Η Άννα!
Κι ο Λευτέρης!
Και τα άλλα παιδιά που έδωσαν και δίνουν τον αγώνα τον ωραίο, τον μεγάλο, τον αληθινό…
Παιδιά που είδαν το φως σε μια Ελλάδα που ζούσε στην εικονική της πραγματικότητα, ξόδευε ασυλλόγιστα τα δανεικά των άλλων και υποθήκευε τη δική τους ζωή.
Παιδιά που δεν μπορούν να κάνουν όνειρα σε μια χώρα που όχι μόνο δεν τα στηρίζει αλλά πολλές φορές τους βάζει η ίδια τρικλοποδιές.
Κι εκείνοι τα κατάφεραν. Ξέφυγαν.
Ξέφυγαν από τη μιζέρια αυτού του κράτους, δούλεψαν μόνοι τους, αντιμετώπισαν μόνοι τους τα πάντα. Για τους εαυτούς τους, τους δικούς τους ανθρώπους.
Δάκρυσαν βλέποντας την ελληνική σημαία στον ψηλότερο ιστό των Ολυμπιακών αγώνων. Όπως δάκρυσαν και δακρύζουν εκείνα τα 450 χιλιάδες παιδιά που αυτό το ανελέητο κράτος των μηχανισμών, των συντεχνιών και της αδικίας ανάγκασε να το εγκαταλείψουν για να ζήσουν τους δικούς τους Ολυμπιακούς αγώνες επιβίωσης.
Η Άννα!
Κι ο Λευτέρης!
Δυο παιδιά που έντυσαν το πάθος τους για ζωή με αποφασιστικότητα και δουλειά.
Δουλειά. Δουλειά. Δουλειά.
Αυτή τη δουλειά που αρνούνται να κάνουν τα κοπρόσκυλα του δημόσιου βίου που παρασιτικά επιβιώνουν εις βάρος τους και ταυτοχρόνως παίζουν με την νοημοσύνη τους.
Δουλειά. Στόχοι. Όνειρα.
Ο δρόμος του Λευτέρη, της Άννας, των άλλων παιδιών του ωραίου, του μεγάλου και αληθινού αγώνα.
Ο δρόμος της δικής τους Ελλάδας.
Ο δρόμος της άλλης Ελλάδας, απέναντι σ’ εκείνον του ψέματος, της υποκρισίας, των ιδεοληψιών και των αυταπατών…
Λευτέρη, Άννα, ευχαριστούμε που μας τον δείχνετε.