
Για ασθενείς με Αγγειακό Εγκεφαλικό, Τραυματική Βλάβη Εγκεφάλου, Νευρολογικά Νοσήματα και Άνοια
«Όταν ένας άνθρωπος παθαίνει ένα σοβαρό αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, μια βαριά κρανιοεγκεφαλική κάκωση, όταν εμφανίζει προοδευτική νευρολογική νόσο ή άνοια, δεν αλλάζει απλώς η απεικόνιση του εγκεφάλου του. Αλλάζει όλη η ζωή του. Αλλάζει η καθημερινότητά του, η οικογένειά του, η σχέση του με τον εαυτό του και τον κόσμο που τον περιβάλλει.
Η νευρολογική αποκατάσταση δεν είναι «πολυτέλεια μετά το νοσοκομείο». Είναι οργανωμένη, συντονισμένη και εντατική επιστημονική προσπάθεια, με στόχο να κερδηθούν ξανά, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, η λειτουργικότητα, η αυτονομία και η αξιοπρέπεια του ασθενούς. Στο πλαίσιο αυτό, η Τεχνητή Νοημοσύνη (ΤΝ) δεν έρχεται ως «μαγική λύση», ούτε ως απρόσωπο «ρομπότ» που αντικαθιστά τον ιατρό και τους θεραπευτές. Έρχεται ως ισχυρό εργαλείο που, όταν χρησιμοποιείται με γνώση, ήθος και μέτρο, ενισχύει την κλινική κρίση, βελτιώνει την ασφάλεια και υποστηρίζει την εξατομίκευση της θεραπείας».

Τα παραπάνω επισημαίνει ο διεθνούς φήμης νευροχειρουργός Δρ Χρήστος Ε. Γεωργόπουλος, διευθυντής Νευροχειρουργικής Κλινικής του ΕΡΡΙΚΟΣ ΝΤΥΝΑΝ HOSPITAL CENTER και πρόεδρος του Κέντρου Αποκατάστασης ΑΝΑΠΛΑΣΗ, με αφορμή τις όλο και αυξανόμενες επιστημονικές συζητήσεις σε σχέση με τον ρόλο της τεχνητής νοημοσύνης (ΤΝ) στην Νευρολογική Αποκατάσταση.
Όπως εξηγεί ο κ. Γεωργόπουλος, στη σύγχρονη αποκατάσταση, η ΤΝ μπορεί να επεξεργάζεται μεγάλο όγκο δεδομένων — κλινικά στοιχεία, απεικονίσεις (αξονική και μαγνητική τομογραφία), λειτουργικές κλίμακες (όπως FIM, Barthel, mRS), αλλά και δείκτες από φορητούς αισθητήρες. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να συμβάλει σε πιο τεκμηριωμένες εκτιμήσεις για τον κίνδυνο επιπλοκών, την πιθανότητα ανάκτησης βάδισης ή αυτοεξυπηρέτησης και την ορθότερη κατανομή της έντασης και διάρκειας της θεραπείας.
Είναι όμως σημαντικό να καταλάβουμε ότι, οι εκτιμήσεις αυτές δεν αποτελούν «ετυμηγορία», πολλώ δε μάλλον «θέσφατο», τονίζει ο κ. Γεωργόπουλος και συνεχίζει: «Η τεχνητή νοημοσύνη χαρτογραφεί την κατάσταση του ασθενούς με ακρίβεια και ενισχύει το σχεδιασμό, αλλά η τελική απόφαση ανήκει πάντοτε στον ιατρό και τη Διεπιστημονική Ομάδα, με πλήρη επίγνωση της προσωπικότητας και των αναγκών του συγκεκριμένου ανθρώπου».
«Η ρομποτική αποκατάσταση είναι πλέον πραγματικότητα», αναφέρει ο κ. Γεωργόπουλος: «Εξωσκελετοί για το βάδισμα, ρομποτικοί βραχίονες για το άνω άκρο, πλατφόρμες ισορροπίας, καθώς και περιβάλλοντα εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας. Η βασική διαφορά με τις κλασικές θεραπευτικές ασκήσεις είναι η δυνατότητα ασφαλούς, εντατικής και επαναλαμβανόμενης άσκησης — εκατοντάδες επαναλήψεις υπό συνεχή παρακολούθηση.
Η ΤΝ προσδίδει σε αυτά τα συστήματα «ευφυΐα»: αναλύει την ποιότητα της κίνησης, τη συμμετρία, την κόπωση και την αστάθεια και προσαρμόζει σε πραγματικό χρόνο την υποστήριξη, την αντίσταση και τις παραμέτρους άσκησης. Έτσι, το σύστημα δεν εκτελεί απλώς ένα άκαμπτο πρωτόκολλο, αλλά λειτουργεί δυναμικά, πάντα υπό την ευθύνη και επίβλεψη της θεραπευτικής ομάδας. Το ίδιο σημαντική είναι και η Αποκατάσταση στο σπίτι με τη βοήθεια της ΤΝ. Γνωρίζουμε ότι, μετά την κλειστή νοσηλεία αποκατάστασης, ο ασθενής ζει στο σπίτι, μέσα σε ένα δίκτυο φροντιστών που συχνά αισθάνονται μόνοι, εξουθενωμένοι και γεμάτοι ενοχές. Η ΤΝ μπορεί να στηρίξει ουσιαστικά αυτή την πραγματικότητα μέσω τηλε-αποκατάστασης και «έξυπνων» συστημάτων στο σπίτι: παρακολούθηση δραστηριότητας, ύπνου και μετακινήσεων, έγκαιρη ανίχνευση πτώσεων ή νυχτερινής περιπλάνησης στην άνοια, υπενθυμίσεις φαρμάκων και ραντεβού προσαρμοσμένες στο γνωστικό προφίλ του ασθενούς, καθώς και παροχή πρακτικών οδηγιών ασφάλειας στους φροντιστές».
