Έχει κάποιος αμφιβολία, ότι ζούμε στη χώρα της γενικευμένης ανομίας; Παντού; Έχει κάποιος αμφιβολία ότι κάνει ο καθένας ότι γουστάρει, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν; Ότι η κοινωνία βρίσκεται σε μια διαρκή ένταση;
Να τα πούμε με παραδείγματα;
Στα πανεπιστήμια εδώ και πενήντα χρόνια δίνονται καθημερινά μάχες ανάμεσα στη νομιμότητα και στην ανομία. Στους δρόμους, η παράνομη στάθμευση έχει γίνει καταστήσει …παράνομη τη νομιμότητα. Στα πεζοδρόμια η παρανομία των τραπεζοκαθισμάτων έχει γίνει νόμος! Το ίδιο και τα δεκάδες χιλιάδες μηχανάκια που εμποδίζουν συστηματικά ακόμη και τη διέλευση των πεζών. Για το κάπνισμα υπάρχει νόμος, αλλά όλο και περισσότερα καταστήματα τον αγνοούν με απαίτηση των θαμώνων τους. Στον δημόσιο τομέα, ολόκληρες συντεχνίες παρανομούν με την άρνησή τους να εφαρμόζουν τους νόμους, όπως για την αξιολόγηση. Στους δε δρόμους, ας μιλήσουμε επιτέλους για την ασυλία του ΚΚΕ, που αρνείται να εφαρμόζει ότι προβλέπει ο νόμος για τις πορείες, διαδηλώσεις κλπ, που είναι σχεδόν καθημερινό φαινόμενο.
Μπορούμε να γράφουμε ολόκληρες σελίδες με παρόμοια παραδείγματα, μα τα γνωρίζουμε όλοι. Μα εκείνο που φαντάζει εξ ίσου τραγελαφικό με τη γενικευμένη ανομία, είναι ότι οι επιφορτισμένοι να την αντιμετωπίσουν, δείχνουν είτε ακατάλληλοι, είτε φοβισμένοι! Ο κάθε πρύτανης, επί παραδείγματι, αν δεν καλύπτει την ανομία, κινδυνεύει να «κτιστεί» στο γραφείο του ή να ξυλοκοπηθεί! Τα έχουμε ζήσει. Ο κάθε αστυνομικός, φοβάται! Φοβάται ότι αν κυνηγήσει τον παράνομο κι ανοίξει πιστολίδι, αν δεν σκοτωθεί, θα καταλήξει και κατηγορούμενος. Ο κάθε αρμόδιος, θα επικαλεστεί ότι … είναι αναρμόδιος.
Όλοι αυτοί είναι μόνιμοι υπάλληλοι. Ολόκληρη κοινότητα μονιμάδων. Με κατοχυρωμένη τη μη απόλυση, ακόμη κι όταν υπάρχουν τελεσίδικες αποφάσεις της Δικαιοσύνης. Με σταθερή μισθολογική βάση κι εξέλιξη και θέσεις λούφας και παραλλαγής. Με παγιωμένη την αντίληψη της ατιμωρησίας, συνεπικουρούμενη πάντα από την ελλιπή αξιολόγηση, «κατάκτηση» κι αυτή του συντεχνιακού συνδικαλισμού και την σύμπραξη της εκάστοτε αντιπολίτευσης.
Μιλάμε για μέγιστη παθογένεια. Με την κοινωνία όμηρη και θυμωμένη. Ανασφαλή και αδιάφορη πια. Που πληρώνει ένα σκασμό χρήματα σε φόρους, για να βλέπει ανόμους κι ανίκανους να κάνουν πάρτυ. Να τρώνε σουβλάκια στα Τέμπη και να σκοτώνονται τόσοι άνθρωποι, να χάνεται μια νέα κοπέλα στα σκαλάκια της Αστυνομίας κι οι παλιοί να χειραγωγούν τους νέους στην ίδια ανεπαρκή εργασιακή κουλτούρα. Το δε κράτος μας έχει μετατραπεί σ’ ένα τεράστιο λιβάδι που ευδοκιμεί η γραφειοκρατία!
Υπάρχουν λύσεις;
Η απάντηση είναι ότι η λύση είναι μόνο μια: Άρση της καταστροφικής μονιμότητας!
Αλλά κάνει …τζιζ, κατά τη λαϊκή έκφραση.
Οι πολίτες νιώθουν ανασφάλεια και, το χειρότερο, έναν κλιμακούμενο κυνισμό. Δεν θέλουν να ακούν ειδήσεις, δεν πιστεύουν ότι κάτι θα αλλάξει και πηγαίνουν είτε στην αποχή είτε στην παλαβομάρα. Ακόμη και ένας πρωθυπουργός πρέπει να νιώθει θυμωμένος όταν συνειδητοποιεί ότι δεν είναι πολλά αυτά που μπορεί να αλλάξει άμεσα, ακόμη και αν έχει δίπλα του μια dream team που δύσκολα βρίσκεται στα δημόσια πράγματα στις μέρες μας. Η εύκολη λύση είναι να επαναλάβουμε όλοι μας εκείνο το «αυτή είναι η Ελλάδα» και να συνεχίσουμε τη ρουτίνα μας. Η δύσκολη λύση είναι να συνειδητοποιήσουμε, σε πρώτη φάση, πως αυτή η ρουτίνα στην οποία έχουμε εθιστεί δεν είναι… κανονική.