της Virginie Malingre (*)
Η Άγγελα Μέρκελ δεν είναι μια μεγάλη Ευρωπαία. Ποτέ δεν παρουσίασε το όραμά της για την Ευρώπη σε κάποια ομιλία που να μείνει στην ιστορία. Στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας και της υπεράσπισης των γερμανικών συμφερόντων, μάλιστα, προσπάθησε για καιρό να εμποδίσει κάθε εξέλιξη μιας Ένωσης που δοκιμαζόταν από την ελληνική κρίση, το μεταναστευτικό και το Brexit.
Παρ’ όλα αυτά, στο τέλος της τέταρτης και τελευταίας θητείας της, η καγκελάριος έπαιξε έναν καθοριστικό ρόλο, μαζί με τη Γαλλία, για να μην πέσει θύμα η Ευρώπη της Covid-19, παρασέρνοντας μαζί της την εσωτερική αγορά, τον χώρο Σένγκεν και την ευρωζώνη. Με τον τρόπο αυτό έδωσε στο κοινοτικό οικοδόμημα μια νέα ώθηση, πιο ομοσπονδιακή και πιο αλληλέγγυα.
Η γερμανική προεδρία της ΕΕ, που έλαβε τέλος στις 31/12, επιβεβαίωσε αυτή τη μεταστροφή. Μέσα σε έξι μήνες, το Βερολίνο έφερε σε πέρας εγχειρήματα τόσο τεχνικά σύνθετα όσο και πολιτικά εκρηκτικά. Με πρώτο τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό (2021-2027) των 1.074 δισεκατομμυρίων ευρώ. Και δεύτερο το πακέτο ανάκαμψης των 750 δισεκατομμυρίων, στο οποίο αντιδρούσαν, για διαφορετικούς λόγους, αφενός οι Ολλανδία, Αυστρία, Δανία, Σουηδία και αφετέρου οι Ουγγαρία και Πολωνία.
Για να επιτευχθούν αυτά τα αποτελέσματα, χρειάστηκε το πνεύμα του γερμανικού συμβιβασμού. Όπως και όλο το διαπραγματευτικό ταλέντο της Αγγελα Μέρκελ. «Η Μέρκελ δεν είναι μια οραματίστρια, δεν προωθεί καινούργιες ιδέες, είναι όμως μια καλή διαχειρίστρια κρίσεων», λέει ο Σεμπαστιέν Μαγιάρ, διευθυντής του Ινστιτούτου Ζακ Ντελόρ.
Η Μέρκελ δεν έδρασε βέβαια κατά των συμφερόντων της χώρας της. Αντιθέτως. Γιατί η γερμανική βιομηχανία, περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, χρειάζεται την εσωτερική αγορά των 450 εκατομμυρίων πολιτών για να αναπτυχθεί. «Η Μέρκελ είναι η εκπρόσωπος της γερμανικής βιομηχανίας», τονίζει ο Φιλίπ Λαμπέρ, πρόεδρος της ομάδας των Πρασίνων στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που χρησιμοποιεί ως παράδειγμα την κατ’ αρχήν συμφωνία της ΕΕ με την Κίνα για τις επενδύσεις. «Το Πεκίνο φοβόταν ότι ο Μπάιντεν θα παρέσερνε την ΕΕ στη δική του κινεζική στρατηγική κι έτσι έκανε παραχωρήσεις που δεν περιμέναμε», υποστηρίζει ένας διπλωμάτης.
Άλλο παράδειγμα αυτόνομης συμπεριφοράς της Ευρώπης είναι η εμπορική συμφωνία με το Ηνωμένο Βασίλειο, που διέπει τις σχέσεις ανάμεσα στους δύο πρώην εταίρους από την 1η Ιανουαρίου. Τις διαπραγματεύσεις τις έκανε βέβαια η Κομισιόν, αλλά οι Γερμανοί ασκούν αρκετή επιρροή στους κόλπους της για να είναι βέβαιοι ότι θα ακουστεί η φωνή τους. Και να εξασφαλίσουν ότι θα υπάρξουν πλεονεκτήματα για την αυτοκινητοβιομηχανία τους.
«Εχω δει τη Μέρκελ να αλλάζει στο θέμα της Ευρώπης, προσαρμοζόμενη στις κρίσεις», σχολιάζει ένας διπλωμάτης. «Συναισθηματικά, ηθικά, δεν έχει μια βαθιά σχέση με την Ευρώπη, ίσως επειδή προέρχεται από την ανατολική Γερμανία. Δεν έχει ευρωπαϊκά αντανακλαστικά».
Το είδαμε όταν άνοιξε τα σύνορα της Γερμανίας στους πρόσφυγες, τον Σεπτέμβριο του 2015, αποσταθεροποιώντας τη Γηραιά Ήπειρο. Το είδαμε στη διάρκεια της ελληνικής κρίσης, όταν υποστήριξε τη λιτότητα. Το είδαμε και πρόσφατα, όταν υπέγραψε χωριστό πρωτόκολλο συμφωνίας για τα εμβόλια με το γερμανικό εργαστήριο CureVac και την αμερικανογερμανική Pfizer-BioNTech.
Την άνοιξη του 2020, όμως, η Μέρκελ κατάλαβε την καταστροφή που προκαλούσε η πανδημία και δεν περίμενε να φτάσει στο χείλος του γκρεμού για να δράσει. Υποστηρίζοντας μαζί με τον Μακρόν το σχέδιο ανάκαμψης, που υιοθέτησαν στη συνέχεια οι Βρυξέλλες, επέτρεψε στην Ευρώπη να γλυτώσει τα χειρότερα. Λίγους μήνες πριν αποχωρήσει από την καγκελαρία, θα πρέπει να ελπίσουμε ότι ο διάδοχός της θα υιοθετήσει αυτή την ευρωπαϊκή κληρονομιά.
(*) Η Βιρζινί Μαλένγκρ είναι αρθρογράφος της Monde
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Le Monde