Από το αγροτικό ζήτημα ξεκινά η συνέντευξη του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ Θανάση Κοντογεώργη στην εφημερίδα «Το Μανιφέστο» και στο ερώτημα αν η κυβέρνηση υποτίμησε τους αγρότες και καθυστέρησε να δώσει λύσεις στα αιτήματά τους, απαντά ως εξής:
«Σε καμία περίπτωση. Αναγνωρίζουμε ότι ο Έλληνας αγρότης βρίσκεται αντιμέτωπος με σοβαρά και διαχρονικά προβλήματα, όπως είναι το αυξημένο κόστος παραγωγής, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης, οι διεθνείς αναταράξεις και οι δομικές αδυναμίες δεκαετιών αλλά και έκτακτες κρίσεις, όπως η ευλογιά των αιγοπροβάτων. Κάθε χρόνο, και μέσα από διάλογο, βρίσκουμε λύσεις για τους αγρότες μαζί με τους αγρότες, ενώ έχουμε κάνει σημαντικές επενδύσεις σε έργα υποδομής, αρδευτικά και εγγειοβελτιωτικά, κρίσιμα για τη βιωσιμότητα του πρωτογενούς τομέα».
Ως προς την τρέχουσα κατάσταση, ειδικότερα, αναφέρει πως «έχουμε ήδη ικανοποιήσει ή αντιμετωπίζουμε θετικά τα 16 από τα 27 αιτήματα που έχουν τεθεί από τους αγρότες. Τέσσερα ακόμα είναι υπό επεξεργασία και μόνο επτά δεν μπορούν να ικανοποιηθούν λόγω δημοσιονομικών και ευρωπαϊκών περιορισμών. Έχουν ήδη καταβληθεί 3,2 δισ. ευρώ σε αγροτικές ενισχύσεις για το 2025, ενώ έως το τέλος του έτους θα εκταμιευθούν επιπλέον 600 εκατ. ευρώ, αποδεικνύοντας έμπρακτα ότι η στήριξη του πρωτογενούς τομέα δεν είναι λόγια αλλά πράξεις. Όμως, πρέπει να γίνει σαφές ότι κανένα αίτημα που αντιβαίνει στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και στις δημοσιονομικές δυνατότητες δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό».
Και, εν κατακλείδι, τονίζει ότι «λύσεις σε τόσο σύνθετα ζητήματα χρειάζονται συνεργασία και δεν θα δοθούν με πρόχειρες εξαγγελίες ή απαντώντας σε “τελεσίγραφα”. Η κυβέρνηση παραμένει ανοιχτή στη συζήτηση με τον αγροτικό κόσμο, με στόχο να εξεταστεί τι επιπλέον μπορεί να γίνει ρεαλιστικά και υπεύθυνα. Ταυτόχρονα, όμως, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψη και την ευρύτερη κοινωνία, ώστε οι διεκδικήσεις να μην μετατρέπονται σε άσκοπη ταλαιπωρία για τους πολίτες και ζημίες για την οικονομία. Το ζητούμενο δεν είναι οι εύκολες υποσχέσεις, αλλά οι λύσεις που έχουν διάρκεια, αντέχουν στον χρόνο και παράγουν πραγματικό αποτέλεσμα — τόσο για τους αγρότες όσο και για τη χώρα συνολικά».
Στο ερώτημα δε, γιατί θεωρήθηκε επιτακτική η ανάγκη μετάβασης των αρμοδιοτήτων του ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ, ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ εξηγεί: «Η μετάβαση από τον ΟΠΕΚΕΠΕ στην ΑΑΔΕ κρίθηκε επιτακτική επειδή έπρεπε να αντιμετωπιστούν χρόνιες παθογένειες στον τρόπο λειτουργίας και ελέγχου του συστήματος πληρωμών των αγροτικών ενισχύσεων που δημιουργούσαν ανασφάλεια στους παραγωγούς και εξέθεταν τη χώρα σε σοβαρούς κινδύνους ως προς τη διαχείριση ευρωπαϊκών πόρων. Η ΑΑΔΕ αποτελεί έναν οργανισμό με αποδεδειγμένη εμπειρία στη διαχείριση σύνθετων διαδικασιών, με σύγχρονα ψηφιακά συστήματα, διασταυρωτικούς ελέγχους και θεσμικές εγγυήσεις διαφάνειας που μπορεί να διασφαλίσει ότι το σύστημα θα λειτουργεί προς όφελος του συνόλου του πρωτογενούς τομέα».
