Η ταχύτητα δράσης, η αποτελεσματικότητα ταυτόχρονα με την ασφάλεια, αλλά και η δραστική μείωση των επεισοδίων αποτελούν για τους ασθενείς με ημικρανία στην Ελλάδα τις κύριες προτεραιότητές τους, όταν λαμβάνουν θεραπεία για την πρόληψη και αντιμετώπιση των ημικρανικών κρίσεων. Αυτό διαπιστώνει έρευνα που έγινε σε ασθενείς ιατρείων κεφαλαλγίας και νευρολογικών ιατρείων σε Ελλάδα και Κύπρο.
Στην έρευνα καταγράφηκαν οι πεποιθήσεις και απόψεις 617 ασθενών με ημικρανία σχετικά με τα χαρακτηριστικά των θεραπειών πρόληψης, αλλά και των αναλγητικών θεραπειών για την αντιμετώπιση των κρίσεων. Οι ασθενείς προσήλθαν για εξέταση σε γιατρούς 15 ιατρείων κεφαλαλγίας και γενικών νευρολογικών ιατρείων, από τα οποία τα 14 είναι στην Ελλάδα (Αθήνα, Πειραιάς, Θεσσαλονίκη, Λάρισα, Πάτρα, Αγρίνιο, Κέρκυρα, Ηράκλειο και Καλαμάτα) και ένα στην Κύπρο. Το ερωτηματολόγιο δομήθηκε σε συνεργασία με τον Σύλλογο Ασθενών με Ημικρανία και Κεφαλαλγία Ελλάδας.
«Στόχος της έρευνας ήταν αναδείξουμε τι είναι σημαντικό για τους ασθενείς όσον αφορά σε μια θεραπεία, ώστε αυτό ο γιατρός να το λαμβάνει υπόψη όταν προτείνει θεραπεία στον ασθενή και τελικά να καταλήξουν στην από κοινού απόφαση για την καταλληλότερη θεραπεία», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, νευρολόγος, Δρ Μιχαήλ Βικελής.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Expert Review of Neurotherapeutics», αποτελεί, όπως υπογραμμίζει ο κ. Βικελής, την μεγαλύτερη ως τώρα πάνω στο συγκεκριμένο αντικείμενο, όσον αφορά στον αριθμό των συμμετεχόντων, σε παγκόσμιο επίπεδο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματά της, οι ασθενείς κρίνουν ως πιο σημαντική παράμετρο στην αναλγητική θεραπεία για τις κρίσεις ημικρανίας την αποτελεσματικότητα (39,2%) έναντι της συνεπούς αποτελεσματικότητας (24,1%), της ασφάλειας (16,1%), του χρόνου έναρξης δράσης (10,5%) και της παρατεταμένης αποτελεσματικότητας για τουλάχιστον 24 ώρες (9,5%). Στην προληπτική θεραπεία της ημικρανίας, η οποία πολλές φορές λαμβάνεται και μακροχρόνια, προέκριναν την αποτελεσματικότητα με μεγάλη διαφορά (71,5%) έναντι της ασφάλειας (23,9%).
Ωστόσο, όταν ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν τη σημασία πολλαπλών κριτηρίων, έθεσαν ψηλά στην προτεραιότητά τους για την θεραπεία της κρίσης με μικρές διαφοροποιήσεις και την αποτελεσματικότητα (95,4%) και τη συνεπή αποτελεσματικότητα (93,4%) και την ασφάλεια (89,1%), αλλά και τον χρόνο έναρξης δράσης (94,8%) και τη διατήρηση της δράσης για τουλάχιστον 24 ώρες (90,2%). Στην προληπτική θεραπεία επίσης, η αποτελεσματικότητα είχε παρόμοια υψηλό ποσοστό με την ασφάλεια.
Οι θεραπείες της ημικρανίας είναι όλο και πιο πρωτοποριακές τα τελευταία χρόνια και για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητάς τους στις κλινικές δοκιμές, οι κατευθυντήριες οδηγίες χρησιμοποιούν ως πρωτεύον και σημαντικότερο κριτήριο την απελευθέρωση από τον πόνο και τα συνοδά συμπτώματα της κρίσης στις δύο ώρες από τη λήψη της δόσης. Ωστόσο, στην έρευνα το 84% των ασθενών έκρινε ως σημαντικό κριτήριο αποτελεσματικότητας την πλήρη ύφεση του πόνου σε μία ώρα μετά τη δόση και το 68,6% πλήρη ύφεση των υπόλοιπων συμπτωμάτων κατά τον ίδιο χρόνο, ενώ η αποτελεσματικότητα στο δίωρο δεν φάνηκε να αξιολογείται ως σημαντική.
Όσον αφορά στην πρόληψη της ημικρανίας, οι συμμετέχοντες κρίνουν ότι αποτελεσματική θεραπεία είναι αυτή που επιτυγχάνει την μείωση κατά 75% της συχνότητας, της έντασης του πόνου και των συνοδών συμπτωμάτων, την ώρα που στις κλινικές δοκιμές θεωρείται επιτυχής η μείωση της συχνότητας ημικρανίας κατά 30- 50%. «Φαίνεται πως τα κριτήρια αξιολόγησης των θεραπειών στις κλινικές μελέτες δεν καλύπτουν τις απαιτήσεις των ασθενών και, αν κάτι πρέπει να αλλάξει, αυτό είναι ασφαλώς το πώς σχεδιάζουμε τις κλινικές μελέτες μελλοντικά», τονίζει ο κ. Βικελής.
Από την έρευνα αναδεικνύεται, επιπλέον, ότι η λήψη αναλγητικού φαρμάκου σε δισκία προτιμάται από το 83,2%, έναντι άλλων μορφών, όπως η ένεση, το αναβράζον δισκίο, το υπόθετο ή το ρινικό σπρέι.
Τέλος, η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (82%) ανέφερε ότι ο θεράπων ιατρός θα πρέπει να καθοδηγεί τη λήψη αποφάσεων για την προληπτική θεραπεία και οι μισοί από αυτούς δήλωσαν ότι θα αποδέχονταν τη φαρμακευτική αγωγή ακόμα και αν διαφωνούσαν με αυτή την επιλογή θεραπείας.
Πάντως, ο κ. Βικελής εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι σε κάποιες θεραπείες ημικρανίας σημειώνονται χαμηλά ποσοστά συμμόρφωσης και υψηλά ποσοστά διακοπής «και αυτό έχει να κάνει με το ότι τελικά χορηγούμε θεραπείες για τις οποίες οι ασθενείς δεν είναι πεπεισμένοι ότι είναι οι καταλληλότερες γι’ αυτούς».
«Το μοντέλο λήψης ιατρικών αποφάσεων εδώ και πάρα πολλά χρόνια αλλάζει. Από το πολύ παλιό, το πατερναλιστικό μοντέλο, όπου ένας γιατρός αποφάσιζε χωρίς να συζητάει τίποτα, έχουμε πλέον φτάσει στην εποχή που ο ασθενής είναι ενημερωμένος, έχει κάνει τη μελέτη του, ξέρει πράγματα για τη θεραπεία και τις πιθανές επιλογές. Το να ακούσουμε τη φωνή των ασθενών και να δουλέψουμε πάνω σε αυτό που προτείνουν, να επιλέξουμε καλύτερες θεραπείες με βάση το τι θέλουν, θα οδηγήσει σε πιο πετυχημένες θεραπείες και το όφελος τελικά είναι όλων των ασθενών», συμπληρώνει.
ΑΠΕ-ΜΠΕ