Με δήλωση του, ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε την απόφαση του να μην διεκδικήσει εκ νέου την προεδρία, τασσόμενος ανοιχτά υπέρ της αντιπροέδρου, Κάμαλα Χάρις.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως η επιλογή της το 2020 (εν μέσω πανδημίας), για την θέση της υποψήφιας αντιπροέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, ήσαν σχετική και με το ό,τι θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις το 2024, να διεκδικήσει αυτή την προεδρία της χώρας.
Πλέον, βρίσκεται ένα βήμα μακριά από το να συμβεί κάτι τέτοιο, έχοντας ως βασικά πλεονεκτήματα της, αφενός μεν την υποστήριξη του νυν προέδρου και, αφετέρου δε, την εμπειρία και την γνώση που εν προκειμένω αποκόμισε την τετραετία κατά την οποία ασκεί καθήκοντα αντιπροέδρου.[1]
Για ποιους λόγους όμως έλαβε ο Τζο Μπάιντεν την απόφαση να αποχωρήσει από την εν εξελίξει προεκλογική εκστρατεία; Ας το δούμε αναλυτικότερα. Ο πρώτος λόγος έχει να κάνει με το γεγονός πως λόγω ηλικίας δεν μπορεί κινηθεί με έντονους ρυθμούς, όπως απαιτεί η προεκλογική εκστρατεία.
Μάλιστα, το πρόβλημα μεγεθύνεται ακόμη περισσότερο, εάν λάβουμε υπόψιν πως μετά την απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, ο Ντόναλντ Τραμπ και στελέχη του κόμματος του, θα πλειοδοτούσαν σε επιθετική ρητορική εναντίον του, καθιστώντας τον διαρκώς ‘υποχρεωμένο’ να απαντά. Κάτι εκ των πραγμάτων δύσκολο για έναν πρόεδρο που είχε υπερβεί την ηλικία των 80. Ο δεύτερος, πρακτικός λόγος έχει να κάνει με την υστεροφημία του. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο;
Εννοούμε πως ο Τζο Μπάιντεν έλαβε την δύσκολη απόφαση να αποχωρήσει λόγω του ό,τι εκτίμησε πως είναι προτιμότερο να τον θυμούνται ως τον πρόεδρο εκείνο που κατά την διάρκεια της θητείας του πέτυχε αξιοσημείωτα επιτεύγματα, και όχι ως τον υποψήφιο πρόεδρο που υπέπιπτε διαρκώς σε λεκτικά λάθη και ξεχνούσε ονόματα.[2] Ο τρίτος παράγοντας που εντοπίζουμε, έχει σχέση με τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν εντός του Δημοκρατικού κόμματος, σχετικά με την υποψηφιότητα του για την προεδρία. Αντιδράσεις που υπήρχαν πριν ακόμη την έναρξη της προεκλογικής περιόδου και πύκνωσαν αμέσως μετά την όντως κακή εμφάνιση του Τζο Μπάιντεν στην ‘τηλεμαχία’ της 27ης Ιουνίου, με αντίπαλο τον Ντόναλντ Τραμπ.
Οι αντιδράσεις (και σημαντικών στελεχών), ήσαν τόσο έντονες, που κατέστη σταδιακά από δύσκολο έως αδύνατο για τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να τις παραβλέψει.
Να συνεχίσει να πράττει ως εάν να μην συμβαίνει τίποτε, στο εγκάρσιο σημείο όπου ο ίδιος συνειδητοποίησε πως εάν επιμείνει στην απόφαση του να διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ, και δεν θα έχει την υποστήριξη στελεχών του κόμματος, και δεν θα μπορέσει να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους των Δημοκρατικών γύρω από την υποψηφιότητα του. Τι αποδεικνύει κάτι τέτοιο;
Πως στην Αμερικανική «πολιτική κουλτούρα»,[3] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Κώστα Λάβδα, ακόμη και ένας εν ενεργεία ισχυρότατος πρόεδρος, δεν είναι εύκολο να κινηθεί ερήμην του κόμματος στο οποίο ανήκει.
Ο τέταρτος παράγοντας, αφορά την επίγνωση πως δεδομένων των συνθηκών που έχουν διαμορφωθεί εντός χώρας, δεδομένης της απογοήτευσης τμήματος ψηφοφόρων που τον στήριξαν στις προεδρικές εκλογές του 2020, θα ήσαν δύσκολο να επικρατήσει έναντι του Ντόναλντ Τραμπ.
Ως εκ τούτου, αποφάσισε να αποχωρήσει, ανοίγοντας τον δρόμο για την Κάμαλα Χάρις η οποία καλείται πλέον να υπερασπιστεί και τα επιτεύγματα της προεδρίας του.[4] Και, ο πέμπτος (και όχι αμελητέος) παράγοντας, συνδέεται με την απόφαση του να αφοσιωθεί αποκλειστικά στα καθήκοντα του ως προέδρου, το χρονικό διάστημα που απομένει έως ότου παραδώσει στον επόμενο πρόεδρο.
Και θα ήσαν δύσκολο να πράξει κάτι τέτοιο εάν επέμενε στην απόφαση του να παραμείνει και υποψήφιος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών.
Πλέον, έχει όλη την ευχέρεια και την χρονική άνεση να συμβάλλει από την θέση του στην επίτευξη συμφωνίας κατάπαυσης του πυρός στη Λωρίδα της Γάζας μεταξύ των Ισραηλινών ‘αμυντικών δυνάμεων’ και της τρομοκρατικής-ισλαμιστικής οργάνωσης της ‘Χαμάς,’ πράγμα που άλλωστε αποτελεί και έναν από τους μεγάλους στόχους του εδώ και αρκετούς μήνες.
Επίσης, θα μπορεί πλέον πιο άνετα να υπενθυμίζει το τι διακυβεύεται στην περίπτωση της Ρωσικής στρατιωτικής εισβολής στην Ουκρανία, υπενθυμίζοντας το γιατί είναι απαραίτητη η με κάθε τρόπο παροχή βοήθειας στην αμυνόμενη Ουκρανία.[5]