάνεια στο 43,5% του συνόλου και τα παρέδωσε στο ίδιο ποσοστό. Σήμερα είναι στο 9,7%. Οι καταθέσεις επί ΣΥΡΙΖΑ μειώθηκαν κατά 11 δισ. ευρώ. Επί Νέας Δημοκρατίας έχουν αυξηθεί κατά 48 δισ. ευρώ».
Τελευταίο πεδίο σύγκρισης στην οικονομία, «επί ΣΥΡΙΖΑ, η χώρα, αφού υποβαθμίστηκε 10 φορές, στη συνέχεια αναβαθμίστηκε 18 φορές. Επί Νέας Δημοκρατίας, η Ελλάδα μόνο αναβαθμίζεται, 13 φορές μέχρι σήμερα, με πιο πρόσφατη την αναβάθμιση από τη Fitch και βρίσκεται πλέον ένα σκαλί πριν την επενδυτική βαθμίδα. Ταυτόχρονα, πετύχαμε 11 θετικές αξιολογήσεις των ευρωπαϊκών θεσμών που μας έβγαλαν οριστικά από το 12ετές καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας».
«Με βάση στοιχεία διεθνούς διαφάνειας, το 2018 η Ελλάδα ήταν 67η μεταξύ 180 χωρών ως προς τον δείκτη διαφθοράς, το 2021 βελτίωσε κατά πολύ τη θέση της και βρέθηκε να είναι 58η από 180 χώρες. Αλλά και με βάση στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2021 σε σύγκριση με το 2018 η Ελλάδα έχει καταγράψει πρόοδο σε 5 από τους 6 δείκτες, κυρίως σε εκείνους που μετρούν την επίδοσή της στο κράτος δικαίου και τη διαφθορά», προσθέτει ο κ. Σκέρτσος.
Συμπερασματικά, «για να συγκλίνουμε πραγματικά με την ΕΕ, η Ελλάδα πρέπει να αναπτύσσεται ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη για αρκετά χρόνια. Ποιος μπορεί να το πετύχει αυτό; Αυτοί που όσο κυβερνούσαν διεύρυναν την απόσταση που μας χωρίζει από την ΕΕ ή αυτοί που τη μείωσαν οδηγώντας την οικονομία σε διπλάσια ανάπτυξη από αυτή της ΕΕ και καθιστώντας την Ελλάδα τη θετική έκπληξη της Ευρώπης;», διερωτάται καταλήγοντας ο υπουργός Επικρατείας.
ΑΠΕ - ΜΠΕ