«Η συζήτηση πρέπει να διαχωριστεί σε δύο επίπεδα και δύο χρόνους: τη διαχείριση του παρόντος και τον σχεδιασμό της επόμενης ημέρας», τόνισε η εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας Αλεξάνδρα Σδούκου μιλώντας σήμερα στο ERTnews και στο OPEN αναφερόμενη στις αγροτικές κινητοποιήσεις.
Όπως σημείωσε, «το επάγγελμα του αγρότη είναι ιδιαίτερα σκληρό και κοπιαστικό, με τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα να βιώνουν σήμερα έντονη ανασφάλεια για το μέλλον τους, καθώς επενδύουν σημαντικούς πόρους χωρίς να γνωρίζουν πώς θα εξελιχθεί το εισόδημά τους, το οποίο εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες, τις διακυμάνσεις στο κόστος παραγωγής και πολλούς ακόμη παράγοντες».
Υπογράμμισε ότι «η Πολιτεία οφείλει στους αγρότες μια ξεκάθαρη προοπτική» και επισήμανε πως «γι’ αυτό έχει κρίσιμη σημασία η σοβαρή συζήτηση για ένα εθνικό σχέδιο και μια συνολική στρατηγική, όπως αυτή που πρότεινε ο Πρωθυπουργός στη διακομματική επιτροπή, ώστε η γεωργία να πραγματοποιήσει το ποιοτικό και τεχνολογικό άλμα της επόμενης ημέρας».
Είναι, συνέχισε η κ. Σδούκου, απολύτως αναγκαίος «ένας ουσιαστικός διάλογος για τα προβλήματα, τις κλιματικές συνθήκες, τις καλλιέργειες του σήμερα, αλλά και αυτές που πρέπει να έχουμε σε μια δεκαετία, για την τυποποίηση των προϊόντων, για την ενίσχυση των συνεταιρισμών», για να πηγαίνουν πιο σύντομα, με λιγότερους ενδιάμεσους και καλύτερες τιμές για όλους τα προϊόντα από το χωράφι στο ράφι.
Η κ. Σδούκου τόνισε ότι «δεν μπορεί να αποδοθεί στην κυβέρνηση άρνηση διαλόγου ή έλλειψη προσπάθειας για την εξεύρεση λύσεων», σημειώνοντας ότι «ο πρωθυπουργός και οι αρμόδιοι υπουργοί έχουν καλέσει επανειλημμένως τον αγροτικό κόσμο σε ουσιαστική συζήτηση». Όπως ανέφερε, «τα αιτήματα αξιολογήθηκαν, κοστολογήθηκαν και η κυβέρνηση μίλησε με ειλικρίνεια για το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να υλοποιήσει», προσθέτοντας ότι «η συντριπτική πλειονότητα των αιτημάτων ικανοποιείται».
Αναφερόμενη στις επιπτώσεις των κινητοποιήσεων, σημείωσε ότι «η ταλαιπωρία δεν αφορά μόνο τους ίδιους τους αγρότες, αλλά και το σύνολο της κοινωνίας», επισημαίνοντας ότι «υπάρχει οικονομική, κοινωνική και ψυχολογική πίεση για τους πολίτες, τους επαγγελματίες, τον τουρισμό και την εστίαση», ιδίως αναφέρθηκε στους μικρούς επιχειρηματίες, όπως «στον μικροξενοδόχο στη Φλώρινα και σε άλλα μέρη χειμερινών διακοπών, που έχουν λίγα δωμάτια και εργαζόμενους που όλοι περιμένουν να δουλέψουν αυτή την περίοδο». Επισήμανε ότι «υπάρχει έντονη δυσκολία μετακινήσεων και αυξημένη επικινδυνότητα» λόγω του όγκου των μετακινήσεων από παρακαμπτήριους. Παράλληλα, διερωτήθηκε «γιατί, τη στιγμή που τα περισσότερα αιτήματα ικανοποιούνται, επιλέγεται η κλιμάκωση αντί του διαλόγου στο τραπέζι».
Σε σχέση με το θέμα γύρω από τους ελέγχους στον κ. Ανεστίδη, η κ. Σδούκου τόνισε πως «δεν είμαι δικαστής και δεν μπαίνω στην διαδικασία να “δικάσω” τηλεοπτικά ανθρώπους. Υπάρχουν τουλάχιστον 40.000 ΑΦΜ που ελέγχονται, δεν γνωρίζω αν είναι και του κ. Ανεστίδη ή όχι. Υποθέτω όμως ότι ο κάθε έλεγχος είναι καλοδεχούμενος από οποιονδήποτε». Επισήμανε μάλιστα ότι όταν συνδέουμε ελέγχους Ανεξάρτητων Αρχών με τη δράση του καθενός κάνουμε «ένα λογικό άλμα που είναι εντελώς ασύνδετο». Υπογράμμισε δε πως «αν γινόταν έλεγχος σε πράσινους συνδικαλιστές, θα έλεγαν εκδικητικοί έλεγχοι στους αντιπάλους. Αν δεν γινόταν έλεγχος στους συνδικαλιστές θα έλεγαν δεν κάνουν έλεγχο στους συνδικαλιστές», αναρωτήθηκε μάλιστα «από πότε πρέπει να απολογείται μια υπηρεσία για διαφάνεια και έλεγχο;».
