Περίοπτη θέση στην κοινωνία κατείχαν διαχρονικά τα φαρμακεία στην Ελλάδα. Παρασκεύαζαν φάρμακα διά χειρός φαρμακοποιού, ενώ ακόμα και οι γιατροί εξέταζαν τους ασθενείς τους στα εργαστήρια των φαρμακείων. Την ίδια στιγμή λειτουργούσαν και σαν φιλολογικά καφενεία, όπου συνευρίσκονταν βουλευτές, στρατιωτικοί και λόγιοι της εποχής για συζητήσεις λογοτεχνίας, ποίησης, ιστορίας και πολιτικής. Μάλιστα, πολλές φορές, τα φαρμακεία λειτουργούσαν και σαν πολιτικά σαλόνια, όπου συγκεντρωνόταν η ανώτερη αστική τάξη και συζητούσε τα τρέχοντα ζητήματα, ενώ συχνά σε προεκλογικές περιόδους μετατρέπονταν και σε εκλογικά κέντρα. Σημαντική ήταν, όμως, η παρουσία των φαρμακείων και στους εθνικούς αγώνες, καθώς εκεί γίνονταν συναντήσεις αγωνιστών και περιθάλπονταν τραυματίες πατριώτες.
Τα παραπάνω στοιχεία θα παρουσιάσει, μεταξύ άλλων, η νοσοκομειακή φαρμακοποιός ΜΒΑ, PhD Ευαγγελία Πανταζόγλου, κατά τη διάρκεια της ομιλίας της με θέμα «Η ιστορία του ελληνικού φαρμακείου μετά την ίδρυση του ελληνικού κράτους», το Σάββατο 12 Οκτωβρίου, στις 13:30, στο πλαίσιο του PHARMA point 2024 που διοργανώνει στις 12 και 13 Οκτωβρίου, στο συνεδριακό κέντρο «Ι. Βελλίδης», ο Φαρμακευτικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης.
«Ο φαρμακοποιός διαχρονικά ενέπνεε το σεβασμό. Παρασκεύαζε τα φάρμακα και οι πολίτες ζητούσαν τη γνώμη και τη συμβουλή του, καθώς το επιστημονικό κύρος του ήταν αδιαμφισβήτητο. Γενικά δεν ήταν η οικονομική ευμάρεια που προσέδιδε στον «φαρμακοπώλη» εκείνης της εποχής την κοινωνική αποδοχή, όσο αυτή καθ’ αυτή η τέχνη του και ο σημαντικός ρόλος της προσφοράς και της εξυπηρέτησης του κοινωνικού συνόλου», εξηγεί η κ. Πανταζόγλου και προσθέτει ότι «για την πλειοψηφία των πολιτών το φαρμακείο ήταν το κοντινότερο σημείο παροχής υπηρεσίας υγείας και επαφής με επιστήμονα υγείας. Ακόμα και οι γιατροί εξέταζαν τους ασθενείς στα εργαστήρια των φαρμακείων».
Πολιτικά σαλόνια και φιλολογικά καφενεία
Όπως αναφέρει η κ. Πανταζόγλου, «στα χρόνια του Όθωνα τρία ήταν τα καταστήματα που λειτουργούσαν σαν πολιτικά σαλόνια: τα παντοπωλεία, τα κουρεία και τα φαρμακεία. Ο φαρμακοποιός συνήθως συγκέντρωνε την ανώτερη ομάδα των αστών, οι οποίοι μαζεύονταν εντός και εκτός του φαρμακείου και συζητούσαν για τα τρέχοντα ζητήματα. Ο φαρμακοποιός, ανάλογα με την πολιτική στάση του, συγκέντρωνε τους «ομοφρονούντες» και πολλές φορές στην εκλογική περίοδο τα φαρμακεία λειτουργούσαν σαν εκλογικά κέντρα».
«Οι φαρμακοποιοί είχαν σημαντική παρουσία στους εθνικούς αγώνες. Ο Ανδρέας Κούνουπας, εκτός από φαρμακοποιός, υπήρξε ζωγράφος και αγωνιστής της Αντίστασης. Στο φαρμακείο Ζωγράφου, τον καιρό του Μακεδονικού αγώνα, γίνονταν και συναντήσεις αγωνιστών και τύχαιναν περίθαλψης τραυματίες πατριώτες. Επίσης το φαρμακείο της Γουμένισσας υπήρξε κέντρο του Μακεδονικού αγώνα», επισημαίνει η κ. Πανταζόγλου.
