
Οι άνθρωποι δεν χωρίζουν επειδή δεν αγαπιούνται πια. Χωρίζουν γιατί χάνουν τον τρόπο να συναντιούνται. Γιατί μέσα στο βάρος της καθημερινότητας, οι φωνές σκεπάζουν τη σιωπή, τα «πρέπει» σκεπάζουν τα «θέλω», και το βλέμμα παύει να αναγνωρίζει τον άνθρωπο που κάποτε αγαπήθηκε.

Ο γάμος, όσο κι αν μοιάζει με υπόσχεση σταθερότητας, είναι στην ουσία ένας ζωντανός οργανισμός. Αν δεν τον φροντίζεις, μαραίνεται. Αν δεν του δίνεις οξυγόνο, πνίγεται μέσα στην ασφυξία των ρόλων, των συνηθειών, της βιασύνης.
Ζούμε σε μια εποχή όπου η ατομικότητα έχει αναχθεί σε ύψιστη αξία. Μάθαμε να αναζητούμε την «αυτοπραγμάτωση», την ελευθερία, τον χώρο μας, συχνά όμως, χωρίς να μάθουμε πώς να μοιραζόμαστε. Έτσι, όταν η σχέση αρχίζει να απαιτεί συμβιβασμό, να ζητά ευθύνη και ωριμότητα, πολλοί τρομάζουν. Αντί να συναντήσουν τον άλλον, αποσύρονται μέσα στον εαυτό τους, με τη δικαιολογία ότι «χάθηκε η αγάπη». Όμως, η αγάπη δεν χάνεται, εγκαταλείπεται.
Η συναισθηματική αποξένωση συνήθως ξεκινά αθόρυβα: μια κουβέντα που δεν ειπώθηκε, ένα βλέμμα που δεν ανταλλάχθηκε, ένα άγγιγμα που παραλείφθηκε. Σιγά σιγά, το ζευγάρι παύει να είναι «εμείς» και γίνεται «εγώ κι εσύ». Και τότε, μέσα στην ψευδαίσθηση ότι «δεν ταιριάζουμε πια», κρύβεται η αλήθεια ότι απλώς πάψαμε να βλέπουμε, να ακούμε, να προσπαθούμε.
Η εποχή μας μάς έμαθε να αντικαθιστούμε, όχι να επιδιορθώνουμε. Έτσι και στις σχέσεις, όταν κάτι ραγίσει, προτιμούμε να φύγουμε, αντί να καθίσουμε απέναντι, να κοιτάξουμε στα μάτια τον άλλον και να πούμε: «Πονάω. Φοβάμαι. Θέλω να ξαναπροσπαθήσουμε.»
Κι όμως, εκείνη ακριβώς η στιγμή είναι η πιο ουσιαστική πράξη αγάπης· όχι το πάθος των πρώτων ημερών, αλλά η επιλογή να μείνεις όταν όλα δυσκολεύουν.
Οι γάμοι σήμερα δεν τελειώνουν επειδή η αγάπη πέθανε· τελειώνουν γιατί η σιωπή την πνίγει. Γιατί λείπει ο διάλογος, η ενσυναίσθηση, η αλήθεια. Γιατί φοβόμαστε να εκτεθούμε, να ζητήσουμε, να παραδεχτούμε.
Αν θέλουμε λοιπόν να αλλάξει αυτό, δεν χρειάζεται να «σώσουμε τον γάμο»· χρειάζεται να ξαναβρούμε την ικανότητα να αγαπάμε ώριμα, με παρουσία, ευθύνη και σεβασμό στη μοναδικότητα του άλλου.
Ίσως τότε, ο γάμος να ξαναγίνει αυτό που προοριζόταν να είναι: όχι ένα συμβόλαιο, αλλά μια συνεχής συνάντηση δύο ψυχών που επιλέγουν κάθε μέρα — όχι από ανάγκη, αλλά από αλήθεια.












