Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης στις 29 Μαΐου 1453, ημέρα Τρίτη, έχει χαραχθεί βαθύτατα και ανεξίτηλα στο συλλογικό υποσυνείδητο του Ελληνισμού και τον στοιχειώνει μέχρι σήμερα, παρά την παρέλευση 571 ετών από την αποφράδα εκείνη ημέρα. Η πτώση της βασιλεύουσας αποτέλεσε ένα από τα ορόσημα της Παγκόσμιας Ιστορίας, τα οποία σηματοδότησαν τη μετάβαση από την μεσαιωνική εποχή στην αναγέννηση και στους νεώτερους χρόνους. Ταυτόχρονα σήμανε την λήξη της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ουσιαστικά την αυγή της αντίστοιχης Οθωμανικής.
Οι αιτίες που οδήγησαν στην άλωση ήταν ποικίλες και συνυφασμένες με την παρακμή και τον εκφυλισμό του Βυζαντίου. Κατά πολλούς ιστορικούς ως έναρξη της παρακμής αποτέλεσε η Μάχη του Μαντζικέρτ το 1071 μχ, και συνεχίστηκε αμείωτα στον ιστορικό χρόνο με την Μάχη του Μυριοκέφαλου το 1176 μχ, την πρώτη άλωση της πόλης από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204 και τις συνεχείς επιθέσεις που δεχόταν από τους Σέρβους, Βούλγαρους, Λατίνους και κυρίως από τους Οθωμανούς Τούρκους.
Η εξασθένηση του Βυζαντίου επιταχύνθηκε τους δύο τελευταίους αιώνες από τις πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, την αδυναμία βοήθειας από την Δύση, την άσχημη οικονομική κατάσταση, την φυγή του ανθρώπινου δυναμικού και την μείωση της στρατιωτικής και ναυτικής ισχύος του. Επιπρόσθετα η καταστροφή της μεσαίας τάξης και των μικροϊδιοκτητών, η υψηλή φορολογία προς τις λαϊκές μάζες, η ουσιαστική φοροαπαλλαγή των ισχυρών και των μοναστηριών, καθώς και η κρατική γραφειοκρατία είχαν παραλύσει το Βυζάντιο. Είναι αξιοσημείωτο ότι παρόμοια προβλήματα παρουσιάζει τις τελευταίες δεκαετίες το νεοελληνικό κράτος και αυτό πρέπει να μας προβληματίσει. Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης το 1261 από την ελληνική Αυτοκρατορία της Νίκαιας και οι προσπάθειες της δυναστείας των Κομνηνών δεν μπόρεσαν να αναστείλουν την καθοδική πορεία του Βυζαντίου.
Στις αρχές του 1453, η άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία ήταν φάντασμα του εαυτού της. Οι μόνες ελεύθερες περιοχές που είχαν μείνει, εκτός από την ίδια την πόλη, ήταν τα περίχωρά της και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου. Η ίδια η “θεοφύλακτη Πόλης” βρισκόταν σε δεινή κατάσταση. Ο πληθυσμός της δεν αριθμούσε περισσότερους από 50 χιλιάδες κατοίκους, ενώ τον 12ο αιώνα αριθμούσε περί τις 400 χιλιάδες. Μέσα στην Πόλη βασιλεύει ο μαρασμός, ο εκφυλισμός, η ατέλειωτη δεισιδαιμονία, η φτώχεια και ο φανατισμός. Η παράταξη των ανθενωτικών με επικεφαλής τον Λουκά Νοταρά ανθίσταται σθεναρά σε οποιαδήποτε συμφωνία με την «Αντίχριστη Δύση» και οι ιερείς με πύρινα κηρύγματα υποστήριζαν ότι “είναι θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει” και “προτιμότερο το τουρκικό σαρίκι από την τριάρα την παπική”. Οι όποιες προσπάθειες του ηρωικού τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου να ζητήσει βοήθεια από τη Δύση αποτυγχάνουν λόγω της αρνήσεως του Πάπα Νικολάου Ε΄, που πιεστικά επιζητούσε την ένωση των εκκλησιών.
Όταν τα οθωμανικά στρατεύματα εμφανίζονται στα τείχη της πόλης στις 6 Απριλίου, οι πολιορκημένοι αριθμούν 4.937 βυζαντινούς, οι περισσότεροι απόλεμοι, και περίπου 2.000 ξένους. Ο συνολικός αριθμός των αμυνομένων μαζί με τους βοηθητικούς ποτέ δεν υπερέβη τις 8.500 άνδρες. Αυτοί θα υπερασπιστούν για 55 ημέρες τα μήκους 20 και πλέον χιλιομέτρων τείχη της βασιλεύουσας. Είναι χαρακτηριστικό ότι περισσότεροι Έλληνες πολεμούσαν με τα οθωμανικά στρατεύματα από όσους προάσπιζαν την πόλη. Τα πιο αξιόμαχα τμήματα των υπερασπιστών ήταν οι 700 κατάφρακτοι στρατιώτες υπό τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη, έμπειρου και ικανότατου στρατιωτικού, που ανέλαβε με διαταγή του τελευταίου αυτοκράτορα και την άμυνα της πόλης.