Άλλωστε, προσθέτει, «η ανάγκη διαφάνειας και δικαιοσύνης στις αγροτικές επιδοτήσεις αποτελεί αίτημα ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας πλέον, όχι μόνο του αγροτικού κόσμου. Η Κυβέρνηση θωρακίζει θεσμικά το σύστημα πληρωμών, περιορίζει τις αδικίες και αποκαθιστά την εμπιστοσύνη των αγροτών, διασφαλίζοντας ότι περισσότερα χρήματα πηγαίνουν στους πραγματικούς και ειλικρινείς δικαιούχους. Παράλληλα, η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση ενισχύει την αξιοπιστία της χώρας απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και προστατεύει τις μελλοντικές χρηματοδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής».
Αλλάζοντας θέμα, στα μέτωπα της ακρίβειας και του στεγαστικού, αφού διαβεβαιώνει ότι «απασχολούν κατά προτεραιότητα την κυβερνητική πολιτική», εξειδικεύει για κάθε ένα από αυτά: «Η ακρίβεια, ειδικά τα τελευταία χρόνια, συνδέεται με διεθνείς κρίσεις, αυξήσεις στο ενεργειακό κόστος, διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και ευρύτερες πληθωριστικές πιέσεις που έπληξαν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, και όχι μόνο. Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση παρενέβη με μέτρα στήριξης, ελέγχους στην αγορά και παρεμβάσεις για τη συγκράτηση τιμών αλλά, κυρίως, με πολιτικές που στοχεύουν στη σταδιακή ενίσχυση των εισοδημάτων, γιατί αυτή είναι η μόνη σταθερή και βιώσιμη απάντηση στο πρόβλημα του κόστους ζωής. Ήδη, έχει ξεκινήσει η υλοποίηση των μέτρων της ΔΕΘ για τη φορολογική μεταρρύθμιση που θα έχει σημαντικό αποτύπωμα στο εισόδημα εκατομμυρίων συμπολιτών μας».
Το στεγαστικό πρόβλημα, από την άλλη πλευρά, όπως υπογραμμίζει, «έχει βαθιές ρίζες και λειτουργεί σωρευτικά για δεκαετίες. Η υπερσυγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα, η έλλειψη επαρκούς προσφοράς κατοικίας, η απουσία πολιτικών κοινωνικής στέγης στο παρελθόν και οι έντονες πιέσεις στην αγορά για εκμετάλλευση των ακινήτων δημιούργησαν μια δύσκολη πραγματικότητα, ιδίως για τους νέους και τα χαμηλότερα εισοδήματα. Η Κυβέρνηση υλοποιεί για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη προσέγγιση ύψους άνω των 7 δισεκ. ευρώ που περιλαμβάνει στήριξη των ενοικιαστών, προγράμματα για την πρόσβαση στη στέγη, αλλά και παρεμβάσεις που στοχεύουν στην αύξηση της διαθέσιμης κατοικίας».
Συμπερασματικά, αναφέρει πως «δεν ισχυριζόμαστε ότι τα δύο αυτά ζητήματα έχουν λυθεί, αλλά έχουν τεθεί οι βάσεις για μια πιο ουσιαστική και μακροπρόθεσμη αντιμετώπισή τους, με σχέδιο και μέτρα που αποδίδουν σταδιακά. Η προσπάθεια αυτή συνεχίζεται, με προσαρμογές όπου χρειάζεται, ώστε να υπάρξει πραγματική βελτίωση στην καθημερινότητα των ελληνικών νοικοκυριών».
