«Η κυβέρνηση θα αποδώσει άμεσα, δίκαια και ονομαστικά τις ευθύνες εκεί που πρέπει και θα σταθεί δίπλα σε κάθε μια από τις οικογένειες των θυμάτων»: στη δέσμευση αυτή προχωρά ο υπουργός Επικρατείας ‘Ακης Σκέρτσος, μέσω της ηλεκτρονικής εφημερίδας “Political”.
Είναι άλλωστε, προσθέτει, «αυτονόητο και ηθικά επιβεβλημένο». Ενώ δίνει αναλυτικές απαντήσεις για τη δήλωση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και τις ευθύνες του σταθμάρχη, επίσης για την κατάσταση του σιδηροδρομικού δικτύου και το έργο τηλεσήμανσης και τηλεδιοίκησης.
Εν πρώτοις, αναλυτικώς, «οφείλουμε ως πολιτικό σύστημα μια ανυπόκριτη συγγνώμη προς την ελληνική κοινωνία και ειδικότερα τις οικογένειες όλων των θυμάτων αυτού του τραγικού δυστυχήματος για τις διαχρονικές παθογένειες των ελληνικών σιδηροδρόμων. Τώρα είναι η ώρα του συλλογικού και ατομικού πένθους. Όχι της πόλωσης ούτε της αδιέξοδης οργής. Πρέπει να νιώσουμε όλοι το βαθύ συναίσθημα θλίψης των πολιτών και των οικογενειών. Το δράμα τους μας συγκλονίζει και μας αγγίζει όλους. Διότι όλοι βλέπουμε στα πρόσωπα των θυμάτων τα δικά μας παιδιά και αδέλφια», αναφέρει εισαγωγικώς και προσθέτει: «Η κοινωνία όμως πρέπει να γνωρίζει ότι το κράτος και η κυβέρνηση θα αποδώσει άμεσα, δίκαια και ονομαστικά τις ευθύνες εκεί που πρέπει και θα σταθεί δίπλα σε κάθε μια από τις οικογένειες των θυμάτων. Αυτό είναι το αυτονόητο και ηθικά επιβεβλημένο».
Στη δημοσιογραφική παρατήρηση ότι η δήλωση του πρωθυπουργού εξελήφθη από την αντιπολίτευση ως παρέμβαση στο πόρισμα, ο υπουργός Επικρατείας δίνει την απάντηση ότι «αυτό που ζήσαμε στα Τέμπη δεν είναι η Ελλάδα που θέλουμε και αξίζουμε. Είναι μια Ελλάδα που έρχεται από το παρελθόν και δεν μπορεί να αποτελεί μια Ελλάδα του παρόντος και του μέλλοντος. Η αναφορά του πρωθυπουργού σε “ανθρώπινο λάθος” έγινε σε συνέχεια της παραδοχής από τον ίδιο τον σταθμάρχη αυτού που συνέβη και προφανώς δεν είχε την έννοια της “έκδοσης πορίσματος”. Δεν αποσείουμε επομένως ευθύνες ούτε αναζητούμε “αποδιοπομπαίους τράγους” στο πρόσωπο του σταθμάρχη. Υπήρξε άλλωστε και η παραίτηση του ίδιου του υπουργού Κ. Καραμανλή», υπενθυμίζει εξ άλλου.
Συνεπώς, συμπεραίνει, «ο πρωθυπουργός δεν έκανε τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από το πολιτικά και ηθικά επιβεβλημένο: να αναδείξει τόσο τα συστημικά και διαχρονικά προβλήματα των ελληνικών σιδηροδρόμων – ζήτημα με το οποίο θα ασχοληθεί η ανεξάρτητη Επιτροπή εμπειρογνωμόνων που ήδη ορίστηκε από τον Γ. Γεραπετρίτη – και ταυτόχρονα να υπογραμμίσει ότι στη δική μας αντίληψη κάθε κρατικός λειτουργός από τον πρώτο έως τον τελευταίο επηρεάζει ανθρώπινες ζωές με τις αποφάσεις που λαμβάνει και φέρει ευθύνη για αυτές όταν συμβαίνει ένα τόσο τραγικό λάθος».
