Μετά το αποτέλεσμα των πρόσφατων ευρωεκλογών και την απώλεια του διακηρυγμένου στόχου της κατάκτησης της δεύτερης θέσης πίσω από την Νέα Δημοκρατία, έχουν προκύψει κάποιοι «κλυδωνισμοί» στο εσωτερικό του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος-Κίνημα Αλλαγής, για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Γιάννη Λούλη.[1]
Κάποιοι βουλευτές όπως ο βουλευτής Αρκαδίας Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, έθεσαν ανοιχτά θέμα πραγματοποίησης εσωκομματικών εκλογών, ενώ άλλοι (νεοεκλεγέντες βουλευτές όπως η Μιλένα Αποστολάκη), ζήτησαν πλήρη αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος από τα αρμόδια κομματικά όργανα.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσαμε να αναφέρουμε πως μία τέτοια εξέλιξη που δεν παρατηρείται σε κόμματα που είδαν την εκλογική τους επιρροή να μειώνεται αισθητά όπως είναι ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασσελάκη, οφείλεται και στο γεγονός πως τα τελευταία χρόνια, πριν ακόμη την εκλογή του Νίκου Ανδρουλάκη στην αρχηγία του κόμματος, έχει προκύψει η άμβλυνση του αρχηγοκεντρικού χαρακτήρα του Κεντροαριστερού ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής.
Όχι η πλήρης άρση του, κάτι που είναι εκ των πραγμάτων δύσκολο να συμβεί, όσο η άμβλυνση του, λόγω και της καθοριστικής επίδρασης που ασκούν πλέον μέλη και φίλοι στην εκλογή προέδρου.
Η ανοιχτή διαδικασία εκλογής προέδρου έχει συμβάλλει στη μείωση του περιθωρίου κινήσεων που διαθέτει ο εκάστοτε αρχηγός, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου ο ίδιος καθίσταται διαρκώς έκθετος έως ευάλωτος τόσο στην άσκηση κριτικής (πρακτική από την οποία δεν ξεφεύγει ούτε ο Νίκος Ανδρουλάκης), όσο και σε κινήσεις αμφισβήτησης.[2]
Άρα, όσο πιο μειωμένο το περιθώριο παρεμβάσεων και κινήσεων από πλευράς αρχηγού, τόσο πιο ευέλικτα μπορούν να κινηθούν καλά εδραιωμένοι βουλευτές όπως ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, ο οποίος αξιοποιεί και το καταστατικό του κόμματος που προβλέπει την διενέργεια εσωκομματικών εκλογών ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σαφώς, δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για την ύπαρξη ενός οιονεί συγκρουσιακού κλίματος εντός του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής.
Και η διατύπωση ενός Αριστερού-Νεο-Σοσιαλιστικού λόγου δεν αρκούσε για να καλύψει το έλλειμμα ηγεσίας το οποίο διαρθρώνονταν σε τρία επίπεδα. Και ποια είναι αυτά τα επίπεδα; Ας το δούμε αναλυτικότερα. Πρώτον, ο Νίκος Ανδρουλάκης ήσαν και παραμένει λιγότερο επικοινωνιακός από τον Στέφανο Κασσελάκη.
Δεύτερον, παραμένει λιγότερο προσιτός από τον Γενικό Γραμματέα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, Δημήτρη Κουτσούμπα. Και, τρίτον, παραμένει λιγότερο εκφραστικός από τον πρόεδρο της Ελληνικής Λύσης, δημαγωγό Κυριάκο Βελόπουλος, που πρώτος απ’ όλους, διείδε την ευκαιρία να διεμβολίσει την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ στα μεγάλα αστικά κέντρα της περιφέρειας.[3]
Εμβαθύνοντας περαιτέρω, θα πούμε πως ουσιαστικά ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος, θέτοντας θέμα εκλογών, αναγνωρίζει πρώτος το ηγετικό έλλειμμα Ανδρουλάκη, αμφισβητώντας το κατά πόσον μπορεί να συνεχίσει να ηγείται την επόμενη και καθ’ όλα κρίσιμη πολιτική περίοδο. Πιο πάνω, έγινε λόγος σε θεωρητικό επίπεδο, για την άμβλυνση του αρχηγοκεντρικού χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, διαδικασία που ξεκίνησε επί προεδρίας Φώφης Γεννηματά.