Απέναντι τους παρατάχθηκε ίσως η ισχυρότερη και πλέον σύγχρονη μέχρι τότε στρατιωτική μηχανή του κόσμου. Ο 21 ετών ικανότατος, αδίστακτος και με κατώτερα πάθη σουλτάνος Μεχμέτ Β΄, συγκέντρωσε μια άριστα εκπαιδευμένη, εξοπλισμένη και με υψηλότατο ηθικό δύναμη που αριθμούσε 160 με 180 χιλιάδες άνδρες. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονταν το επίλεκτο σώμα των 11 χιλιάδων γενιτσάρων, 35 με 45 χιλιάδες τακτικοί στρατιώτες, σπαχήδες από τις ευρωπαϊκές και ασιατικές επαρχίες (βιλαέτια), ελαφρά σώματα από τοξότες και ακοντιστές, βαζιβουζούκοι, τσαούσηδες, πυροβολητές, μηχανικοί, ατέλειωτα πλήθη Τούρκων ατάκτων, μεγάλος αριθμός επικουρικών σωμάτων και δερβίσηδες. Επίσης χριστιανοί υποτελείς, όπως Σέρβοι, Βούλγαροι, Αλβανοί, ακόμα και Ούγγροι. Όλοι τους είχαν απόλυτη πειθαρχία και υποταγή στον σουλτάνο, ενώ οι πλέον φιλοπόλεμοι ήταν οι εξισλαμισθέντες, ιδίως οι έχοντες υψηλά αξιώματα, όπως ο Ζαγανός πασάς.
Η πολιορκία υπήρξε σκληρότατη και ανηλεής και διεξήχθη σε στεριά και θάλασσα. Το κύριο σημείο της σύγκρουσης ήταν η κοιλάδα του Λύκου, στην Πύλη του Αγίου Ρωμανού όπου πολεμούσε ο ίδιος ο Αυτοκράτορας. Αυτό ήταν το τμήμα των τειχών από το οποίο εισήλθε και ο οθωμανικός στρατός την αποφράδα ημέρα της αλώσεως. Οι συνεχείς κανονιοβολισμοί, οι αδιάκοπες επιθέσεις, η υπονόμευση των τειχών από τις υπόγειες σήραγγες, η έλλειψη εφοδίων και τροφίμων στους πολιορκημένους, οι προδοσίες και η μη ύπαρξη συμπαγούς μετώπου μέσα στην Πόλη έκριναν το τελικό τραγικό αποτέλεσμα. Ίσως μέχρι και σήμερα οι «ανθενωτικοί», η παράταξη των «φιλότουρκων» όπως καταχρηστικώς ονομαζόταν, να μην κατάλαβαν την τεράστια ζημιά που προκάλεσαν στον Ελληνισμό. Εκείνες τις κρίσιμες ώρες για την επιβίωση του μικρού «ελληνικού μεσαιωνικού βασιλείου» προτίμησαν την νίκη του Ισλάμ και όχι την βοήθεια της Δύσης.
Η άλωση της πόλης μπορεί να ήταν αναπόφευκτη λόγω της τρομερής διαφοράς ισχύος των αντιμαχομένων, αλλά καθορίστηκε και από δευτερογενείς παράγοντες που ήταν σημαντικοί για την έκβαση της άνισης μάχης, όπως το ισχυρότατο πυροβολικό των Οθωμανών με την τεχνολογική υποστήριξη του Ουρβανού, την συντριπτική ναυτική υπεροχή του σουλτανικού ναυτικού, καθώς και η δίολκος με την οποία μεταφέρθηκαν περίπου 70 οθωμανικά πλοία στο Κεράτιο Κόλπο. Ο τραυματισμός του Ιουστινιάνη την κρίσιμη στιγμή της πολιορκίας και η αποχώρηση των Λατίνων υπήρξε το καθοριστικό πλήγμα για την κατάρρευση της άμυνας. Χωρίς να υποτιμήσουμε την σημασία των πληροφοριών που διέθετε το αντίπαλο στρατόπεδο, κυρίως από τους Γενουάτες του Γαλατά.
Η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε «χωρίς τον στοιχειώδη οίκτο», όπως αναφέρει ο ιστορικός Κριτόβουλος και ερημώθηκε ολοσχερώς. Ο άμαχος πληθυσμός βασανίστηκε και θανατώθηκε χωρίς διάκριση. Ο ίδιος ο ανθενωτικός άρχοντας Νοταράς αποκεφαλίστηκε, αφού πρώτα είδε τον αποκεφαλισμό των δύο γιών του. Αναρίθμητοι πολιτιστικοί θησαυροί καταστράφηκαν. Η πτώση της πρωτεύουσας του ελληνικού μεσαιωνικού βασιλείου δημιούργησε μέσα στην λαϊκή ψυχή μύθους και θρύλους που παραμένουν ζωντανοί μέχρι σήμερα, όπως του “μαρμαρωμένου βασιλιά”, ενώ πλήθος λογίων μεταλαμπάδευσε στην υπόλοιπη Ευρώπη τα αρχαία ελληνικά γράμματα και οδήγησε στον κολοφώνα της Αναγέννησης.