Υπάρχουν δε, «δυο σημαντικές διαφορές εδώ με το παρελθόν. Η πρώτη ανάγεται στο πεδίο της ανάληψης ευθυνών. Κάθε κρατικός λειτουργός σε αυτό το τραγικό δυστύχημα, από την κορυφή έως τη βάση της κρατικής πυραμίδας, πήρε την ευθύνη που του αναλογεί και έχει ονοματεπώνυμο. Το δυστύχημα αυτό, με τραγικό κόστος σε πολλές ανθρώπινες ζωές, εξηγεί αυτό που υποστηρίζουμε και υπηρετούμε ως κυβέρνηση: ότι πρέπει επιτέλους η Ελλάδα να γίνει μια “κανονική” ευρωπαϊκή χώρα που θα λειτουργεί με μεγαλύτερη συνέπεια και σεβασμό προς όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες. Όχι σε κάποιους τομείς, όπως ήδη συμβαίνει τα τελευταία χρόνια. Αλλά σε όλους τους τομείς. Είναι μια κοπιώδης προσπάθεια ταυτόχρονα σε πολλά μέτωπα που απαιτεί χρόνο. Δεν συμβαίνει δυστυχώς με ένα μαγικό ραβδί παρά την ειλικρινή μας βούληση και το σχέδιο που ήδη υλοποιούμε στους σιδηροδρόμους για αυτό…».
Και, στη συνέχεια, «δεν κρύψαμε ποτέ τα διαχρονικά προβλήματα των ελληνικών σιδηροδρόμων. Υπάρχουν πολλές δημόσιες δηλώσεις τόσο του πρωθυπουργού όσο και του Κ. Καραμανλή κατά τη θητεία του που μιλούν για το “μεγάλο ασθενή” των σιδηροδρομικών μεταφορών. Η δεύτερη διαφορά συνεπώς είναι ότι εμείς καταρτίσαμε ένα εθνικό σχέδιο ανάταξης τους που για πρώτη φορά τέθηκε σε εφαρμογή μετά τις μνημονιακές περικοπές που είχαν οδηγήσει στην περαιτέρω απίσχναση ενός – ήδη αδύναμου ακόμη πριν από την κρίση χρέους – δικτύου τρένων και σιδηροδρόμων».
Κατά τον ‘Α. Σκέρτσο, «είναι νωπά ακόμη τα γεγονότα για να κάνουμε συγκρίσεις και απολογισμούς, ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες η Ελλάδα διαθέτει Εθνικό Σχέδιο αναμόρφωσης των σιδηροδρομικών μεταφορών με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση ύψους 4,5 δισ. ευρώ. Το τραγικό συμβάν των Τεμπών αποτελεί πλέον μια τομή στο χρόνο που επιβάλλει αυτό το σχέδιο επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων να υλοποιηθεί χωρίς καμία καθυστέρηση. Με τα έργα αυτά αναβαθμίζονται 486,6 χλμ. γραμμών σε σύνολο 920 χλμ.- με έμφαση στη γραμμή από Πειραιά/Αθήνα έως Θεσσαλονίκη -, και κατασκευάζονται 302,2 χλμ. νέων γραμμών που συνδέουν για πρώτη φορά λιμάνια με σιδηροδρόμους και επιχειρηματικές-βιομηχανικές ζώνες ώστε το ελληνικό δίκτυο τρένων να αποτελέσει και αναπτυξιακό εργαλείο μετατρέποντας τη χώρα σε κόμβο της διεθνούς εφοδιαστικής και του διαμετακομιστικού εμπορίου».
