Σαν σήμερα, έφυγε από την ζωή ο Γιώργος Ζαμπέτας
Σαν σήμερα, 10 Μαρτίου του 1992, μου ήρθε η τρομερή είδηση: Πέθανε ο Ζαμπέτας!
Και άρχισε το μυαλό μου να πετάει σε εκείνα τα ατέλειωτα βράδυα, που περνούσα στο καμαρίνι του, στο “Καν-Καν”, όπου είχα την τύχη να εργάζομαι, το 1973-74 ως μουσικός. Και τον άκουγα, ώρες ολόκληρες, να μιλάει και να παίζει στο μπουζούκι του πράγματα θεϊκά, πράγματα απίθανα. “Δάσκαλε, πώς σου’ρθε ο Τζακ Ο΄’χάρα;” ρωτούσα. “Πού τονε θυμήθηκες; Αληθινή ιστορία!” κι έπιανε τον τόνο και τραγουδούσε το ρεφρέν: ”Της γειτονιάς το φρόκαλο, τον Τζακ Ο’χάρα κόκκαλο!”…
Εμείς, οι, ροκάδες, με τα μαλλιά μας, με τις “καμπάνες μας”, τον είχαμε Θεό. Γιατί ο Ζαμπέτας ήτανε “ροκ”. Πιο ροκ δεν γινότανε! Κι όταν ανέβαινε στο πάλκο κι έπιανε τις “Ιστορίες έρωτος”, τύφλα να ειχε ο Μπομπ Ντύλαν! Και ξαφνικά, γινότανε ροκ-ρεμπέτης;: “Ηθελα να’ μουν Ηρακλής, όταν σε πρωτοείδα, να σου’ κοβα την κεφαλή σαν την λερναία ύδρα!”…
“Ποιός ειναι ο βασιλιάς;” τον ρωτούσα. “Ο Μάρκος, φίλε. Μας έδωσε τη βάση που πατάμε!”, Κι ύστερα, μου έλεγε πάλι την ιστορία με τα πουλιά και βατράχια στον Βοτανικό, που ήτανε οι δάσκαλοί του στη μουσική.
Πόση αλήθεια, που την κατάλαβα αργότερα, όταν άρχισα να μελετάω στο πιάνο τις απίθανες εκείνες εισαγωγές του, τα πρελούδια, τις σπουδές τζαζ! Κι ύστερα, πάνω στο πάλκο, γύριζε και με κοίταζε όταν έπιανε το “Που’σαι Θανάση”, γιατί ήτανε το τραγούδι του πατέρα μου!
Κι όταν, ένα και μοναδικό βράδυ, ήρθε ο γιατρός στο μαγαζί και τον γνώρισε, του είπε :”Χαιρετώ τον θυμόσοφο Γεώργιο”. Κι ο δάσκαλος του απάντησε αμέσως: “Τί λες, ντόκτορ; Εμείς τέχνη κάνουμε, εσύ ασκείς επιστήμη!”…
Σαν σήμερα, λοιπόν, έφυγε ο Γιώργος Ζαμπέτας! Αυτή η μεγάλη, η πολύ σημαντική μορφή της ελληνικής σύγχρονης μουσικής. Μια αυτοδίδακτη μουσική ιδιοφυΐα, που-όπως μου έλεγε- είχε την μουσική στο κεφάλι του πολύ πριν γεννηθεί!
“Είμαι βέβαιος, γιατρέ μου (με αποκαλούσε έτσι λόγω του επαγγέλματος του πατέρα μου) ότι όταν κλώτσαγα στην κοιλιά της μάννας μου, χόρευα ζεϊμπέκικο!” μου είχε πει κάποια από τις πολλές φορές, που κατέβαινα στο καμαρίνι του για να μιλήσω μαζί του και να “κρέμομαι από τα χείλη του”.
Στα 23 μου, “υπό δοκιμήν” δημοσιογράφος στην “Βραδυνή” (τότε για μπεις στο “μισθολόγιο” έπρεπε να περάσεις κάνα-δυο χρόνια άμισθος) και μουσικός τα βράδια, καθώς έπρεπε από κάπου να βγάζουμε χρήματα!
