
Γνώρισα τον Αντώνη Καλογιάννη από τον Μάριο Τόκα, όταν ηχογραφούσαν τα «Μικρά Ερωτικά», αρχές της δεκαετίας του ’80. Θυμάστε, «Σ΄ αγαπώ σαν τον ήλιο του Μάη» (με την υπέροχη Μαρινέλλα), «Αννούλα του χιονιά», «Έφυγες», «Σε περιμένω» και τόσα άλλα. Ένας δίσκος κόσμημα, σε στίχους του «αδελφού» Σαράντη Αλιβιζάτου. Ερχόταν συχνά στο ραδιόφωνο, είτε στον Πειραιά (Κανάλι 1), είτε στους στύλους του Ολυμπίου Διός (Αιγαίο FM) και συνήθως μου έκανε παρέα στο ραδιοθάλαμο. Σπάνια έβγαινε στον «αέρα», συνήθως επιλέγαμε μαζί τραγούδια, συζητούσαμε… Ενίοτε, ειδικά μετά την εκπομπή, η παρέα μεγάλωνε… Πότε ο Αντώνης Βαρδής, πότε ο Μάριος Τόκας, πότε ο σπουδαίος ποιητής Ανδρέας Νεοφυτίδης (πάντα αργοπορημένος), πότε ο Διονύσης Θεοδόσης, πότε ο μέγας μαέστρος των στίχων Ηλίας Κατσούλης. Ενίοτε κι όλοι μαζί… Παρέα πλήρης ψυχής!

Ο Καλογιάννης ήταν/είναι κορυφαία προσωπικότητα του ελληνικού τραγουδιού. Κι έμεινε ταπεινός, παρά τη δόξα που βίωσε, κυρίως μέσω του Θεοδωράκη και των ποιητών. Μια μοναδική φωνή που δεν διαπραγματεύτηκε την αξιοπρέπειά της τέχνης, δεν γονάτισε στις σειρήνες της ευκολίας και της κατανάλωσης, δεν πρόδωσε τον εαυτό της ούτε στιγμή.
Γεννημένος στην Καισαριανή, δεν ξέχασε ποτέ τις ρίζες του. Έζησε, εργάστηκε και πέθανε εκεί, όπως προφητικά είχε πει: «Γεννήθηκα στην Καισαριανή. Εδώ γονείς, εδώ παιδιά, εδώ έφυγαν όλοι οι αγαπημένοι, από εδώ θα είναι το τελευταίο ταξίδι.»
Πάμπτωχος, έγινε τσαγκάρης για να επιβιώσει, σε ένα ημιυπόγειο της γειτονιάς του. Χέρια ροζιασμένα, γεμάτα κόλες και βερνίκια. Μα καθαρή ψυχή! Μαζί με τραγούδι που έβγαινε από την καρδιά του. Κι επειδή πάντα η μοίρα φροντίζει τους αγαπημένους της, έστειλε τον Μίκη Θεοδωράκη να βρει έναν φίλο του στην Καισαριανή και καθώς περνούσε έξω από το τσαγκαράδικο, άκουσε τον Καλογιάννη να τραγουδά.
«Η τύχη κτύπησε την πόρτα μου», μου έλεγε σε μια εκπομπή στον «Αιγαίο fm 88,3». «Μέσα σε λίγες ημέρες, μου είχαν αγοράσει ρούχα, μου έβγαλαν εισιτήρια και πήγα στη Μόσχα, όπου στην αίθουσα “Τσαϊκόφσκι”, ερμήνευσα Μίκη, Βάρναλη και τους «Μοιραίους τους»… Ο δε Μίκης έλεγε χαρακτηριστικά: «Είχα βρει τυχαία έναν τσαγκάρη με φωνή ποιητή. Δεν είχε παιδεία μουσικής δεν είχε μουσικές σπουδές, δεν πέρασε ποτέ από ωδεία. Ήταν όμως αληθινός κι αυτό ήταν συναρπαστικό, συγκινητικό»…
Έτσι, από την Μόσχα κι εντελώς τυχαία, ξεκίνησε αυτή η σπουδαία πνευματική πορεία, του μέχρι τότε τσαγκάρη! Κι έφτασε μέχρι τις πέντε ηπείρους, με τη φωνή του να κουβαλά την Ελλάδα της αγωνίας, του εμφυλίου, του πόνου, της ποίησης, του έρωτα και της αξιοπρέπειας. Στο πλευρό της Μαρίας Φαραντούρη, έζησαν θρυλικές στιγμές στις διεθνείς περιοδείες. Κι εκείνη θυμάται»: «Με τον Αντώνη δεν τραγουδούσαμε απλώς μαζί. Ζούσαμε μαζί τις συναυλίες, τους φόβους και τις ελπίδες. Ήταν μια φωνή-γέφυρα ανάμεσα στον λαό και τον ποιητικό λόγο. Σπάνιος, αληθινός, απόλυτα αφοσιωμένος στην τέχνη και στους ανθρώπους της.»
