Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης επισκέφθηκε το πρωί το εργοστάσιο της εταιρείας «Ήλιος Μπαχαρικά» στον ‘Αγιο Ιωάννη Ρέντη. Ο πρωθυπουργός περιηγήθηκε στις εγκαταστάσεις από την πρόεδρο της επιχείρησης Στέλλα Διαμαντοπούλου.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης, σύμφωνα με πληροφορίες, ο πρωθυπουργός είχε την ευκαιρία να συνομιλήσει με εργαζόμενους για την τέταρτη αύξηση του κατώτατου μισθού τα τελευταία χρόνια αλλά και για την αύξηση του μέσου μισθού ενώ παράλληλα ενημερώθηκε για την εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας εργασίας, η οποία διευρύνθηκε την 1η Ιανουαρίου ώστε να περιλάβει, μεταξύ άλλων, επιχειρήσεις που υπάγονται στον κλάδο της βιομηχανίας.
Ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί περισσότερο από τον πληθωρισμό
«Από σήμερα αυξάνεται και ο κατώτατος μισθός και πηγαίνει στα 830 ευρώ. Αν αναλογιστείτε ότι τα τελευταία τέσσερα χρόνια ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί κάτι παραπάνω από 26%. Έχει αυξηθεί αθροιστικά πια, και με αυτή την αύξηση, περισσότερο από τον πληθωρισμό. Είναι κάτι το οποίο πρέπει να το τονίζουμε, γιατί έχουμε μεν αυξημένο πληθωρισμό τροφίμων, αλλά τα έξοδα του νοικοκυριού δεν είναι μόνο τα τρόφιμα, είναι η ενέργεια, είναι οι μεταφορές, είναι ένα συνολικό “καλάθι του νοικοκυριού” αυτό το οποίο πρέπει να αξιολογούμε», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Η αλήθεια είναι αυτό το οποίο είπατε, ότι ολοένα και περισσότερες επιχειρήσεις δεν αμείβουν τους εργαζόμενούς τους με τον κατώτατο μισθό, δίνουν κάτι παραπάνω. Και με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται ο μέσος μισθός, γιατί αυτό τελικά πρέπει να είναι το ζητούμενο, έτσι ώστε να μπορέσουμε να συγκλίνουμε μισθολογικά με την Ευρώπη που είναι και το μεγάλο στοίχημα της δικής μας οικονομικής πολιτικής», επισήμανε ο πρωθυπουργός.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα ανήλθε στα 1.258 ευρώ στο τέλος του 2023, έναντι 1.046 ευρώ το 2019, ενώ οι ιδιωτικοί υπάλληλοι που αμείβονται με 901-1.200 ευρώ, δηλαδή βρίσκονται σε μερικά από τα πρώτα κλιμάκια πάνω από τον βασικό μισθό, αυξήθηκαν κατά περισσότερους από 175.800 μεταξύ του 2022 και του 2023.
«Αυτό το οποίο θέλουμε εμείς να προσέξουμε με την αύξηση του κατώτατου μισθού είναι δύο πράγματα: το πρώτο είναι να εξασφαλίσουμε ότι την αντέχει η επιχείρηση. Πιστεύουμε ότι αυτή την αύξηση την αντέχουν οι επιχειρήσεις διότι, μην ξεχνάτε, έχουμε μειώσει φόρους, έχουμε μειώσει εισφορές, έχουμε στηρίξει συνολικά τις επιχειρήσεις και τους ισολογισμούς. Το δεύτερο που πρέπει να προσέξουμε, είναι να μην τροφοδοτήσει η αύξηση ένα νέο κύμα ανατιμήσεων», συμπλήρωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η ψηφιακή κάρτα απόλυτη εγγύηση ότι καταγράφεται πλήρως ο χρόνος εργασίας
Ο πρωθυπουργός, επίσης ενημερώθηκε για την χρήση της ψηφιακής κάρτας εργασίας από το προσωπικό της επιχείρησης και τόνισε τη σημασία του μέτρου για την προστασία των δικαιωμάτων των εργαζόμενων.
«Πιστεύουμε πολύ στην ψηφιακή κάρτα εργασίας και χαιρόμαστε που επιχειρήσεις, οι οποίες καλύπτουν όλους τους κλάδους της οικονομίας, όπως εδώ μία ιστορική επιχείρηση μεταποίησης τροφίμων, έχουν εντάξει και την ψηφιακή κάρτα εργασίας στο καθημερινό πρόγραμμα των εργαζομένων. Για εμάς είναι η τελική και απόλυτη εγγύηση ότι καταγράφεται πλήρως ο χρόνος εργασίας», σημείωσε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Επιμένουμε τόσο πολύ ο πραγματικός χρόνος εργασίας των εργαζόμενων να δηλώνεται πια με αυτόν τον τρόπο, να μην επιδέχεται καμίας αμφισβήτησης, έτσι ώστε να καταπολεμήσουμε και την αδήλωτη, τη συμπληρωματική αδήλωτη εργασία, η οποία τελικά στερεί από τον εργαζόμενο εισόδημα το οποίο δικαιούται βάσει του πραγματικού χρόνου που έχει δουλέψει», τόνισε ο πρωθυπουργός.
«Να πω και κάτι άλλο, το οποίο είναι σημαντικό. Εδώ μιλάμε για μια ουσιαστικά μεταποιητική μονάδα τροφίμων. Και επειδή γίνεται πολύς λόγος και για τη μεταποίηση συνολικά στην Ελλάδα, έχουμε μια δυναμική βιομηχανία τροφίμων και αργά αλλά σταδιακά αυτό το οποίο ονομάζουμε “παραγωγή και μεταποίηση” αυξάνει τη συμμετοχή της στο ΑΕΠ της χώρας», ανέφερε ακόμα ο Κυριάκος Μητσοτάκης. «Και βέβαια, να επιμείνω και πόσο σημαντικό είναι αυτό το οποίο εσείς έχετε πετύχει και είναι το brand, δηλαδή είναι η ταυτότητα της εταιρείας, η ταυτότητα του προϊόντος, η οποία πια δίνει στον καταναλωτή εχέγγυα ποιότητας και καλής σχέσης τιμής-ποιότητας, γιατί τελικά αυτό ψάχνει ο καταναλωτής σήμερα. Αν επιλέξει ένα επώνυμο προϊόν, θέλει μια καλή σχέση τιμής και ποιότητας».
ΑΠΕ-ΜΠΕ