Όσον αφορά την εκλογή Πιερρακάκη στην ηγεσία του Eurogroup, ο Θ. Κοντογεώργης υπογραμμίζει ότι «πρόκειται για μια εξέλιξη που αποτυπώνει τη συνολική μεταβολή της θέσης της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια. Η Ελλάδα από χώρα υπό επιτήρηση και αμφισβήτηση έχει εξελιχθεί σε μια οικονομία που συμμετέχει ισότιμα και με λόγο στις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Αυτή η αλλαγή δεν προέκυψε τυχαία. Είναι αποτέλεσμα της συνεπούς πολιτικής της Κυβέρνησης που από το 2019 αποκατέστησε τη δημοσιονομική σταθερότητα, ενίσχυσε την εμπιστοσύνη και δημιούργησε τις προϋποθέσεις για ανάπτυξη».
Εξ άλλου, «μεγαλύτερη σταθερότητα, περισσότερες επενδύσεις και καλύτερες προοπτικές για τα ελληνικά νοικοκυριά» είναι το πραγματικό στοίχημα της επόμενης περιόδου, σύμφωνα με τον υφυπουργό παρά τω πρωθυπουργώ, που παραθέτει, επιπλέον, στοιχεία για το από εδώ και πέρα: «Το 2025 η χώρα θα απορροφήσει 4,9 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, ενώ έχουμε για πρώτη φορά ένα Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης 22,4 δις ευρώ μέχρι το 2030. Παράλληλα με την υλοποίηση του ΕΣΠΑ 2021-2027, θα έχουμε στη διάθεσή μας και σημαντικούς πόρους από τρία νέα ταμεία, το Κοινωνικό Κλιματικό Ταμείο, το Ταμείο Απανθρακοποίησης Νήσων και το Ταμείο Εκσυγχρονισμού. Όλα αυτά μεταφράζονται σε περισσότερα έργα, περισσότερες επενδύσεις και μεγαλύτερη ανθεκτικότητα της οικονομίας, αποδεικνύοντας ότι η Ελλάδα αλλάζει στην πράξη, όχι στα λόγια».
Για το κυβερνητικό σχέδιο, τέλος, για «ισχυρή Περιφέρεια», ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ επισημαίνει: «Για εμάς, ισχυρή Περιφέρεια ισοδυναμεί με ισχυρή Ελλάδα. Η περιφερειακή σύγκλιση και η άρση των ανισοτήτων δεν είναι σύνθημα, αλλά εθνικός στόχος που υλοποιείται με σχέδιο, πόρους και μετρήσιμα αποτελέσματα. Γι’ αυτό και για πρώτη φορά διαμορφώνεται μια ολοκληρωμένη Εθνική Στρατηγική για την Περιφερειακή και Τοπική Ανάπτυξη, με σαφή οδικό χάρτη έργων και πολιτικών σε όλη τη χώρα».
Συγκεκριμένα, «ήδη εκπονούνται 50 Τοπικά Σχέδια Ανάπτυξης – ένα για κάθε περιφερειακή ενότητα – σε συνεργασία με τις τοπικές κοινωνίες. Περισσότεροι από 1.000 τοπικοί φορείς έχουν κληθεί να συμμετάσχουν οργανωμένα σε αυτή τη διαδικασία». Και, τούτου δοθέντος, «περισσότερα από 8.000 μικρά και μεγάλα έργα υλοποιούνται ήδη στην Περιφέρεια, ενώ το 2026 και το 2027 θα παραδοθούν περίπου 330 εμβληματικά έργα». Σύμφωνα με τον κ. Κοντογεώργη, «δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ από το ΕΣΠΑ, το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΠΑ και άλλα ευρωπαϊκά ταμεία κατευθύνονται στην ελληνική περιφέρεια κατόπιν κοινού σχεδιασμού και διαβούλευσης, με έμφαση στις υποδομές, το δημογραφικό, την επιχειρηματικότητα, την απασχόληση και τη βιώσιμη ανάπτυξη».
ΑΠΕ-ΜΠΕ