Όμως, εξίσου σημαντικές ήταν κι οι εσωτερικές του διαδρομές. «Μου άρεσε η ποίηση — ακόμη διαβάζω — δεν μπορούσα λοιπόν να τραγουδήσω κάτι φτηνό», έλεγε.
Η ποίηση ως στάση ζωής
Ο Καλογιάννης δεν ήταν απλώς τραγουδιστής. Ήταν δίαυλος ποίησης. Η φωνή του, όπως του Μπιθικώτση και λιγότερο του Καζαντζίδη, έγινε όχημα για να φτάσουν στο ευρύ κοινό οι λέξεις του Σεφέρη, του Ρίτσου, του Βάρναλη. Μίλησε μέσα από στίχους που δεν εξυπηρετούσαν μόνο τον σκοπό της μελωδίας, αλλά φώτιζαν τον νου και την ψυχή. Πιστός στη λογοτεχνία, ευγνωμονούσε τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου. « Έφτιαξε τον χαρακτήρα μου, στίλβωσε την προσωπικότητά μου, με γνώρισε με την ποίηση», έλεγε.
Του έλεγα συνεχώς, ήμουν κολλημένος μ’ αυτό, για την εσωτερικότητα που είχε η φωνή του, ειδικά όταν τη καριέρα του πήρε άλλον δρόμο μετά το «ξεψύχισμα» του πολιτικού τραγουδιού. Λίγο μετά τη μεταπολίτευση. Τότε που τραγούδησε Μούτση, Πλέσσα, Λοϊζο, Τόκα, Μουστακί, Λάγιο, Ανδριόπουλο, Σικελιανό, Ελευθερίου, Χριστοδούλου, Φώντα Λάδη, τόσους και τόσους. Από τον «Συνεταιρισμό Α» του Μούτση, μέχρι το «Για μια σταγόνα αλάτι» και τόσα άλλα…
Χαιρόταν όταν του επισήμαινα ότι δεν απευθύνεται σε «καταναλωτές» μουσικής και τραγουδιών, αλλά σε ψαγμένους ακροατές και δίνει ψυχή στις μελωδίες. Οι ερμηνείες του ήταν γήινες, αληθινές, εκφραστικές, ποτέ επιτηδευμένες. Ο ίδιος ανήκε στη γενιά που μεγάλωσε μέσα από ένα πολιτικό όραμα που είχαν κάποιοι άνθρωποι της εποχής του. Τον σημάδεψε άλλωστε ο τοίχος εκτελέσεων στη γειτονιά του. Ήταν σαφές ότι η μνήμη για εκείνον δεν ήταν αφηρημένη έννοια — ήταν καθημερινότητα.
Το λευκό του πένθους και της αγνότητας
Τον θυμάμαι με τη χαρακτηριστική εικόνα του: πάντα με λευκά ρούχα. Δεν ήταν στυλιστική επιλογή. Ήταν δήλωση. «Στον Μεσαίωνα το λευκό ήταν στοιχείο πένθους. Είχα πολλά να πενθήσω. Τη ζωή που φεύγει, αυτό που δεν πάει καλά, τους δικούς μου αγνοούμενους…». Η εικόνα του μου δημιουργούσε πάντα την αίσθηση, ότι η ενδυματολογική του απλότητα μετέφερε την εσωτερική του καθαρότητα και την ειλικρίνεια του χαρακτήρα του.