Συμπλήρωσε δε ότι «τόσο καιρό συζητάμε για το ότι έχουμε μια εστία διαπλοκής που άνθισε επί δεκαετίες και έρχεται η κυβέρνηση και λέει “βάζω τέλος” και επιβάλλει έλεγχο, διαφάνεια και δικαιοσύνη και τώρα περνάμε στην αντίπερα όχθη και κάνουμε σενάρια συνωμοσίας ως προς την “τυχαιότητα” του ελέγχου;».
Σε σχέση με τις τηλεφωνικές επικοινωνίες στελεχών με τον κ. Ανεστίδη, εξήγησε πως, όπως και ο ίδιος ανέφερε, «επιδίωκαν τη δημιουργία διαύλων για να εκκινήσει ένας ουσιαστικός διάλογος με τους αγρότες, κάτι απολύτως λογικό και αναμενόμενο».
Σε ερώτηση για ελέγχους της Ανεξάρτητης Αρχής στον Σύλλογο Τεμπών, η κ. Σδούκου σημείωσε ότι «καλωσορίζει το “όλα στο φως” που εν τέλει είπε η κ. Καρυστιανού» και πρόσθεσε πως «δεν έχουμε άποψη για τους ελέγχους που κάνουν οι Ανεξάρτητες Αρχές, αλλά κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου και δεν μπορούμε να φτάσουμε σε ένα σημείο που θα διαμαρτυρόμαστε επειδή το κράτος κάνει ελέγχους, δηλαδή τη δουλειά του».
Απαντώντας σε επιμέρους ζητήματα, η εκπρόσωπος Τύπου της Νέας Δημοκρατίας ανέφερε ότι «η κυβέρνηση μιλά καθαρά για το ποια αιτήματα μπορούν να ικανοποιηθούν άμεσα, ποια όχι και ποια πρέπει να εξεταστούν σε δεύτερο χρόνο», υπογραμμίζοντας ότι «υπάρχουν συγκεκριμένες λύσεις για το αγροτικό ρεύμα, το πετρέλαιο και την επιστροφή του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης». Σημείωσε επίσης ότι «έχουν ήδη καταβληθεί 3,2 δισ. ευρώ, ενώ απομένουν περίπου 600 εκατ. ευρώ που θα δοθούν έως το τέλος του έτους».
Παράλληλα, ξεκαθάρισε ότι «υπάρχουν σαφή όρια στο τι μπορεί να υλοποιηθεί», επισημαίνοντας ότι «αιτήματα όπως ο διπλασιασμός των αγροτικών συντάξεων, με δημοσιονομικό κόστος 3 δισ. ευρώ, δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αυτή τη στιγμή». Τόνισε ακόμη ότι «δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή σε παλιές πρακτικές πληρωμών χωρίς διαφάνεια και δικαιοσύνη», υπενθυμίζοντας ότι «βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη έλεγχοι για ψευδείς δηλώσεις και αχρεωστήτως καταβληθείσες επιδοτήσεις».
Η κ. Σδούκου άσκησε κριτική στην αντιπολίτευση, υποστηρίζοντας ότι «δεν δείχνει καμία διάθεση αποκλιμάκωσης των εντάσεων και πλειοδοτεί σε λαϊκισμό», ενώ ειδικά για το ΠΑΣΟΚ τόνισε ότι «τη στιγμή που η κυβέρνηση επιχειρεί να δώσει τέλος σε μια εστία διαφθοράς δεκαετιών και προχωρά διασφαλίζοντας τη νομιμότητα, τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη το ΠΑΣΟΚ καταψηφίζει». Η κ. Σδούκου αναρωτήθηκε αν στο ΠΑΣΟΚ ενδιαφέρονται «από ποιον οργανισμό θα δίνονται οι επιδοτήσεις ή αν θα δίνονται με νόμιμο και διαφανή τρόπο ή αν θέλουν να συνεχίσει να πληρώνει ο αμαρτωλός ΟΠΕΚΕΠΕ με τον τρόπο που πλήρωνε».
Υπογράμμισε ότι «έγινε απόλυτα κατανοητό από όλες τις τοποθετήσεις ότι δεν θέλουν να αλλάξει τίποτα, αλλά η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να προχωρήσει ακόμα και μόνη της και να πράξει όσα χρειάζονται». Αναφερόμενη στην ευρύτερη στάση τους σημείωσε ότι «τα κόμματα της αντιπολίτευσης βολεύονται να παραμένουν οι αγρότες στα μπλόκα. Δεν έχουν καμία επιθυμία αποκλιμάκωσης της έντασης, αλλά συντήρησης της. Υπόσχονται πράγματα που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν και θέλουν να μείνουμε στις πρακτικές του χθες που γιγάντωσαν τα προβλήματα του σήμερα».
Κλείνοντας, υπογράμμισε ότι «η μετάβαση στο νέο, νόμιμο και διαφανές καθεστώς πραγματοποιήθηκε σε πλήρη συνεννόηση με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και αποτέλεσε αναγκαία προϋπόθεση ώστε να μη διακινδυνεύσουν οι ευρωπαϊκές επιδοτήσεις», ενώ η αντιπολίτευση δεν έχει απολύτως κανέναν ενδοιασμό να καταψηφίσει τις αναγκαίες αλλαγές, ακόμα και αν θέτει σε κίνδυνο τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για τις οποίες καμώνεται πως αγωνιά.
ΑΠΕ-ΜΠΕ































































































































