Ο «τσαλακωμένος», το …φάντομ & τα 170 εκ. του Κοσκωτά – Γράφει ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Γνώρισα εκ του σύνεγγυς τον Νίκο Σαργκάνη, την περίοδο της Αθλητικούς Ηχούς. Είχε έρθει δυο-τρεις φορές στο γραφείο μου για τις ανάγκες ενός μεγάλου αφιερώματος στους παίκτες που είχαν κάνει τη διαδρομή «Καραϊσκάκη- Λεωφόρος». Απλός άνθρωπος, συνετός, έξυπνος, χαμηλών τόνων. 

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

«Η θέση του τερματοφύλακα», έλεγε, «δεν είναι ίδια με τις άλλες. Οι άλλοι είναι όλοι μαζί στο παιγνίδι, ο τερματοφύλακας είναι μόνος του. Το λάθος ή την ατυχία ενός συμπαίκτη, μπορεί να τη διορθώσει κάποιος άλλος. Το λάθος του τερματοφύλακα … κανένας. Και το θυμούνται όλοι…».

Ο τερματοφύλακας συνήθως δεν είναι θέση επιλογής.  Από τις μικρές ακόμη ομάδες/παρέες της γειτονιάς σ’ αυτή τη θέση έμπαινε ο πιο άμπαλος, ο πιο άσχετος… Μα αυτό δεν συνέβη με τον Σαργκάνη. Ήταν επιλογή του να γίνει τερματοφύλακας. Και δη μεγάλος τερματοφύλακας που απέκτησε και το προσωνύμιο «φάντομ»!

Πολλές φορές σε συζητήσεις έχουμε αναρωτηθεί όλοι, αν ο Νίκος ήταν ο καλύτερος Έλληνας τερματοφύλακας. Η απάντηση δίνεται αναλόγως της ηλικίας των συνομιλούντων. Παλαιότεροι θα πουν χωρίς δισταγμό ότι καλύτερος ήταν ο Στάθης Μανταλόζης. Μπορεί κι ο Πεντζαρόπουλος. Νεότεροι θα σου πουν χωρίς δισταγμό για τον Τάκη Οικονομόπουλο, που είχε κι εκείνος προσωνύμιο, τον φώναζαν …πουλί. Είναι κι ο Σαργκάνης. Που παρ’ ότι στη μοναχική θέση, εκείνος έπαιζε κανονικά. Έβγαινε έξω με τη μπάλα στα πόδια, μοίραζε δεξιά κι αριστερά παιγνίδι, έβγαινε στην επίθεση σε κτυπήματα φάουλ ή κόρνερ, ενώ εκτελούσε και πέναλτι. Αυτά δεν τα έκανε κανένας άλλος.

06

Έζησε τα ξερά γήπεδα. Αυτά που έπεφτες και μάτωνες. Αυτά που έριχναν αλάτι για να λιώσει ο πάγος και να γίνει το παιγνίδι (Καστοριά), μέχρι το χαλί του ΟΑΚΑ και των ευρωπαϊκών γηπέδων. Έζησε μαζί μ’ εκείνους που του έδειχναν ότι τον θέλουν. Έτσι πήγε πιτσιρικάς στην Καστοριά από τον Ηλυσιακό. Έτσι πήγε στον  Ολυμπιακό, αφού παρά την αρχική του συμφωνία με τον ΠΑΟΚ για να παίξει σ’ αυτόν, ένιωσε ότι στον Πειραιά τον ήθελαν περισσότερο. Χώρια που από μικρός ήταν «γαύρος».

