Ο πρωθυπουργός και πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, προχώρησε στη διαγραφή του βουλευτή Ηρακλείου του κόμματος Λευτέρη Αυγενάκη, μετά από την βίαιη όσο και απρεπή συμπεριφορά που επέδειξε εναντίον υπαλλήλου στο αεροδρόμιο Αθηνών ‘Ελευθέριος Βενιζέλος’.
Σε αυτό το πλαίσιο, δύναται να αναφέρουμε πως είναι η δεύτερη φορά μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα όπου βουλευτής του Ελληνικού Κοινοβουλίου εμπλέκεται σε περιστατικό βίας. Είχε προηγηθεί η βίαιη λεκτική και σωματική επίθεση βουλευτή του κόμματος των ‘Σπαρτιατών’ εναντίον του βουλευτή της Ελληνικής Λύσης Βασίλη Γραμμένο.[1] Ο Felson ορίζει την βία ως «φυσική επιθετικότητα, δηλαδή, όταν οι άνθρωποι χρησιμοποιούν φυσικές μεθόδους για να βλάπτουν τους άλλους».[2]
Κινούμενοι θεωρητικά, θα διαφοροποιηθούμε από την προσέγγιση εκείνη η οποία κυριαρχεί στη δημόσια σφαίρα μετά την γνωστοποίηση της απρεπούς και απαράδεκτης συμπεριφοράς Αυγενάκη και θέλει τον βουλευτή Ηρακλείου να θέτει σε πρώτο πλάνο το ‘ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε’;
Έτσι λοιπόν, θα πούμε πως ο μέχρι πρότινος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Κρητικός πολιτικός ασκεί βία με στόχο να ‘βλάψει τον άλλο,’ και πιο συγκεκριμένα τον νεαρό υπάλληλο που συνάντησε στο αεροδρόμιο της Αθήνας. Στοχεύοντας να τον ‘βάλει στη θέση του’ και να τον κάνει να ‘αισθανθεί λίγος και ασήμαντος’.
Ως προς αυτό, αντί για το κλασικό ‘ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε’ έχουμε το ‘ποιος είσαι εσύ ρε που τολμάς να τα βάλεις με έναν εκλεγμένο εκπρόσωπο του λαού;’ Με ‘κοτζάμ βουλευτή Ηρακλείου’; Ως εκ τούτου, από την στιγμή όπου ο υπάλληλος δεν ‘γνωρίζει ποια είναι τα όρια του,’ ο βουλευτής (ο κάτοχος εξουσίας) είναι αυτός που σπεύδει να τον ‘επαναφέρει στην τάξη’: ‘Πάρε αυτή για να μην το ξανακάνεις άλλη φορά.’ Στρεφόμενοι στην ανάλυση της φιλοσόφου Χάνα Άρεντ, θα ισχυρισθούμε πως στην περίπτωση Αυγενάκη, η βία είναι αυτή που «δίνει» την ‘απαραίτητη δύναμη’.[3]
Ασκώντας βία, ο βουλευτής αισθάνεται δυνατός και δη πολύ δυνατός, αποκτώντας την δυνατότητα να πει ‘κάνε ό,τι θέλεις, κανείς δεν μπορεί να κάνει τίποτε από την στιγμή όπου με προστατεύει η ιδιότητα που φέρω’.
Με αυτόν τον τρόπο, ο βουλευτής ‘απελευθερώνεται’ και μπορεί δυνητικά να ασκήσει πιο έντονη βία, κάτι που στην περίπτωση του βουλευτή Ηρακλείου δεν συνέβη. Η απόφαση διαγραφής του Λευτέρη Αυγενάκη από την Κοινοβουλευτική Ομάδα της Νέας Δημοκρατίας που έλαβε ο πρωθυπουργός, δεν επαναφέρει απλά τον Λευτέρη Αυγενάκη στην ‘τάξη’.
Εμβαθύνοντας περισσότερο στην ανάλυση μας, θα τονίσουμε πως η διαγραφή του συνιστά, πρώτον, πράξη έμπρακτης πολιτικής και κυρίως, ηθικής αποδοκιμασίας της βίαιης συμπεριφοράς Αυγενάκη.[4] Δεύτερον, αποδεικνύει πως καμία πράξη βίας δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνεται ανεκτή.
Τρίτον, περιορίζει αισθητά τα όρια παρέμβαση του βουλευτή Ηρακλείου, στο εγκάρσιο σημείο όπου αυτός πλέον θα αρκεστεί να θέτει σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον νομό Ηρακλείου και με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι του.
Κάτι που συν τοις άλλοις σημαίνει πως δεν θα μπορεί να μιλά για την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα, υπερασπιζόμενος την κυβέρνηση και τις επιλογές της. Διαφορετικά ειπωμένο, ο Λευτέρης Αυγενάκης απομονώνεται πολιτικά και κοινοβουλευτικά.
Τέταρτον, μέσω της διαγραφής του τον αφήνει έκθετο, επιτρέποντας σε πολιτικούς άλλων κομμάτων να του επιτίθενται για αυτό που έκανε. Για την βία[5] που άσκησε.
Πέραν αυτού, η συγκεκριμένη ενέργεια ή αλλιώς, πράξη, δεν συμβάλλει μόνο στην ενίσχυση των υπαρκτών τάσεων δυσπιστίας προς τους πολιτικούς και προς την πολιτική, αλλά, ωθεί και ουκ ολίγους πολίτες να θεωρήσουν (απλοϊκά και εσφαλμένα) πως η ‘πολιτική δεν είναι παρά ενασχόληση που απευθύνεται σε χυδαίους και κακομαθημένους ανθρώπους’.
Για τον Λευτέρη Αυγενάκη, δεν τίθεται ή αλλιώς, δεν υπάρχει κανένα όριο. Ως βουλευτής που έχει την λαϊκή νομιμοποίηση μπορεί να ‘κάνει αυτό που θέλει’. Ακόμη και να εκφοβίζει, να τραμπουκίζει άφοβα και να επιτίθεται σε υπάλληλο εντός αεροδρομίου. Τι απέγινε εδώ η ηθική;, θα μπορούσε να αναρωτηθεί ο Γάλλος φιλόσοφος Εμμανουέλ Λεβινάς. Στο περιστατικό αυτό, δεν υπάρχει ηθική: Μόνο η πρόθεση τρομοκράτησης του άλλου.
Ο Λευτέρης Αυγενάκης θα χαιρόταν εάν μάθαινε πως ο συγκεκριμένος υπάλληλος απολύθηκε. Θα ήσαν εκ των προτέρων εσφαλμένο να ερμηνεύσουμε την συμπεριφορά Αυγενάκη με βάση τα προνόμια που απολαμβάνουν οι Έλληνες βουλευτές προκειμένου να ασκούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα καθήκοντα τους.
Εάν όντως ίσχυε κάτι τέτοιο, τότε γιατί στο παρελθόν οι Έλληνες βουλευτές (που βρίσκονταν στην ίδια θέση με τον Λευτέρη Αυγενάκη) ανεξαρτήτως του κόμματος στο οποίο ανήκουν, δεν επιδείκνυαν βίαιη συμπεριφορά;