Τα πρώτα φαρμακεία
Σύμφωνα με την ίδια, όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση του ΦΣΘ, «το πρώτο φαρμακείο στην Ελλάδα ιδρύθηκε στο Ναύπλιο το 1828 από τον φαρμακοποιό Βονιφάτιο Βοναφίν. Η συμβολή του στη ζωή της πρωτεύουσας ήταν τόσο σημαντική, που ο κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας του απένειμε το Χρυσό Μετάλλιο του Φοίνικα. Το όνομά του έχει συνδεθεί με τη δολοφονία του Καποδίστρια, αφού στο φαρμακείο του ταριχεύτηκε η σωρός του. Το φαρμακείο λειτούργησε έως το 1972 από την Ε. Γουζουάση».
«Στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ελληνικό φαρμακείο από το 1887 με ιδιοκτήτη τον Χριστόδουλο Πάττωρα. Το 1890 ο Γαβριήλ Πεντζίκης, πτυχιούχος από το πανεπιστήμιο Κωνσταντινούπολης, άνοιξε φαρμακείο και φαρμακαποθήκη στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Αγίας Σοφίας. Το 1946 το φαρμακείο μεταφέρθηκε στο Μέγαρο Βαρβιτσιώτη, στην οδό Εγνατίας 108. Εκεί λειτουργεί απρόσκοπτα μέχρι σήμερα και στην είσοδό του αναφέρονται χρονολογικά οι φαρμακοποιοί που εργάστηκαν και εργάζονται σε αυτό», τονίζει η κ. Πανταζόγλου.
Παράλληλα αναφέρει ότι «το φαρμακείο του Νίκου Γ. Πεντζίκη ήταν φαρμακείο-κέντρο λογίων. Το 1945 αποτέλεσε έδρα του περιοδικού «Κοχλίας», καθώς εκεί γίνονταν οι συναντήσεις και συζητήσεις των εκδοτών και συνεργατών του περιοδικού. Ο «Κοχλίας» κυκλοφόρησε 21 τεύχη έως το 1948, ενώ στο πατάρι του φαρμακείου στεγάστηκαν επίσης τα γραφεία της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ».
Η πολυπραγμοσύνη
«Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζαν τα φαρμακεία αφορούσαν την παρασκευή των φαρμάκων, που γίνονταν όλα δια χειρός φαρμακοποιού, όπως και την εξεύρεση των πρώτων υλών που δεν ήταν εύκολο να βρεθούν, ιδιαίτερα σε περιόδους εξάρσεως επιδημιών, οπότε ο κόσμος συνωστιζόταν έξω από το φαρμακείο», περιγράφει η κ. Πανταζόγλου και συμπληρώνει ότι «τα πλεονεκτήματα σε αυτήν την περίπτωση ήταν η εξατομίκευση της δόσης, καθώς κάθε φάρμακο παρασκευαζόταν για τον συγκεκριμένο ασθενή. Με την ανάπτυξη της βιομηχανίας, τα έτοιμα φάρμακα άρχισαν να αντικαθιστούν τα προϊόντα του εργαστηρίου και ταυτόχρονα άλλαξαν και την όψη των φαρμακείων. Κοντά στα φάρμακα προστέθηκαν τα καλλυντικά της εποχής, τα ορθοπεδικά είδη και οι παιδικές τροφές».
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το φαρμακείο Δαμβέργη στην Αθήνα, που εκτελούσε τις ιατρικές συνταγές φέρνοντας φάρμακα από την Αγγλία και τη Γαλλία, αλλά και ομοιοπαθητικά από την Αμερική. Επίσης διέθετε ποικιλία ορθοπεδικών υλικών, επιδέσμων, κηλεπιδέσμων, ορών, ιαματικών υδάτων και οξυγόνου.