Παρά την σημαντική αυτή εξέλιξη όμως, ο εκάστοτε αρχηγός έχει στη διάθεση του τα απαραίτητα ‘εργαλεία’ και το δίκτυο υποστήριξης ώστε να απορροφήσει τους όποιους κραδασμούς θα μπορούσαν να δημιουργηθούν από την μη-αναμενόμενη (δεν θα πούμε από την ‘κακή’), εκλογική επίδοση του κόμματος.
Και εκτιμούμε πως ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν θα διστάσει να κάνει χρήση αυτών των ‘εργαλείων’, με το κόμμα πλέον να εισέρχεται σε ένα κρίσιμο ‘σταυροδρόμι,’ καθότι, όχι μόνο δεν απέκτησε την «δεσπόζουσα θέση»[4] επί των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης, κατά τον Θανάση Διαμαντόπουλο, αλλά, πλέον, αποκτά και ανταγωνιστές (ΚΚΕ, Ελληνική Λύση), που απειλούν να το καταστήσουν ‘μη-χρήσιμο’ πολιτικό κόμμα. Και εδώ ακριβώς έγκειται η σημασία της στρατηγικής που θα ακολουθήσει το κόμμα το επόμενο διάστημα.
Θα κινηθεί με όρους πόλωσης επί των υπολοίπων κομμάτων της αντιπολίτευσης; Θα επιδιώξει να στραφεί προς το Φιλελεύθερο Κέντρο, διατυπώνοντας έναν νέο προγραμματικό λόγο με στόχο να αμφισβητήσει την κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας σε αυτό τον χώρο;
Ή θα επιμείνει στη συγκρότηση ενός ‘Αριστερού-Κεντροαριστερού πόλου’; Και αν αυτή η επιλογή φάνταζε πιο πιθανή προεκλογικά, τώρα, δεδομένου και του αποτελέσματος, τα πράγματα έχουν αλλάξει.
[1] Βλέπε σχετικά, Λούλης, Γιάννης., ‘Πολιτική Κυριαρχία. Πως κερδίζεται. Πως χάνεται,’ Εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα, 2007. Θεωρητικώ τω τρόπω, δεν θα διστάσουμε να επισημάνουμε πως θα είναι εκ των προτέρων εσφαλμένη μία προσέγγιση μεταξύ του ΠΑΣΟΚ και του κόμματος της Νέας Αριστεράς το οποίο εν προκειμένω δεν κατάφερε να εκλέξει ευρωβουλευτή. Και αυτό, για τους ακόλουθους λόγους: Πρώτον, διότι όπως απέδειξε και το πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα η Αριστερή στροφή που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ σε επίπεδο ρητορικής το προηγούμενο χρονικό διάστημα, δεν απέδωσε ιδιαίτερους ‘καρπούς’. Μία ενδεχόμενη κοινοβουλευτική σύμπραξη με την ακτιβιστική Νέα Αριστερά, και σε κοινοβουλευτικό επίπεδο, δεν θα συνιστά παραδοχή λάθους, αλλά, αντιθέτως, ‘συνέχεια’ της ίδιας λανθασμένης πολιτικής, εξέλιξη η οποία μπορεί να καλλιεργήσει το έδαφος για την μείωση της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής. Δεύτερον, διότι η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ μπορεί να εξακολουθεί να λειτουργεί αυτοτελώς και να παραγάγει πολιτική, δίχως να χρειάζεται την σύμπραξη με τα μέλη μίας κοινοβουλευτικής ομάδας (πόσο λογικό είναι το τρίτο σε δύναμη πολιτικό κόμμα να συμπράξει με ένα κόμμα που δεν έπιασε το εκλογικό όριο του 3%; ), τα οποία πασχίζουν διαρκώς να ‘αποδείξουν’ πως η απόφαση αποχώρησης τους από τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς ήσαν ‘σωστή.’ Τρίτον, διότι θα προσέφερε την ευκαιρία στη Νέα Αριστερά να παραμείνει στο πολιτικό προσκήνιο και σε σημαντικά στελέχη της, την δυνατότητα να μεταπηδήσουν στο ΠΑΣΟΚ, εάν προέκυπτε το οποιοδήποτε ζήτημα. Το ΠΑΣΟΚ όμως δεν είχε και δεν έχει να ωφεληθεί σε κάτι από μία τέτοια συνεργασία. Απεναντίας, μία σύμπραξη με την Νέα Αριστερά, δεν θα φανέρωνε παρά ‘πανικό’ και πλήρη απεμπόληση του κυβερνητικού παρελθόντος του κόμματος χάριν της εύκολης καταγγελίας και του λαϊκισμού.