Η Διεπιστημονική Ομάδα Αποκατάστασης αποκτά πρόσβαση σε κρίσιμες πληροφορίες, ώστε να παρεμβαίνει έγκαιρα και να τροποποιεί το πρόγραμμα, μειώνοντας κινδύνους και ενισχύοντας τη συνέχεια της φροντίδας.
Η ΤΝ εφαρμόζεται και για την εξέλιξη άλλων καινοτόμων τεχνολογιών κομβικής σημασίας, όταν αυτές εντάσσονται με ορθό τρόπο σε κλινικά πρωτόκολλα:
- Χαρτογράφηση του εγκεφάλου με νευροπλοηγούμενο διακρανιακό μαγνητικό ερεθισμό εγκεφάλου (nTMS) και εστιασμένη, με κατάλληλα πρωτόκολλα ερεθισμού, διέγερση ή καταστολή συγκεκριμένων περιοχών και δικτύων του εγκεφάλου με επαναλαμβανόμενο μαγνητικό ερεθισμό (rTMS), προσαυξάνοντας έτσι τη νευροπλαστικότητα και την αποκατάσταση κίνησης και λόγου, μετά από ένα αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο ή μια τραυματική βλάβη εγκεφάλου.
- Διεπαφές εγκεφάλου–υπολογιστή (BCI) για ενίσχυση κίνησης και επικοινωνίας σε βαριές νευρολογικές καταστάσεις, όπως αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, Νόσο του Κινητικού Νευρώνα, ή βαριά τετραπληγία.
- Ψηφιακή υποστήριξη του λόγου, της γνωστικής αποκατάστασης και της ασφάλειας κατάποσης (σε Κέντρα Αποκατάστασης που είναι διαθέσιμη ενδοσκοπική μελέτη κατάποσης – FEES).
- Ψηφιακός ουροδυναμικός έλεγχος σε ασθενείς με νευρογενή κύστη.
Όλα αυτά όμως αποτελούν εργαλεία που δεν υποκαθιστούν, αλλά υπηρετούν στο έργο της τη Διεπιστημονική Ομάδα Αποκατάστασης.
Ιδιαίτερη αναφορά στην προσοχή που πρέπει να επιδεικνύουμε με τα δεδομένα υγείας του κάθε ασθενούς κάνει ο κ. Γεωργόπουλος. Όπως υπογραμμίζει, «τα δεδομένα υγείας δεν είναι εμπορεύσιμο προϊόν. Είναι εξ ορισμού συστατικό στοιχείο της πιο ευαίσθητης ανθρώπινης ιδιωτικότητας. Οι αλγόριθμοι δεν έχουν συνείδηση, ούτε ανθρώπινες προκαταλήψεις. Μπορούν όμως να αναπαράγουν και να ενισχύουν τις προκαταλήψεις, όθεν τις δομικές και λειτουργικές στρεβλώσεις που ενυπάρχουν στα δεδομένα και στα συστήματα από τα οποία προέρχονται και τα οποία είναι ανθρώπινο δημιούργημα.
Αυτό οφείλουμε να το γνωρίζουμε, να το ελέγχουμε και να το διορθώνουμε.
Η ευθύνη της απόφασης πρέπει να παραμένει στον ιατρό, στη Διεπιστημονική Ομάδα και ποτέ σε ένα απρόσωπο «μαύρο κουτί».
Η πρόσβαση στις τεχνολογίες αυτές δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι προνόμιο ολίγων.
Πρέπει να ενσωματωθούν σε εθνικές στρατηγικές υγείας, σε κατευθυντήριες οδηγίες, σε δίκαια συστήματα αποζημίωσης, ώστε να μη δημιουργήσουν νέα φαινόμενα ανισότητας».
Ολοκληρώνοντας, ο κ. Γεωργόπουλος καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:
«Εν κατακλείδι, η Τεχνητή Νοημοσύνη, η ρομποτική τεχνολογία, το nTMS, το BCI, η ενδοσκοπική μελέτη κατάποσης, ο ψηφιακός ουροδυναμικός έλεγχος και όλα τα σύγχρονα εργαλεία έχουν θέση στην αποκατάσταση μόνο στο μέτρο που υπηρετούν τον άνθρωπο.
Αν όχι, τότε είναι απλώς ένας ψηφιακός αποπροσανατολισμός, μια περίπλοκη τεχνολογία για το «θεαθήναι».
Αν όμως βοηθούν τους ασθενείς με αγγειακό εγκεφαλικό, με τραυματική βλάβη εγκεφάλου, με νευρολογική νόσο ή άνοια να κερδίσουν περισσότερη λειτουργικότητα, περισσότερη αυτονομία, περισσότερη αξιοπρέπεια και πραγματική ποιότητα ζωής μαζί με τους αγαπημένους τους ανθρώπους, τότε αξίζει να τα υιοθετήσουμε, να τα εξελίξουμε, να τα διεκδικήσουμε».
