Άγνωστες ιστορίες και ήσυχες πράξεις
Παρά τη σημαντική του πορεία, ο Καλογιάννης δεν είχε καλή σχέση με τη δημοσιότητα και τα μεγάλα φώτα της. Έδινε λίγες συνεντεύξεις, κι όταν το έκανε, μιλούσε σαν άνθρωπος κι όχι σαν «σταρ». Αν και βρισκόταν δίπλα στους μεγαλύτερους συνθέτες και ποιητές, δεν εκμεταλλεύτηκε ποτέ τις γνωριμίες του για προσωπικό όφελος. Δεν κυνηγούσε επιτυχίες – τον κυνηγούσαν οι ποιότητες.
Υπάρχουν μαρτυρίες για το πώς στεκόταν δίπλα σε νεότερους καλλιτέχνες, αθόρυβα. Πολλοί θυμούνται τη διακριτική παρουσία του στα παρασκήνια συναυλιών, τις συμβουλές που έδινε, τις σιωπηλές πράξεις γενναιοδωρίας. Δεν ήταν ο τύπος του φωνακλά. Ήταν ο σεμνός, ο πατέρας, ο φίλος.
Θυμάμαι -μέσα ης δεκαετίας του ΄90 ήταν– όταν είχα αναλάβει την παραγωγή του δίσκου της νέας Κύπριας τραγουδίστριας Εύης Καπάταη, σε μουσικές του Γιάννη Σπανού και στίχους του ποιητή Ανδρέα Νεοφυτίδη. Τον είχα πάρει τηλέφωνο. «Ένα τραγούδι έχει προκύψει στιχουργικά ντουέτο, έρχεσαι να το πεις με την Εύη, να τη βοηθήσουμε;»… Δεν ζήτησε καν να ακούσει το τραγούδι, «πες μου studio και ώρα, θα είμαι εκεί»… Απίστευτος! Την πήρε μαζί του και στις καλοκαιρινές του συναυλίες.
Η ερωτική φωνή της ωριμότητας
Τη δεκαετία του ’80, ο Καλογιάννης ξαναγεννιέται. Ο Τόκας είναι υπεύθυνος σε μεγάλο βαθμό γι’ αυτό. Όπως έκανε αργότερα και με τον Μητροπάνο. Αναδεικνύεται έτσι ένας άλλος Καλογιάννης. Τρυφερός, συναισθηματικός, αλλά πάντα με λόγο ουσίας. Ήταν η φωνή του ώριμου άντρα που αγαπά, που πληγώνεται, που θυμάται. Δεν έγινε ποτέ μελό και γλυκανάλατος, πορευόταν με την πυκνότητα της αλήθειας.
Για σκεφτείτε. Τραγούδησε καλεσμένος στα γενέθλια του Πικάσο, γνωρίστηκε κι έγινε φίλος με τον Αράμ Χατζατουριάν, βρέθηκε στην ίδια σκηνή με τον Υβ Μοντάν στο Παρίσι, συναντήθηκε με τους Μπιτλς, γνώρισε τον Λουί Αραγκόν. Εκείνος άλλωστε ήταν που έγραψε στη Lettre Francaise: «Η φωνή του Αντώνη Καλογιάννη μου θυμίζει τα βουνά και τις θάλασσες της πατρίδας του»!!
Ο αποχαιρετισμός με αξιοπρέπεια
Έφυγε ήσυχα, όπως έζησε. Με πολλές πληγές σε προσωπικό επίπεδο. Έφυγε με το σεβασμό που αρμόζει σε έναν καλλιτέχνη που τίμησε κάθε λέξη που τραγούδησε. Στην τελευταία του συνέντευξη είχε πει κάτι που θα μπορούσε να είναι και επίγραμμά του: «Δεν πρόσβαλα τα αυτιά των άλλων. Δεν πρόδωσα κανέναν»…
Έζησε με συνέπεια, τραγούδησε με σεμνότητα, έφυγε με αξιοπρέπεια. Στον ελληνικό μουσικό κόσμο, είχε την αποδοχή των πάντων, δεν είναι το πιο εύκολο πράγμα αυτό. Απόρροια της ηθικής του. Το έλεγε κι ο Νταλάρας: «Η πορεία του Αντώνη είχε ήθος και πνευματικότητα. Ήξερε γιατί τραγουδά. Και αυτό δεν είναι αυτονόητο, ειδικά σήμερα.»
