Διαχρονική ανάλυση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αξιολόγηση PISA
- Εισαγωγή
Σε όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα, και στο ελληνικό, ιδιαίτερα σημαντικός θεωρείται ο ρόλος της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Κατά τη διάρκεια του συγκεκριμένου κύκλου σπουδών οι μαθητές αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες οι οποίες είναι απαραίτητες για να συνεχίσουν τις σπουδές τους στη μετα-δευτεροβάθμια μη Τριτοβάθμια εκπαίδευση, για να διεκδικήσουν την πρόσβασή τους σε ιδρύματα της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ή για να εισέλθουν στην αγορά εργασίας. Η ποιότητα των γνώσεων που αποκτούν στη Δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν επηρεάζει μόνο την μετέπειτα ακαδημαϊκή ή επαγγελματική τους πορεία αλλά συνδέεται άμεσα με την οικονομική ανάπτυξη καθώς πλήθος οικονομικών μελετών[1] έχουν εκτιμήσει ότι υφίσταται ισχυρή θετική συσχέτιση μεταξύ της οικονομικής μεγέθυνσης και των εγγραφών και των επιδόσεων των μαθητών σε σχολεία Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Το υψηλό επίπεδο γνώσεων και δεξιοτήτων καθώς και η δημιουργικότητα του ανθρώπινου δυναμικού βελτιώνουν την παραγωγικότητα της εργασίας, αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την προσέλκυση επενδύσεων και συντελούν στην αύξηση του εθνικά παραγόμενου προϊόντος.
Στο συγκεκριμένο σημείωμα επιχειρείται μια διαχρονική ανάλυση των επιδόσεων που επιτυγχάνουν οι Έλληνες μαθητές Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αξιολόγηση PISA. Αναλυτικότερα, σκοπός είναι να διαπιστωθεί η εξέλιξη των επιδόσεων τους στα γνωστικά αντικείμενα της συγκεκριμένης αξιολόγησης, ενώ η ανάλυση θα επεκταθεί και στην εξέλιξη του ποσοστού των μαθητών που επιτυγχάνουν τις υψηλότερες και τις χαμηλότερες επιδόσεις. Παράλληλα, θα διερευνηθεί η συσχέτιση των επιδόσεων των μαθητών με βάση το κοινωνικοοικονομικό τους υπόβαθρο. Εξάλλου, θα πραγματοποιηθεί σύγκριση των επιδόσεων των Ελλήνων μαθητών με τη μέση επίδοση των μαθητών των χωρών του ΟΟΣΑ, με σκοπό να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτές βελτιώνονται συγκριτικά με τις επιδόσεις μαθητών άλλων ανεπτυγμένων χωρών, ενώ στο τέλος του σημειώματος γίνεται αναφορά σε ενδεικτικές προτάσεις πολιτικής.
- Εξέλιξη επιπέδου εκπαίδευσης πληθυσμού και δείκτη ανθρώπινου κεφαλαίου στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα το επίπεδο εγκύκλιας εκπαίδευσης παρουσιάζει βελτίωση με την πάροδο του χρόνου. Όπως προκύπτει από το Διάγραμμα 1, ενώ το 2004 περίπου 4 στους 10 κατοίκους της χώρας (41,5%) είχαν παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει μόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση (Δημοτικό ή/και Γυμνάσιο), το 2022 μόλις 2 στους 10 (22,7%) είχε παρακολουθήσει ή ολοκληρώσει μόνο το συγκεκριμένο επίπεδο εκπαίδευσης. Παράλληλα, το 2022 περίπου ο μισός πληθυσμός (46,8%) της χώρας είχε ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια (Γενικό Λύκειο, ΕΠΑΛ, Επαγγελματικές Σχολές Κατάρτισης, Σχολές Μαθητείας ΟΑΕΔ) ή την μετα-δευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση (ΙΕΚ, Κολλέγιο) όταν το αντίστοιχο ποσοστό το 2004 ανέρχονταν σε 40,9%. Τέλος, ενώ το 2004 κάτω από 2 στους 10 κατοίκους (17,6%) είχε πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (βασικό πτυχίο, Μεταπτυχιακό, Διδακτορικό) το 2022 περίπου το 1/3 (30,5%) αυτών είχε αντίστοιχο τίτλο σπουδών.
Η βελτίωση του επίπεδου εκπαίδευσης στην Ελλάδα προκύπτει και από τη σύγκριση των ποσοστών της με τα αντίστοιχα της ΕΕ-27 (Διάγραμμα 1). Την περίοδο 2004-2022 το ποσοστό πληθυσμού που παρακολούθησε ή ολοκλήρωσε μόνο την υποχρεωτική εκπαίδευση παρουσίασε εντονότερη κάμψη συγκριτικά με αυτό της ΕΕ-27, και μετά το 2019 είναι χαμηλότερο. Επιπλέον, σε αντίθεση με την ΕΕ-27 όπου το ποσοστό του πληθυσμού που έχει ολοκληρώσει την ανώτερη δευτεροβάθμια ή την μετα-δευτεροβάθμια μη-τριτοβάθμια εκπαίδευση παρουσιάζει ήπια πτώση μετά το 2013, στην Ελλάδα αυξάνει συνεχώς και μετά το 2019 ξεπερνάει το αντίστοιχο ποσοστό της ΕΕ-27. Στην περίπτωση της Τριτοβάθμιας εκπαίδευσης το ποσοστό της Ελλάδας κυμαίνεται διαχρονικά στα ίδια επίπεδα με αυτό της ΕΕ-27.
Διαβάστε ολόκληρη την αναφορά: Eurobank 494_7DE_22_2_24
[1] π.χ. Levine και Renelt (1992), Barro και Sala-i-Martin (1995), Goczek, Witkowska και Witkowski (2021).