Εκεί, λοιπόν, στο “Καν-Καν” της λεωφόρου Πέτρου Ράλλη, ιδιοκτησίας του Νίκου Γιγουρτάκη (του αποκαλουμένου “Ο μουστάκιας”), στενού φίλου του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, βλεπόμουν κάθε βράδυ με τον Ζαμπέτα.
Και ήταν απόλαυση εκείνες οι στιγμές στο καμαρίνι του, όταν έπιανε το μπουζούκι και έπαιζε απίθανες συγχορδίες τζαζ (μέγας θαυμαστής του Λιούις Άρμστρονγκ) ή μου έπαιζε την εισαγωγή από το “Μισέλ” των Μπητλς και μου έλεγε “καλά κάνανε οι μάγκες και το διαλύσανε, γιατί θα μείνουνε στην Ιστορία, ενώ μπορεί να τους χάλαγε την εικόνα η… μακροχρόνιος συνεύρεσις!”. Έτσι έκανε, όταν ήθελε να δώσει έμφαση σε μια του φράση, έριχνε μέσα κι ένα καθαρευουσιάνικο!
Θυμάμαι ένα βράδυ, που συζητούσαμε γύρω από τα παραδοσιακά μας τραγούδια, των οποίων ήταν άριστος γνώστης και θαυμαστής. “Τί τα θες τί τα γυρεύεις! Έχει αρχίσει και φαίνεται στο βάθος κήπος κρίση. Να δεις που θα μας καταπιεί η ξενομανία! Αλλά τί περιμένεις όταν στα σχολεία δεν μαθαίνουνε τα παιδιά ότι και ο Εθνικός μας Ύμνος είναι τσάμικος!”…
Ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα. Δεν το είχα σκεφτεί ποτέ! Και ήταν τόσο ολοφάνερο!
Παραδεχόταν τον Μανώλη Χιώτη ως σπουδαίο μουσικό, θεωρούσε τον Μάρκο Βαμβακάρη κορυφαίο “Έλληνα μπλουζίστα”, θαύμαζε τον Μάνο Χατζιδάκι (έλεγε ότι το μυαλό του Μάνου ήταν ένα γεμάτο πεντάγραμμο) και μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Γιάννη Παπαϊωάννου.
Θυμάμαι μια φορά που μου ζητησε να πάω στο μαγαζί πιο νωρίς γιατί θα ερχόταν μια κοπέλα να την ακούσουμε. “Είναι κόρη ενός φίλου, σπουδάζει στην Βιομηχανική Πειραιώς και επιμένει να γίνει τραγουδίστρια, αλλά ο πατέρας της δεν θέλει. Και μεταξύ μας, καλά κάνει” μου είπε…
Την επομένη ήρθε η κοπέλα, της παίξαμε “Τα δειλινά”, είχε καλή φωνή, σωστή, αλλά όχι τέτοια που να σε έπειθε με την πρώτη.
Τελειώνουμε και της λέει ο Ζαμπέτας, σε ήρεμο τόνο. “ Βλέπεις το πιάνο; Ούτε στα άσπρα είσαι ούτε στα μαύρα πλήκτρα. Στη χαραμάδα πέφτεις! Οπότε άστο και κάτσε στα μαθηματικά σου! Εκεί θα τα πας καλύτερα!”…
Θυμάμαι επίσης ένα βράδυ που είχε έλθει μια μεγάλη παρέα Γάλλων. Πήγε κοντά τους και άρχισε να τραγουδά το “Καπρί σε φινί”, λέγοντας κάτι ακαταλαβίστικους στίχους, αλλά με γαλλική προφορά! Οι Γάλλοι ενθουσιάστηκαν και τον “χρύσωσαν”.
“Είδες γιατρέ; Μπορεί να μη ξέρω γαλλικά, αλλά στην προφορά έχω μπακολορεάλ!” είπε γελώντας. Αργότερα τον ρώτησα τί θα πει “Μπακαλορεάλ” και μου είπε: “Ο μπακάλης της Ρεάλ Μαδρίτης!”….