07

Κι όμως, σημαντικό μέρος της τεράστιας καριέρας του, το χρωστούσε σ’ έναν βαμμένο «βάζελο». Κι αυτό το έλεγε πάντα. Η ιστορία έχει ως εξής: Η εθνική μας έπαιζε ( 15 Οκτωβρίου 1980) στο παλιό Parken , στο Βέστερμπρο, στην Κοπεγχάγη. Προκριματικά Κυπέλλου Εθνών Ευρώπης, δηλαδή το σημερινό Euro. Τερματοφύλακας της Εθνικής ήταν ο Λευτέρης Πουπάκης, που προπαραμονή του παιγνιδιού τραυματίζεται. Ουδείς έχει εμπιστοσύνη στον αναπληρωματικό Νίκο Σαργκάνη και καλείται κατεπειγόντως από την Αθήνα, ο Βασίλης Κωνσταντίνου, που φτάνει λίγο πριν ξεκινήσει το παιγνίδι. Ταξίδευε, σχεδόν μια ημέρα και λέει στον προπονητή Αλκέτα Παναγούλια  ότι είναι πολύ κουρασμένος κι ότι είναι προτιμότερο να βάλει να παίξει ο μικρός! Όπου μικρός, Σαργκάνης! Που δεν και τόσο μικρός, αφού είχε συμπληρώσει τα 26 του χρόνια. Ο Παναγούλιας συμφωνεί και πριν ξεκινήσει το παιγνίδι βγαίνουν στο γήπεδο Σαργκάνης και Κωνσταντίνου κι ο δεύτερος του κάνει τέτοιο ζέσταμα, που ο Νίκος … ζεματάει! Κι όταν ξεκινά το παιγνίδι, πιάνει και τα… άουτ. Πετάγεται δεξιά, αριστερά, ψηλά, χαμηλά, τρώει χώμα που λένε. Έβαζε με τέτοιο τρόπο το σώμα του, που νόμιζες ότι από παντού η μπάλα πηγαίνει επάνω του μαγνητισμένη. Κράτησε το μηδέν απέναντι στην αρμάδα του Σίμονσεν και του Έλκιερ και παρά το ότι η εθνική νίκησε 1-0 με γκολ του Κούη, όλοι μιλούσαν για το … φάντομ της Κοπεγχάγης, τον Νίκο Σαργκάνη. Δεν τον έμαθε μόνο η Ελλάδα, μα όλη η Ευρώπη, όλη η υφήλιος. Ο Έλληνας που πετάει υπερηχητικά.  Από εκείνο το βράδυ άρχιζε να κτίζεται ο τεράστιος μύθος του.

08

Αυτός ήταν που τον οδήγησε στο πέρασμα του Ρουβίκωνα. Ένιωσε ότι στο λιμάνι δεν τον ήθελαν πολύ, όπως του άξιζε κι  όπως του επέβαλε ο ψυχισμός του. Αρχικά δεν το ήξεραν ούτε οι δικοί του άνθρωποι. Μόνο ο πρόεδρος του Ολυμπιακού Σταύρος Νταϊφάς κι ο πρόεδρος του Παναθηναϊκού Γιώργος Βαρδινογιάννης, που αποφάσισε να ταράξει τα νερά. «Ξέρω ότι είσαι Ολυμπιακός», του είπε, «αλλά ξέρω ότι είσαι κι υπεύθυνος, αρσενικό και αντέχεις την πίεση». Αυτό ήταν.

 

Μου έλεγε ότι δεν μετάνιωσε ποτέ. Ασχέτως αν ο χρόνος όλα τα αμβλύνει κι όλα τα μαλακώνει. Οι ιστορίες όμως μένουν. Όπως αυτή που προηγήθηκε του τελικού του αιώνα, όπως χαρακτηρίστηκε το παιγνίδι κυπέλου ανάμεσα στον Παναθηναϊκό του Βαρδινογιάννη και τον Ολυμπιακό του απατεώνα Κοσκωτά, στις 8 Μαΐου 1988.  Ένας τελικός που πριν ακόμη ξεκινήσει, είχε λάβει χαρακτήρα μετωπικής σύγκρουσης κι επιβολής στον χώρο του αθλητισμού, της πολιτικής και εν γένει της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν γόητρο, πολιτική επιρροή, δουλειές. Ήταν κι η φημολογία, ο Κοσκωτάς έχει πληρώσει όποιον φοράει πράσινα. Κι εκείνο το βράδυ, «διαμαρτύρονταν» τα τσιμέντα του ΟΑΚΑ από το βάρος 85 χιλιάδων ανθρώπων που είχαν στοιβαχτεί για να δουν το παιγνίδι. Ολυμπιακοί και Παναθηναϊκοί μαζί, χωρίς ζώνες ασφαλείας, ακόμη και στον στίβο του Σταδίου.