Η δε Λίνα Νικολακοπούλου, λάτρης της πορείας του, έλεγε ότι «Ο Καλογιάννης είχε κάτι από μοναχικό μοναχό της τέχνης. Περπατούσε πλάι στους στίχους χωρίς να τους πατά. Δεν αλλοίωνε λέξη. Τους τραγουδούσε με την ιερότητα που τους άξιζε.»… Πόσο αληθινά λόγια…
Μηχανοδηγός και Πειραιάς
Έλεγε ότι μικρός ονειρευόταν να γίνει οδηγός στα τρένα. «Κατέβαινα στον Πειραιά να βλέπω τα τρένα στον σταθμό, αλλά φρόντιζα να μην αργώ, η μάνα μυ ήταν κέρβερος, δεν ήθελε να μην είμαι σπίτι όταν νύχτωνε. Για αυτό μου αρέσει να έρχομαι ακόμη και σήμερα στον Πειραιά», έλεγε όταν κανονίζαμε να πάμε στο αγαπημένο στέκι της Φρεαττύδας…
Ο Αντώνης Καλογιάννης δεν ήταν μόνο φωνή. Ήταν ψυχή. Ήταν η επιτομή της αξιοπρέπειας. Σε κάθε του εμφάνιση, σε κάθε στροφή, υπήρχε ο σεβασμός στον ακροατή, η αγάπη για τον λόγο, η πίστη στην τέχνη. Και όσο κι αν ο θάνατος έριξε την αυλαία, τα τραγούδια του, οι λέξεις του, συνεχίζουν να μιλούν σε εκείνους που δεν αρκούνται στο θόρυβο, αλλά αναζητούν το ουσιαστικό.
Α ρε Αντώνη. Θυμήθηκα πάλι. Κι όταν έγραφα αυτές τις σκέψεις… ψιθύριζα… «Είμαστε δυο, είμαστε τρεις», «Το παλικάρι έχει καημό», «Επιφάνεια Αβέρωφ», «Δεν κλαίω», Σ’ αγαπώ», «Πάει κι ο Στέφανος», «Και που λες Ευτυχία», «Θα σε ξανάβρω στους μπαξέδες», «Κράτα το φιλί», «Αννούλα του χιονιά», «Όμορφή μου Κατερίνα», «Άνοιξε το παράθυρο», «Ο μέτοικος», «Μάζεψε τα παραγάδια», «Μεσόγειος», «Do you like the Greece», «Όρτσα τα πανιά», «Είμαι μικρός και σ’ αγαπώ», «Δεν μου ταδωσες τα χείλη», «Ίσως φταίνε τα φεγγάρια»… Και τόσα ακόμη.
Ναι ρε φίλε, στον δρόμο της τέχνης σου συνεχίζουμε να περπατάμε…
Ξυράφι έμεινε η ώρα πού `φυγες
στον ήλιο φάνηκαν μαύρα σημάδια
κι από την Λάρισα τα τραίνα φεύγανε
κι από το Πέραμα κάποια καράβια
Έφυγες κοριτσάκι μου
κι ένα δάκρυ δεν είδα
ήσουνα η πατρίδα μου
Γιάννενα Μέτσοβο
Αγρίνιο Χαλκίδα
Ξυράφι έγινε ο κόσμος γύρω μου
κι οι αγάπες φόρεσαν τα παλιοφόρια
κι από το Λαύριο καΐκια φεύγανε
κι από την Κέρκυρα κάποια βαπόρια…
(Μάριος Τόκας – Σαράντης Αλιβιζάτος)