«Αυτό το φαρμακείο περιλάμβανε και εργαστήρια που λειτούργησαν υπό την διεύθυνση ειδικών επιστημόνων. Γίνονταν χημικές αναλύσεις ποτών, μεταλλευμάτων, αλλά και αίματος, σπέρματος, κοπράνων, ακόμα και όγκων με μηχανήματα που είχαν αγοραστεί από την Γερμανία. Επίσης διέθετε καρδιογράφους και σφυγμογράφους για εξετάσεις ασθενών, κλιβάνους για απολυμάνσεις και αποστειρώσεις, ενώ αναλάμβανε και ταριχεύσεις», επισημαίνει η κ. Πανταζόγλου και προσθέτει ότι «σε κάποια φαρμακεία υπήρχε και πρωτοποριακό για την εποχή τμήμα οπτικών και τμήμα φωτογραφικό, όπου πωλούσαν φωτογραφικές πλάκες και εκτύπωναν φωτογραφίες».
Φαρμακεία τότε και τώρα
Όπως περιγράφει η κ. Πανταζόγλου, «τα φαρμακεία διέθεταν ερμάρια στα οποία ξεχώριζε η «βαζαρία». Στο πάνω μέρος τοποθετούνταν τα γυάλινα, πορσελάνινα ή και ξύλινα αγγεία και στο κάτω μέρος υπήρχαν συρτάρια όπου φυλάσσονταν φυτικά φάρμακα, αλλά και δηλητήρια. Τα δηλητήρια ήταν πάντοτε κλειδωμένα και τα κλειδιά τα είχε ο φαρμακοποιός. Επίσης σε χωριστά ντουλάπια φυλάσσονταν τα αιθέρια έλαια, τα πτητικά φάρμακα και όσα αλλοιώνονταν από τον αέρα ή το φως. Το όνομα των φαρμάκων αναγραφόταν στα λατινικά».
«Μέχρι τον πόλεμο του 1940 οι φαρμακοποιοί έπρεπε να παρασκευάσουν τα φάρμακα από πρώτες ύλες που προμηθεύονταν είτε από αντιπροσωπείες των Αθηνών είτε από το εξωτερικό. Αυτό σήμαινε ότι στο φαρμακείο υπήρχαν πολλές ουσίες, κυρίως φυτικής προέλευσης, όπως οι δρόγες. Σε ευρεία χρήση τότε ήταν το κινίνο και μέταλλα όπως βάριο, κάλιο και αρσενικό. Αλοιφές δεν υπήρχαν έτοιμες, τις έφτιαχναν οι φαρμακοποιοί στα εργαστήρια τους. Στα υγρά φάρμακα ετοίμαζαν εκχυλίσματα με τα κατάλληλα βότανα», λέει η κ. Πανταζόγλου.
Παράλληλα αναφέρει ότι «μέχρι και την δεκαετία του 1930 δεν υπήρχαν εμβόλια. Τα φάρμακα ήταν ακριβά και κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου κατάφεραν, χάρη στην διατίμησή τους, να συγκρατηθούν σε τιμές προσιτές, ενώ πολλές φορές οι πολίτες τα πλήρωναν σε είδος, κυρίως με σιτάρι, καλαμπόκι και άλλα».
«Σήμερα, με την πληθώρα έτοιμων συσκευασμένων φαρμάκων, τα περισσότερα φαρμακεία έχουν συρταριέρες, χωρίς τα φάρμακα να είναι ορατά στον πελάτη, ενώ οι συνταγές συνταγογραφούνται ηλεκτρονικά. Στα ράφια των φαρμακείων υπάρχουν παραφαρμακευτικά προϊόντα και καλλυντικά», επισημαίνει η κ. Πανταζόγλου και συμπληρώνει ότι «με νόμο του 2019 η ελληνική κυβέρνηση επέτρεψε στα ιδιωτικά φαρμακεία να διενεργούν τον αντιγριπικό εμβολιασμό και τον αντιτετανικό ορό, έπειτα από σχετική πιστοποίηση. Έτσι οι φαρμακοποιοί διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας προς όφελος του πληθυσμού και προς αποσυμφόρηση των κρατικών μονάδων υγείας».
*Προέλευση φωτ.: ΦΣΘ ΑΠΕ-ΜΠΕ