Ειδικώς για το έργο τηλεσήμανσης και τηλεδιοίκησης που «δικαίως μας απασχολεί αυτές τις μέρες» είναι πράγματι «ένα πολύπαθο έργο που ξεκίνησε το 2014 και πάγωσε επί ΣΥΡΙΖΑ το 2017 αφού είχε παραδοθεί μόλις το 17%. Λόγω ενστάσεων και διαχειριστικών ελέγχων παρέμεινε παγωμένο έως το 2020 και ξεκόλλησε τελικά χάρη στις δικές μας ενέργειες το 2021 με αποτέλεσμα σε ενάμιση χρόνο να έχει ολοκληρωθεί περισσότερο από το 50% αυτού. Τμήματα του έργου λειτουργούν ήδη όπως για παράδειγμα στο βόρειο τμήμα του δικτύου από την Πιερία έως το Προμαχώνα. Όχι όμως – δυστυχώς – και στο επίμαχο σημείο της Λάρισας. Το σύνολο του έργου παραδίδεται έως τον Σεπτέμβριο του 2023 και η Ελλάδα θα είναι μια από τις λίγες ευρωπαϊκές χώρες που θα έχουν εγκατεστημένο σε πλήρη λειτουργία ένα τέτοιο σύστημα τηλεδιοίκησης. Οι ελληνικοί σιδηρόδρομοι λειτουργούν για δεκαετίες χωρίς αυτό το σύστημα, το τραγικό δυστύχημα συνέβη λίγους μήνες πριν την πλήρη εγκατάσταση του».
Εν κατακλείδι, «τα γεγονότα επιτάσσουν να δούμε από την αρχή τα ζητήματα εσωτερικής Διακυβέρνησης και εποπτείας όλων των φορέων που ασχολούνται με το σιδηροδρομικό έργο. Από την ανεξάρτητη ρυθμιστική αρχή σιδηροδρόμων, έως τον ΟΣΕ, την ΕΡΓΟΣΕ, τους παρόχους σιδηροδρομικών μεταφορών και βεβαίως να γίνουν οι αναγκαίες εκείνες παρεμβάσεις που θα αποκαταστήσουν το μεγάλο έλλειμμα εμπιστοσύνης που γεννάται ως προς την ασφάλεια μεταφορών – απολύτως εύλογα – μετά από το τραγικό δυστύχημα. Είναι προτεραιότητα μας, οι πολίτες να εμπιστευτούν ξανά τα τρένα και τις σιδηροδρομικές μεταφορές καθώς αποτελούν ένα μαζικό μέσο μεταφοράς που πρέπει να είναι απολύτως ασφαλές. Η εμπιστοσύνη που έχουμε σε άλλα μέσα σταθερής τροχιάς όπως το μετρό πρέπει να επιστρέψει και στον επίγειο σιδηρόδρομο».
Σε άλλα θέματα, ερωτηθείς για τους κύριους άξονες του προγράμματος της Νέας Δημοκρατίας, σημειώνει, μεταξύ άλλων: «Γνωρίζουμε ότι η Ελλάδα έχει ακόμη πολύ δρόμο για να συγκλίνει με το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Να γίνει μια οικονομία με αξιοπρεπείς μισθούς, μια κοινωνία με ίσες ευκαιρίες εργασίας και ίδια δικαιώματα για όλες και όλους ανεξαιρέτως, με αξιοπρεπείς υπηρεσίες υγείας, με προσιτή στέγη ιδίως για τη νέα γενιά, με ταχύτερη ανταπόκριση της Δικαιοσύνης στα ζητήματα της κοινωνίας και της οικονομίας».
Και στο ερώτημα, τέλος, πώς το κυβερνών κόμμα θα προσεγγίσει τους αναποφάσιστους, απαντά: «Με τη δύναμη των έως σήμερα αποτελεσμάτων μας που είναι ορατά στην καθημερινότητα των πολιτών αλλά και των πολιτικών προτάσεων για το μέλλον που στοχεύουν στο να θέσουμε έως το 2027 τη χώρα σε μια πορεία ενός εξευρωπαϊσμού χωρίς επιστροφή. Η Ελλάδα όσο εύκολα φτιάχνει τόσο εύκολα χαλάει αν πέσει σε λάθος χέρια. Αυτόν τον συστημικό κίνδυνο πρέπει να εξαλείψουμε δημιουργώντας επιτέλους ένα κράτος που θα λειτουργεί προς όφελος όλων χωρίς ασυνέχειες που μας κάνουν να νιώθουμε ανασφάλεια ή ακόμη και ντροπή».
Ν. Παπ.