09

Στο τέλος του συναρπαστικού αυτού τελικού, όλοι μιλούσαν για τον Σαργκάνη. Ισοπαλία στο κανονικό παιγνίδι, ισοπαλία και στην παράταση. Με δυο γκολ του Ολυμπιακού από πέναλτι που είχαν υποπέσει οι πρώην του Ολυμπιακού, Βαμβακούλας και Σαργκάνης. Απόδειξη ότι …τα «πήραν» από τον Κοσκωτά. Το ΟΑΚΑ «έβραζε». Κι όταν ο διαιτητής Μελέτης Βουτσαράς ζήτησε το χαρτάκι με τους εκτελεστές των πέναλτι από κάθε ομάδα, αυτό έγραφε: Ολυμπιακός, Αλεξίου, Μπανιώτης, Χατζίδης, Αποστολάκης και Φούνες και για τον Παναθηναϊκό, Βλάχος, Σαργκάνης, Δημόπουλος, Γεωργαμλής, Σαραβάκος . Αγωνία, ιδρώτας παντού, τόνοι σβησμένων κι αναμμένων τσιγάρων. 1-0, 1-1, 2-1. Κι έρχεται η σειρά του Νίκου, με πόδια που ζυγίζουν τόνους το καθένα. Σουτάρει υπό τους αλαλαγμούς του πλήθους κι ευστοχεί. 2-2 και τα πόδια του αυτομάτως γίνονται ελαφρύτερα. Ο Βαρδινογιάννης ανάβει με το τσιγάρο του το επόμενο, ο Κοσκωτάς δείχνει συνοφρυωμένος. Ο Σαργκάνης γυρίζει στο τέρμα του, φτύνει στα γάντια του, κοιτάζει στα μάτια τον Χατζίδη που ετοιμάζεται να σουτάρει το τρίτο «κόκκινο» πέναλτι και σαγηνεύει τη μπάλα που πάει επάνω του. Κοιτάζει τον ουρανό, σαν να επικαλείται κάποια θεία δίκη.  Λίγο μετά, στο τελευταίο πέναλτι του μακαρίτη πια Φούνες, απογειώνεται (τι φάντομ ήταν άλλωστε) και αποκρούει. Χαμός, το κύπελο βάφεται πράσινο, ο Σαργκάνης σηκώνει το χέρι και ξεκινά ένα άνευ προηγουμένου πανηγυρισμό. Όλος ο Παναθηναϊκός γίνεται ένα κουβάρι με τον Σαργκάνη στο επίκεντρο. Απίθανη ψυχική ευφορία, περισσότερο για τον Νίκο. Που από …πουλημένος έγινε ο πρώτος διακορευτής του Κοσκωτά, πριν τον φυγαδεύσει άλλος πρόεδρος του Ολυμπιακού (Σαλιαρέλης) και τελικά συλληφθεί και καταλήξει στα κάγκελα. Ο Νίκος, κάπου μέσα στα πανηγύρια βρίσκει στον δρόμο του τον Βαρδινογιάννη. Τον αγκαλιάζει και με πρόσωπο πιο «τσαλακωμένο» από το συνηθισμένο και τις φλέβες τεντωμένες, του φωνάζει: «τους τα έχωσα στον κώλο»!!! Ο «καπετάνιος» που λέγεται ότι κάτι ήξερε, κάτι του ψιθύρισε. Κι όταν είχαν περάσει τα χρόνια, έγινε γνωστό ότι ο απατεώνας Κοσκωτάς του είχε τάξει 170 εκατομμύρια δραχμές για να έχει μειωμένη απόδοση σ’ αυτόν τον σπουδαίο τελικό.

ΝΙ ΣΑΡΓΚ22

Ο … τσαλακωμένος (από τις ρυτίδες στο πρόσωπό του που είχε από νέος) ήταν ο ποιητής της θέσης του τερματοφύλακα. Δουλευταράς, αισθηματίας και ρεαλιστής, φίλος πιστός, με τον δικό του ψυχισμό, καθαρή ματιά και μπέσα.

Πρωταγωνιστής της μπάλας, της εξέδρας, της ζωής. Είτε στα ξερά γήπεδα, είτε στα πράσινα χαλιά, είτε ακόμη ακόμη στα καφέ του Παπάγου ή πιο παλιά στου Ζωγράφου… Στενόχωρο το άγγελμα της φυγής του.

Καλό ταξίδι Νίκο! Ώρα καλή …φάντομ! Καλή αντάμωση … τσαλακωμένε…

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Τρίτης 10 Δεκεμβρίου 2024
Επόμενο άρθροΠαγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία: Η καθημερινότητα αυτών των ανθρώπων και ο ρόλος του Κράτους – Γράφει η Δόμνα Μιχαηλίδου