[2] Μία πολύ ενδιαφέρουσα, από θεωρητική-επιστημονική σκοπιά, υπόθεση εργασίας, είναι η ακόλουθη: Όσο περισσότερο πλησιάζαμε προς την ημερομηνία διεξαγωγής των ευρωπαϊκών εκλογών, τόσο περισσότερο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής επένδυσε σε έναν ρηχό και απλοϊκό «αντιπλουτοκρατικό λαϊκισμό», σύμφωνα με την πολύ εύστοχη διατύπωση του Ευθύμη Παπαβλασόπουλου, επαναφέροντας στο πολιτικό του λεξιλόγιο ‘ξεχασμένους’ όρους όπως ‘μονοπώλια,’ ‘καρτέλ,’ ‘μπανανία,’ ‘ολιγοπώλια’. Ειδική πτυχή του εν ευρεία εννοία Πασοκικού λαϊκισμού υπήρξε και ο «αγροτικός λαϊκισμός», κατά την ανάλυση του Καρτάκη, που συνίσταται στο ‘λέω στους αγρότες αποκλειστικά αυτά που θέλουν να ακούσουν αποφεύγοντας την οποιαδήποτε αναφορά στις δικές τους ευθύνες και υποχρεώσεις’. Βλέπε σχετικά, Καρτάκης, Κ., ‘Ο Καραμανλής της Μεταπολίτευσης. Οι μεγάλες παρεμβάσεις,’ χ.χ. Εκδόσεις Ροές, Αθήνα. Και, Παπαβλασόπουλος, Ευθύμιος., ‘Η ανασυγκρότηση του ελληνικού συντηρητισμού: η οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας 1974-1993,’ Διδακτορική Διατριβή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, 2004, Διαθέσιμη στο: Η ανασυγκρότηση του ελληνικού συντηρητισμού: η οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας 1974-1993 (didaktorika.gr)
[3] Το ενδιαφέρον έγκειται στο γεγονός πως η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου κατάφερε να πετύχει μία πολύ καλή εκλογική επίδοση, αφενός μεν χωρίς να λειτουργήσει ως «εκλογικός μηχανισμός», για να δανεισθούμε την ορολογία του Γεώργιου Πάσχου, και, αφετέρου δε, χωρίς να μπορεί να προχωρήσει στη στρατολόγηση νέων μελών μετά το επιτυχημένο για την ίδια εκλογικό αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιουνίου του 2023. Βλέπε σχετικά, Πάσχος, Γεώργιος., ‘Πολιτικά ζητήματα στη σύγχρονη Ελλάδα,’ Θεσσαλονίκη, 1981. Ο πρόεδρος της Ελληνικής Λύσης πέτυχε να προβάλλει εαυτόν, και όχι μόνο σε περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, ως τον μόνο ‘πραγματικό αντίπαλο’ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
[4] Βλέπε σχετικά, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το Κομματικό Φαινόμενο: Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1993. Λαμβάνοντας υπόψιν τα κριτήρια του Janda περί αλλαγής ηγεσίας, θα υπογραμμίσουμε πως ο Οδυσσέας Κωνσταντινόπουλος ζητεί ‘αλλαγή’ ηγεσίας στο κόμμα του, εξαιτίας της κατά τον ίδιο «ήττας» που υπέστη. Οπότε, διαβλέποντας πως ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν σκοπεύει να παραιτηθεί, σπεύδει να πιέσει τα πράγματα προς την κατεύθυνση της αλλαγής. Βλέπε και, Janda, K., ‘A conceptual framework for the comparative analysis of political parties,’ Sage Professional Papers in Comparative Polities, Beverly Hills, California, Sage Publications, 1970.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει