Πώς αναγγέλλεται ο αιφνίδιος και βίαιος θάνατος στους συγγενείς των θυμάτων από τους γιατρούς στα νοσοκομεία; Το ιδιαίτερα ευαίσθητο αυτό ζήτημα αποτέλεσε το θέμα της μεταπτυχιακής εργασίας του ειδικευόμενου ψυχιατρικής Νίκου Σταθαράκου, στοιχεία της οποίας θα παρουσιάσει στο «2o Συνέδριο Ιατροδικαστικής – Ψυχιατροδικαστικής», που ξεκινάει σήμερα, στο ξενοδοχείο «Electra Palace», στη Θεσσαλονίκη.
Όπως αναφέρεται στην εργασία του «Η επίδραση της αναγγελίας θανάτου στο τραυματικό πένθος: Αιφνίδιοι και βίαιοι θάνατοι σε νοσοκομειακές δομές», με επιβλέποντα τον αναπληρωτή καθηγητή του τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ Φώτιο Χατζηνικολάου, ο τρόπος με τον οποίο γνωστοποιείται ο θάνατος ενός ατόμου μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στη διαδικασία του πένθους των επιζώντων.
«Μέσα από τη διπλωματική μου επιχείρησα να προσδώσω μια σαφέστερη εικόνα και να αναλύσω μέσα από μία βιβλιογραφική ανασκόπηση, την επίδραση της αναγγελίας του θανάτου στο τραυματικό πένθος και ιδιαίτερα στις παθολογικές εκφάνσεις του, όταν ειδικότερα αφορά αιφνίδιο και βίαιο θάνατο σε νοσοκομειακές δομές», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Σταθαράκος διευκρινίζοντας ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει ενιαίο πρωτόκολλο για την αναγγελία θανάτου τόσο στους επιζώντες όσο και στους αναγγέλλοντες.
«Για τους επιζώντες η αναγγελία επιδρά άμεσα κατά την εισαγωγή στη διαδικασία του πένθους και στις πρωταρχικές αντιδράσεις. Αναφορικά με τους αναγγέλλοντες, υπάρχει η ανάγκη για την αξιοποίηση πρωτοκόλλων και εκπαίδευσης των ιατρών στην αναγγελία θανάτου για την αποτελεσματικότερη διεκπεραίωσή της», λέει χαρακτηριστικά.
Οι τραυματικοί θάνατοι, αναφέρεται στη διπλωματική, έχουν τουλάχιστον δύο κοινά χαρακτηριστικά: τη βία με την οποία συνέβησαν και το απρόβλεπτο. Οι δύο πτυχές αυτές είναι, εξ ορισμού, πέρα από τον έλεγχο τόσο των επαγγελματιών που εμπλέκονται στη διαδικασία αναγγελίας θανάτου όσο και των επιζώντων, που καλούνται ξαφνικά να διαχειριστούν το συναισθηματικό φορτίο, λόγω απώλειας ενός αγαπημένου προσώπου. Αν και οι πρωταγωνιστές αυτών των καταστάσεων βιώνουν τον πόνο τους, ο καθένας με τον δικό του προσωπικό τρόπο, συνδέονται μέσα από την διαδικασία της αναγγελίας.
«∆εν δύναται, σε μεγάλο βαθμό, να προβλεφθούν οι αντιδράσεις στο πένθος, όμως δύναται από την πλευρά των ιατρών να ευοδωθεί μια ομαλή εισαγωγή στο πένθος για τους επιζώντες, ξεκινώντας από την αναγγελία θανάτου. Ιδιαίτερα στις περιπτώσεις αιφνιδίων και βίαιων θανάτων, όπου αποτελούν παράγοντες κινδύνου για προβληματική προσαρμογή στο πένθος. Παρά τη μεγάλη διακύμανση στον βαθμό συμμετοχής και τις προσωπικές ευαισθησίες, χρήσιμο αποτελεί για τους μεν αναγγέλλοντες, η αναφορά σε έναν κώδικα συμπεριφοράς ή πρωτόκολλο στο οποίο θα μπορούσαν να βασιστούν για να αντιμετωπίσουν καλύτερα το δύσκολο έργο της αναγγελίας για να μεταφέρουν τη κατάσταση με τρόπο που να μην δημιουργεί επιπλέον σύγχυση και να επιτρέπει το πένθος και τον θρήνο μέσα από ένα μονοπάτι κατάλληλο για την προσωπική κατάσταση των επιζώντων».
Σύμφωνα με τον κ. Σταθαράκο, η βιβλιογραφία καταδεικνύει την αναγκαιότητα εκπαίδευσης των ιατρών στη αναγγελία θανάτου με 4 άξονες, που είναι η προετοιμασία, η αναγγελία, η διαχείριση και η υποστήριξη.
«Η προετοιμασία περιλαμβάνει για τον γιατρό τη γνώση του ιατρικού ιστορικού, ο καθορισμός του τόπου για την αναγγελία είναι σημαντικός και θα πρέπει να είναι ιδιωτικός και ήσυχος, η αναγγελία πρέπει να γίνεται πάντοτε με ενσυναίσθηση και συμπόνοια και διαβεβαιώνοντας πως έγιναν όλες οι δυνατές ενέργειες ανάνηψης. Στη συνέχεια, οι γιατροί πρέπει να απαντούν στα ερωτήματα όσο το δυνατόν πληρέστερα και σαφέστερα και να ακολουθεί συζήτηση για ενδεχόμενη δωρεά οργάνων. Το πιο σημαντικό όμως για μένα είναι το υποστηρικτικό πλαίσιο που πρέπει να υπάρχει στη συνέχεια, με παραπομπή σε ειδικούς ψυχικής υγείας, αν επιθυμούν οι συγγείς ή κρίνεται αναγκαίο. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι αναγγέλλοντες και οι επιζώντες μοιράζονται μαζί μια στιγμή που δεν δύναται να ξεχαστεί», καταλήγει ο κ. Σταθαράκος.
Το «2o Συνέδριο Ιατροδικαστικής – Ψυχιατροδικαστικής» πραγματοποιείται στο πλαίσιο του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών του ΑΠΘ, με τίτλο «Ιατροδικαστική-Ψυχιατροδικαστική», σε συνεργασία με την Ελληνική Ψυχιατροδικαστική Εταιρεία και τελεί υπό την αιγίδα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου, της Σχολής Επιστημών Υγείας και του Τμήματος Ιατρικής του ΑΠΘ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